Pierre Assouline, «Ζιγκμαρίνγκεν»

C
Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης

Pierre Assouline, «Ζιγκμαρίνγκεν»

Ένα μεταπολεμικό ταξίδι με τρένο από τη Γερμανία στη Γαλλία γίνεται αιτία ενδοσκόπησης και ενός φλας μπακ στο πρόσφατο παρελθόν του αφηγητή, ξυπνώντας του τη μνήμη.

To 1944 με την προέλαση του Ντε Γκολ να την απειλεί, η προδοτική κυβέρνηση συνεργασίας του Βισύ εγκαταλείπει τη Γαλλία βρίσκοντας καταφύγιο στη Γερμανία. Ο Χίτλερ μέσω του Ρίμπεντροπ επιτάσσει τον προγονικό πύργο των πριγκίπων Χοεντσόλερν, Ζιγκμαρίνγκεν, πύργο που κατοικεί αδιάλειπτα η οικογένεια από τον 11ο αιώνα, και τους εγκαθιστά εκεί. Είναι μια διπλή ευκαιρία για τον Χίτλερ από τη μια να έχει υπό τον πλήρη έλεγχό του την επίσημη κυβέρνηση της Γαλλίας και από την άλλη να δώσει ένα μάθημα στην αριστοκρατία που ποτέ δεν τον αποδέχτηκε. Ο πλούτος και οι τίτλοι ευγενείας δεν είναι αρκετοί για να σε σώσουν από την οργή του. Στα τριακόσια ογδόντα τρία δωμάτια του κάστρου θα παιχτούν οι τελευταίες πράξεις της ιλαροτραγωδίας για την κυβέρνηση του στρατάρχη Πεταίν.

Για μια ακόμα φορά ο Assouline έλκεται από τους περίκλειστους χώρους. Τα δωμάτια γίνονται τα σκηνικά και ενίοτε οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του. Από τους χώρους του «Ξενοδοχείου Lutetia» και του σαλονιού των Ρότσιλντ, όπου κρέμεται το «Πορτρέτο» της μητέρας της οικογένειας, μέχρι τα μεγαλοαστικά σαλόνια στους «Προσκεκλημένους» και την Πορτογαλική Πινακοθήκη του «Ζιγκμαρίνγκεν», όλα γίνονται μικρά σύμπαντα όπου μέσα τους κινούνται οι πρωταγωνιστές, εγκλωβισμένοι κάτω από τη διεισδυτική ματιά του.

Τον συγγραφέα όμως δεν τον ενδιαφέρει η επίσημη ιστορία. Αυτή είναι δουλειά των επιστημόνων να την ερευνήσουν και να την καταγράψουν. Ο συγγραφέας έλκεται από τις ιστορίες των ανθρώπων, των ζωών που βρέθηκαν μέσα στη δίνη της Ιστορίας.

Ο Γιούλιους Στάιν, τελευταίος απόγονος μιας οικογένειας αρχιοικονόμων που υπηρετούν τον πριγκιπικό οίκο επί σειρά γενεών, γίνεται ο μάρτυρας και αφηγητής αυτών των ιστοριών. Μέσα από τα μάτια του Γιούλιους θα δούμε τη μεταμόρφωση του πύργου και της γειτονικής πόλης από αμιγώς γερμανική σε μια μικρή Γαλλία. Μια Γαλλία ελαττωματική, πανικόβλητη και συγχρόνως επηρμένη. Συνεχίζουν να ζουν χωρισμένοι σε φατρίες, επιδιδόμενοι σε βυζαντινές συνωμοσίες, παιχνίδια εξουσίας και μικρότητες. Εθελοτυφλώντας, κάνουν σχέδια επί χάρτου για την ανακατάληψη της εξουσίας, ελπίζοντας στη βοήθεια φανταστικών όπλων μαζικής καταστροφής που δήθεν διαθέτει η Γερμανία και κρυφών μεραρχιών που βρίσκονται οχυρωμένες σε φρούρια στις Άλπεις. Αδυνατούν να παρατηρήσουν ότι στον ουρανό του Ζιγκμαρίνγκεν οι φλύαρες κίσσες αντικαταστάθηκαν από μαύρα κοράκια, που δηλώνουν το αδυσώπητο τέλος. Μόνος ουσιαστικά απών και παραδομένος στη μοίρα του ο γέρος και άρρωστος Πεταίν, που δεν τρέφει τέτοιες ψευδαισθήσεις.

Ενώ η κεντρική εξουσία καλοπερνά στον πύργο στην πόλη, οι περίπου 2.000 Γάλλοι που τους έχουν ακολουθήσει στην εξορία έχουν φτάσει στα όρια της εξαθλίωσης και της πείνας. Οι σκηνές της πόλης θυμίζουν έντονα το «Τράνζιτο» της Ανν Ζέγκερς, και το καφενείο Σεν φαίνεται να είναι βγαλμένο από το Ρικ’ς Μπαρ στην «Καζαμπλάνκα», όπου στοιβάζονται ανθρώπινες ζωές, ελπίζοντας να βρουν έναν τρόπο διαφυγής και επιβίωσης. Μπροστά μας παρελαύνουν ιστορικές προσωπικότητες απογυμνωμένες από κάθε μεγαλείο: ο άρρωστος στρατάρχης Πεταίν, ο παραιτημένος πρόεδρος Λαβάλ , ο φιλόδοξος πρόεδρος Ντε Μπρινόν, ο δρ Νεστούς — ψευδώνυμο του συγγραφέα Σελίν, ενός αμφίσημου ήρωα, κυνικού, έτοιμου να σαρκάσει, να λοιδορήσει τους πάντες, να κοιτάξει το πώς θα σωθεί, αλλά και να βοηθήσει αφιλοκερδώς τους συμπατριώτες του.

