Ένα γουέστερν από τα παλιά
Ένα μεσημέρι στον Ίκαρο, επί της οδού Βουλής, ο Δημήτρης Νόλλας μού αφηγήθηκε μια ωραία ιστορία, που και εκείνου τού την είχε αφηγηθεί ο Χρήστος Γιανναράς.
Μέσα της δεκαετίας του ’70 ο Θόδωρος Αγγελόπουλος βγάζει τον «Θίασο» και παραμιλάει όλη η Ευρώπη. Ο Γιανναράς ήταν συμμαθητής του Αγγελόπουλου στο ίδιο σχολείο, όπως και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο Αλέκος Φασιανός. Πολύ περήφανος που ένα παιδί από το σχολείο τους έκανε κάτι τόσο σπουδαίο, ο Γιανναράς πηγαίνει όλο καμάρι στον Ζήσιμο Λορεντζάτο και του λέει, «Δάσκαλε, πρέπει να δείτε αυτό το φιλμ που έκανε ο συμμαθητής μας». Ο Λορεντζάτος δίστασε διότι, όπως όλοι οι σοβαροί διανοούμενοι, έβλεπε μόνο καουμπόικα στο σινεμά. Όμως ο Γιανναράς επέμενε. Με τα πολλά ο Λορεντζάτος πείθεται να πάει να δει τον «Θίασο». Την επόμενη μέρα το πρωί, ο Γιανναράς μπάστακας έξω από το σπίτι του δασκάλου να μάθει πώς του φάνηκε η ταινία. Και ο Λορεντζάτος αποφαίνεται: «Χρήστο παιδί μου, κακό πράγμα το πολύ ταλέντο».
Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς με αφορμή το παραπάνω. Εγώ κρατάω τη φράση, «Όπως όλοι οι σοβαροί διανοούμενοι, έβλεπε μόνο καουμπόικα στο σινεμά». Είναι βέβαια μια φράση χιουμοριστική, δεν κυριολεκτεί. Αλλά η αλήθεια είναι ότι πολλοί σοβαροί διανοούμενοι έχουν δείξει ενδιαφέρον για μορφές και πλευρές της κουλτούρας που η mainstream άποψη τις χαρακτηρίζει «χαμηλές». Το γουέστερν είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Αν και η «κριτική ορθοδοξία» αποφαίνεται ότι στο σινεμά δεν υπάρχουν υψηλά και χαμηλά είδη (genre), αλλά αντίθετα σε κάθε είδος υπάρχουν σπουδαία, μέτρια και κακά φιλμ, εντούτοις το «δημόσιον αίσθημα» αρνείται να υπακούσει: επιμένει να θεωρεί το γουέστερν «υποδεέστερο» κατά κάποιον τρόπο είδος.
Όμως το γουέστερν είναι απλώς ένας κώδικας, ένας τρόπος αφήγησης, ένα σύνολο συμβάσεων, σχημάτων, τύπων και κανόνων που, είτε τηρούμενοι είτε παραβιαζόμενοι, εντάσσουν ορισμένα φιλμ σε ένα γένος, σε μια οικογένεια: τα «καουμπόικα», που λέει και η παραπάνω ιστορία (έτσι τα λέγαμε κι εμείς παλιότερα). Μάλιστα για το γένος αυτό έχουν γραφτεί και μονογραφίες που κωδικοποιούν τα αρχέτυπά του και τη μορφολογία του (με τον τρόπο που το έκανε ο Βλαντιμίρ Προπ για τα παραμύθια και ο Τσβετάν Τοντορόφ για τη λογοτεχνία του Φανταστικού).
Υπάρχουν λοιπόν και σπουδαία γουέστερν, καμωμένα από ορισμένους δημιουργούς που το έργο τους συμπυκνώνει και συνοψίζει σχεδόν την ιστορία του είδους. «Η ταχυδρομική άμαξα» και «Η αιχμάλωτος της ερήμου» του Τζον Φορντ (το δεύτερο είναι ίσως ένα από τα καλύτερα φιλμ που γυρίστηκαν ποτέ), «Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές» του Φρεντ Τσίνεμαν, το «Ρίο Μπράβο» του Χάουαρντ Χοκς, «Η άγρια συμμορία» του Σαμ Πέκινπα, τα απολαυστικά σπαγγέτι του Σέρτζιο Λεόνε. Ο Τζον Στέρτζες δεν υπήρξε ίσως τόσο μεγάλος σκηνοθέτης. Γύρισε λίγα σχετικά γουέστερν, ορισμένα από τα οποία έγιναν επιτυχίες: το «Αίμα στον Πράσινο Βάλτο» με τον Μπαρτ Λάνκαστερ και τον Κερκ Ντάγκλας, το «Άσχημη μέρα στον Μαύρο Βράχο» με τον Σπένσερ Τρέισι και κυριότατα το «Και οι επτά ήταν υπέροχοι».
