Για τον Βαγγέλη
Για τη φιλία έχουν γράψει πολλοί διανοητές από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Όλοι έχουν προσπαθήσει να ορίσουν τη φύση της και τη διαφορά της με τα άλλα φαινόμενα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, π.χ. την ερωτική σχέση, τη σχέση αφοσίωσης ή τη σχέση αγάπης ανάμεσα σε γονείς και παιδιά ή μεταξύ αδελφιών. Και, από όσο ξέρω, όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί με αυτό το θέμα καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι όροι για την πραγματοποίηση της αληθινής φιλίας είναι τόσο αυστηροί, ώστε στον πραγματικό μας κόσμο η αληθινή φιλία να μοιάζει όνειρο άπιαστο. Γι’ αυτό και ο Ντεριντά αρχίζει το δοκίμιό του «Πολιτική της φιλίας» με τη διαπίστωση: Φίλοι μου, φίλος δεν υπάρχει!
Δεν θέλω να προσθέσω εδώ ακόμα έναν μάταιο ορισμό της φιλίας. Όμως θα ήθελα να την περιγράψω με τη βοήθεια μιας αναλογίας.
Η φιλία, λοιπόν, μπορεί κατά τη γνώμη μου να συγκριθεί με έναν πίνακα ζωγραφικής που δημιουργούν από κοινού δύο άνθρωποι. Είναι πάντα δυο άνθρωποι απαραίτητοι, και μόνο δύο, για να γίνει ένας πίνακας μιας φιλίας — ή για να αποτυπωθεί μια φιλία σε έναν πίνακα, πάρτε το όπως θέλετε. Αυτή η αποκλειστική δυάδα ανταποκρίνεται στο γνωστό φαινόμενο ότι ένας άνθρωπος Α μπορεί να είναι φίλος με έναν άνθρωπο Β και έναν Γ, χωρίς να είναι αναγκαστικά φίλοι ο Β και ο Γ. Μπορεί μάλιστα να είναι και εχθροί. Και η δύναμη της φιλίας τού Α με τον Β και τον Γ εκφράζεται ως αντοχή τής κάθε φιλίας στη μη φιλία των Β και Γ.
Η φιλία ως κοινό έργο και δημιούργημα δύο ανθρώπων ακολουθεί κατά τη σύσταση και την εμπέδωσή της και μια μεθοδική τάξη, ανάλογη με την τάξη που ακολουθείται κατά τη δημιουργία ενός πίνακα ζωγραφικής: πρώτα κατασκευάζεται το τελάρο, μετά στηρίζεται επάνω του ο καμβάς, μετά στοκάρεται και ασταρώνεται, μετά σκιτσάρονται τα θέματα του πίνακα και στο τέλος πέφτουν οι πρώτες πινελιές. Αυτή είναι και η διαδρομή που ακολουθεί μια φιλία: η στερέωση μιας πρώτης τυχαίας συνάντησης όπου οι δύο μελλοντικοί φίλοι νιώθουν μια πρώτη συμπάθεια, η αμοιβαία καλύτερη γνωριμία, η ανταλλαγή απόψεων, η οριοθέτηση των ομοιοτήτων και των διαφορών που θα χαρακτηρίσουν τη φιλία τους και στο τέλος η εμβάθυνση και το βίωμά της.
Κάθε πίνακας φιλίας είναι διαφορετικός. Μερικοί γίνονται όλο και πιο πολύπλοκοι και αποκτούν ένα ιδιαίτερο βάθος, άλλοι παραμένουν πιο απλοί, άλλοι είναι άγαρμπα κατασκευασμένοι και ζωγραφισμένοι, άλλοι πάλι σκίζονται και καταστρέφονται. Και όλοι μα όλοι σταματούν να αναπτύσσονται όταν ο ένας από τους δύο φίλους εγκαταλείπει οριστικά τον κόσμο των αισθήσεων, των λόγων και των πράξεων. Τότε ο πίνακας της φιλίας τους αποκτά μια δικιά του ανεξάρτητη υπόσταση, ως ανάμνηση αυτού που μένει πίσω, ή και ως μια αντικειμενική πραγματικότητα, ως γεγονός: η φιλία των Α και Β.
Με τον Βαγγέλη Καργούδη είχαμε ήδη κατασκευάσει το τελάρο της φιλίας μας. Είχαμε τεντώσει επάνω του τον καμβά, τον είχαμε στοκάρει και ασταρώσει, είχαμε κάνει τα πρώτα σκίτσα και είχαμε βάλει και τις πρώτες χρωματιστές πινελιές. Ο Βαγγέλης έφυγε ξαφνικά από τον κόσμο. Ο πίνακάς μας έμεινε πίσω σαν ανάμνηση και υπόσταση, μια λευκή επιφάνεια με αχνές γραμμές και με αυτή τη μικρή εικονίτσα που είχαμε προλάβει να τελειώσουμε. Δεν θα σας πω τι είναι, δεν σας αφορά. Θα σας πω όμως ότι οι πρώτες αυτές πινελιές μας έχουν ένα λαμπρό κόκκινο χρώμα, το χρώμα της ζωής.
Καλό ταξίδι Βαγγέλη.