Οι Γερμανοί παρακολουθούν από κοντά αυτό το θέατρο του παραλόγου, τον περιοδεύοντα θίασο ενός κακόγουστου μπουλβάρ, κάνοντας αισθητή την παρουσία τους μόνο όταν χρειάζεται να τους μαζέψουν τα λουριά, θυμίζοντάς τους ότι έχουν εκπέσει πια από σύμμαχοι που τους οφείλουν σεβασμό, σε απλά πιόνια στο τελευταίο παιχνίδι τους.

Ο Στάιν στέκεται πάντα στη θέση του: τρία βήματα πίσω από την κορυφή του τραπεζιού, έτοιμος να υπηρετήσει τα πιστεύω του:

«Όταν έχουμε την τύχη να υπηρετούμε σε ένα τέτοιο Σπίτι, με όσα παραμένουν ανέγγιχτα από την Ιστορία, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να εμπιστευθούμε τα καθεστώτα. Γιατί είναι παροδικά, ενώ μία αρχοντική οικογένεια εγγράφεται στη μακρά διάρκεια. Ο άνθρωπος είναι πιο δυνατός από τις ιδεολογίες».

Ανέκφραστος, δίνει λύσεις και αποσοβεί τις θύελλες που συχνά απειλούν την εύρυθμη λειτουργία του πύργου. Θα ανεχτεί τις προσωπικές επιθέσεις, κρύβοντας πίσω από ένα επαγγελματικό προσωπείο τα πραγματικά του αισθήματα.

Το ποιος είναι ο Γιούλιους και το τι πιστεύει θα τα ανακαλύψουμε μέσω της Ζαν Βόλφερμαν, της Γαλλίδας οικονόμου του στρατάρχη. Μόνο αυτή θα μπορέσει να κάνει τον αυστηρό αρχιοικονόμο να ανοιχτεί. Οι δυο τους θα κλειδώσουν σαν αδελφές ψυχές, τόσο ίδιοι αλλά και τόσο διαφορετικοί. Αυτή θα ξεσκεπάσει τα μυστικά του, την απόφαση ζωής που πήρε στο παρελθόν θυσιάζοντας ένα λαμπρό μέλλον για να υπερασπιστεί τα πιστεύω του: το μυστικό ημερολόγιο που κρατά μια καταγραφή-κραυγή εναντίον της βαρβαρότητας. Οι δυο τους θα συναντηθούν ένα κρύο, χειμωνιάτικο βράδυ στη βιβλιοθήκη, δίπλα σε ένα πιάνο υπό τον ήχο λίντερ του Σούμπερτ σε μια σκηνή απίστευτης ομορφιάς. Εκεί, ο εραστής της τυπικότητας των μικρών, ασήμαντων λεπτομερειών που πρέπει να διορθωθούν…

«Τα πιρούνια».

«Μα όλα είναι σωστά τοποθετημένα, με τα δόντια να κοιτάζουν προς το τραπέζι. Δεν καταλαβαίνω, κύριε Στάιν, έτσι δεν κάνουμε στα μεγάλα σπίτια;»

«Έτσι. Αλλά δεν είμαστε μεγάλο σπίτι. Είμαστε πριγκιπικό σπίτι. Τα δόντια πρέπει να κοιτούν προς το ταβάνι, διότι τα παλιά χρόνια το οικόσημο της οικογένειας ήταν χαραγμένο στην πίσω πλευρά των πιρουνιών. Δεν έχετε παρά να το εξακριβώσετε…»

…γίνεται αυτό που πραγματικά είναι. Ένας μεγάλος καλλιτέχνης. Ένας ακέραιος, ευαίσθητος άνθρωπος που υποφέρει από την ηθική κατάρρευση των καιρών του. Ο μεγαλύτερος φόβος του είναι μήπως δεν σταθεί αντάξιος των περιστάσεων, μήπως προδώσει τα ιδανικά του.

Ο Assouline μετά από τη βαθιά και εξαντλητική έρευνά του, όπως παρατίθεται στις ευχαριστίες που συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση, με τη λεπτή, αβρή γραφή του ανατέμνει τους χαρακτήρες του μέχρι τα βάθη της ψυχής τους. Οι ήρωές του έχουν μια αποκαλυπτική ένταση που συναρπάζει τον αναγνώστη. Στήνοντας μια εξαιρετική στην απλότητά της πλοκή, δίνει σημασία στις μικρές λεπτομέρειες: από ένα άγγιγμα στο μπράτσο του Στάιν από την πριγκίπισσα Λουΐζα φον Τουρ νουν Τάξις, μέχρι τα βαμμένα με μαύρο μαρκαδόρο για να μη δείχνουν την φθορά τους τακούνια των γυναικών προσφύγων, που δίνουν ζωντάνια στο έργο. Αυτές οι λεπτομέρειες είναι που εκπέμπουν μια δυναμική κάνοντας το βιβλίο ξεχωριστό. Υπάρχουν σκηνές εμβόλιμες χωρίς προφανή ουσιαστική σημασία, όπως η σκηνή της κυρίας Λαβάλ να στέκεται το ηλιοβασίλεμα στην άκρη του εξώστη και να καλεί τα σκυλιά της που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει στην Ωβέρνη, που όμως μένουν χαραγμένες στη μνήμη. Στρατηγικά τοποθετημένες οι εκπλήξεις και οι ανατροπές, κρατούν σε εγρήγορση τον γοητευμένο αναγνώστη.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, σε εξαιρετική μετάφραση από τη Μαρίζα Ντεκάστρο — ενώ πολύ βοηθητικά είναι και τα επεξηγηματικά σχόλια στο τέλος του βιβλίου.