Το φιλμ είναι διασκευή του κλασικού αριστουργήματος του Ακίρα Κουροσάβα «Οι επτά σαμουράι». Το Χόλιγουντ, ως προμαχώνας και πρωταθλητής της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας, αφομοιώνει το Υψηλό, το ξαναπακετάρει ως διασκέδαση και ταΐζει με αυτό την υφήλιο. Η διαδικασία είναι μαγευτική, αν την παρατηρήσεις από κοντά. Απαντά ουσιαστικά σε ένα ερώτημα που απασχόλησε τους αισθητικούς από τον Πλάτωνα ακόμη: πώς θα επικοινωνήσουν οι μεγάλες μάζες με το Υψηλό; Το Χόλιγουντ μοιάζει να απαντά: «Θα το χαμηλώσουμε λιγάκι». Το φιλμ του Στέρτζες είναι πάντως ένα από τα πιο απολαυστικά γουέστερν που γυρίστηκαν ποτέ. Το έχουν δει πολύ περισσότεροι άνθρωποι από όσους έχουν δει το πρωτότυπο «Επτά σαμουράι». Και η μουσική του (από τον Έλμερ Μπέρνσταϊν) είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες μελωδίες στην ιστορία του Χόλιγουντ.
Το «Και οι επτά ήταν υπέροχοι» είναι αρχετυπικό γουέστερν γιατί είναι το πρώτο που πραγματώνει έναν αφηγηματικό τρόπο: το συλλογικό αφηγηματικό υποκείμενο. Σύμφωνα με το αφηγηματικό μοντέλο του Γάλλου θεωρητικού Γκρεϊμάς, ένας από τους έξι ρόλους που χρησιμοποιούμε για την ανάλυση αφηγήσεων είναι το Υποκείμενο (αντιστοιχεί στον Ήρωα της ανάλυσης του Βλαντιμίρ Προπ). Το Υποκείμενο/Ήρωας δεν ταυτίζεται απαραίτητα με έναν χαρακτήρα, καθώς είναι δυνατόν πολλοί χαρακτήρες μαζί να εκπληρώνουν αυτό τον ρόλο. Οι επτά κεντρικοί χαρακτήρες του «Και οι επτά ήταν υπέροχοι» είναι ακριβώς ένα τέτοιο συλλογικό Υποκείμενο της αφήγησης — και μάλιστα το πρώτο στο είδος του γουέστερν. (Μιλάμε εδώ για ασύνειδες διαδικασίες της δομής που δεν πρέπει απαραίτητα να νοούνται ως προθέσεις του δημιουργού).
Αυτό το αρχετυπικό γουέστερν, που είναι διασκευή ενός αριστουργηματικού φιλμ, μαθαίνουμε ότι το ξαναγυρίζει τώρα ο Αντουάν Φουκουά με καστ πολλών αστέρων. Κάνει μια διασκευή της διασκευής. Γιατί; Πιθανότατα για τον ίδιο λόγο που το Χόλιγουντ ανακυκλώνει τον εαυτό του εμμονικά τα τελευταία χρόνια: ελλείψει νέου υλικού. Ζούμε μια κρίση του μεταμοντερνισμού στην αφηγηματική παραγωγή. Μοιάζει όλες οι ιστορίες να έχουν ειπωθεί. Το σινεμά έζησε τον πρώτο αιώνα τις ιστορίας του ως «νεογέννητη» τέχνη. Το θέατρο και ο γραπτός λόγος είχαν πίσω τους αιώνες παραγωγής, ήταν «κουρασμένες» τέχνες. Το σινεμά ήταν φρέσκο τον 20ό αιώνα, ανακάλυπτε τη γλώσσα του, έγραφε το συντακτικό και τη γραμματική της, έκανε τις ιστορίες «αλλιώς ωραίες» (που λέει κι ο ποιητής). Τώρα μοιάζει να φρενάρει. Κοιτάει γύρω του απορημένο και σκέφτεται μελαγχολικά ότι οι ιστορίες τελειώνουν. Όμως και στη ζωή τελειώνουν οι ιστορίες. Εξαντλούνται και τις ξαναλέμε από την αρχή. Αυτό δεν τις κάνει λιγότερο ενδιαφέρουσες.
Ίσως το άγχος της πρωτοτυπίας κάνει κακό εντέλει. Τα μεγάλα γουέστερν δεν πέτυχαν επειδή ήταν πρωτότυπα. Τουναντίον: η μαγεία τους βρισκόταν στο ότι ήταν γνώριμα, στο ότι τα πράγματα ήταν σαφή, οι ρόλοι και οι ιστορίες εκ των προτέρων γνωστές. Ίσως αυτό ίσχυε και για τις αρχαίες τραγωδίες, η επιτυχία των οποίων στο τότε κοινό είχε ασφαλώς να κάνει με τα «συμφωνημένα υπονοούμενα» (που λέει ο Σεφέρης): όλοι στην Αθήνα ήξεραν την ιστορία των Λαβδακιδών όταν είδαν την Αντιγόνη. Και τα παθήματα του οίκου των Ατρειδών έγιναν όχι ένα, άλλα πενήντα έργα. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε που ξαναβλέπαμε την ίδια ιστορία. Κι όταν, αιώνες μετά, ο Αγγελόπουλος την αφηγήθηκε ξανά, ήταν πράγματι «αλλιώς ωραία».
Πολύ φοβάμαι ότι δεν είναι τέτοια βέβαια η περίπτωση του Αντουάν Φουκουά, του σκηνοθέτη που μας έχει χαρίσει ανεκδιήγητα φιλμ, όπως τα «Ημέρα εκπαίδευσης» και «Ο Όλυμπος έπεσε». Πολύ φοβάμαι ότι θα κατακρεουργήσει το «Και οι επτά ήταν υπέροχοι».
Μακάρι να διαψευστώ.