Ημέρες απεργίας
Είναι Παρασκευή πρωί, ημέρα απεργίας των ΜΜΜ. Η κίνηση είναι μεγάλη από νωρίς, η εφαρμογή χτυπά ακατάπαυστα, χέρια υψωμένα κατά μήκος των δρόμων κι εγώ πηγαίνω να παραλάβω τον πρώτο επιβάτη της ημέρας. Είναι γυναίκα, είναι γιατρός, πρέπει να φτάσει στο νοσοκομείο στην ώρα της, οι μικροί της ασθενείς την περιμένουν.
«Πολύ δύσκολα τα πράγματα, Χρυσούλα», λέει. «Οριακά. Και εντάξει, με τα υλικά, με τα φάρμακα, όλο και κάποια λύση βρίσκεται. Αλλά με το προσωπικό; Όποιος φεύγει δεν αντικαθίσταται και όσοι έχουμε μείνει δεν επαρκούμε».
Τα λέει με τρομερή αγωνία στη φωνή, αναστενάζει, αγχώνεται με την κίνηση που βρίσκουμε στον δρόμο μας. Πληρώνει και φεύγει βιαστική, την κοιτώ και σκέφτομαι πόσες μαμάδες θα την κοιτάξουν με αγωνία σήμερα και θα περιμένουν να ακούσουν ένα καλό νέο.
Οι κύριοι που επιβιβάζονται τώρα πηγαίνουν στο λιμάνι για δουλειά. Δουλεύουν σε κρουαζιερόπλοιο, που φεύγει για το Αιγαίο σε λίγες ώρες. Μιλούν μεταξύ τους ζωηρά και δείχνουν ικανοποιημένοι με αυτό που κάνουν. Μου διηγούνται ιστορίες από ταξίδια τους, μιλούν για μέρη που έχουν πάει και τους άρεσαν, εγώ ζηλεύω του θανατά — και ταξίδι και με πλοίο, όλα τα καλά δηλαδή. Φτάνουμε στην αποβάθρα όπου δένουν τα κρουαζιερόπλοια, φεύγουν, κι εγώ μένω να τα κοιτώ για λίγο αναλογιζόμενη την άφιξή τους σε όμορφους τόπους.
Κλήση από την άλλη πλευρά του λιμανιού, από εκεί όπου φτάνουν τα πλοία από την Κρήτη. Η αποβάθρα δεν έχει καθόλου κόσμο, τα πλοία έχουν φτάσει εδώ και ώρες, αλλά μια ταλαιπωρημένη μαμά με τη μικρή της κόρη με περιμένουν σε μια σκιά:
«Τρεις ώρες! Το διανοείστε; Τρεις ώρες είμαστε εδώ και προσπαθώ να βρω ταξί!»
Πιο κάτω με σταματά ένας λιμενικός και με παρακαλά να πάρω μαζί μου και μια ηλικιωμένη κυρία που έχει ξεμείνει κι αυτή. Πηγαίνω στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, του υπόσχομαι όμως ότι θα γυρίσω να την πάρω. Με ευχαριστεί, θα βρει άλλη λύση.
Λίγη ώρα μετά αφήνω τη μαμά, την κόρη και το μικροκαμωμένο σκυλάκι τους στην πόρτα του σπιτιού τους και, πριν προλάβω να πάρω ανάσα, νά σου πάλι ο ήχος της εφαρμογής.
Η κοπέλα που με περιμένει προσπαθεί να ισορροπήσει στα τακούνια της και παράλληλα να κατέβει και λίγα μέτρα κατηφόρας για να μπει στο αυτοκίνητο. Πάνω που σκέφτομαι ότι δεν έχει σημασία για πού ξεκίνησε, μάλλον στα Επείγοντα θα την πάω, κάθεται στο πίσω κάθισμα και με ρωτά με φωνή καρτούν:
«Ξέρετε τι είναι σήμερα και δεν βρίσκω ταξί; Τι γίνεται; Ήσασταν η μόνη διαθέσιμη στην περιοχή».
Της εξηγώ ότι έχουν όλα τα ΜΜΜ απεργία και μοιραία ο κόσμος μετακινείται με δικά του μέσα ή με ταξί, οπότε είναι δύσκολο να βρει διαθέσιμο οδηγό — και ότι κι εγώ τυχαία βρέθηκα στην περιοχή φέρνοντας άλλους.
«Θα είμαστε σε μισή ωρίτσα Ιουλιανού και 3ης Σεπτεμβρίου;»
Την κοιτώ από τον καθρέφτη με ύφος «μικρό κι αθώο μου κορίτσι» και τη διαβεβαιώνω ότι αποκλείεται να συμβεί κάτι τέτοιο, στους δρόμους επικρατεί χάος.
Πλησιάζοντας στο κέντρο, τα πράγματα γίνονται πράγματι όλο και πιο δύσκολα. Έχει αρχίσει να κάνει και ζέστη, κορναρίσματα, φανάρια που δεν λειτουργούν, πόλεμος.
«Απέχουμε λιγότερο από χίλια μέτρα από τον προορισμό σας, για τα οποία μπορεί να χρειαστούμε κανένα τεταρτάκι έτσι όπως τα βλέπω τα πράγματα. Αν έχετε να προλάβετε κάποιο ραντεβού, μήπως να περπατούσατε ώς εκεί»;
«Το σκέφτηκα κι εγώ, αλλά δεν μπορώ με αυτά τα τακούνια».
Κι επειδή το τακούνι πληρώνεται, η κοπέλα συνέχισε να κάθεται στο πίσω κάθισμα και το ταξίμετρο να γράφει για τα επόμενα 20 λεπτά που χρειαστήκαμε για να διανύσουμε τα χίλια μέτρα…
Το ένα από τα δύο αεροδρόμια της ημέρας είναι η επόμενη διαδρομή. Η επιβάτιδα είναι νέα, αισιόδοξη, φιλόδοξη. Σπουδάζει ψυχολογία στο πανεπιστήμιο της Κρήτης. Έχει εκνευριστεί που πρέπει υποχρεωτικά να πληρώσει ταξί μέχρι το αεροδρόμιο, αλλά χαίρεται που κάνουμε μαζί τη διαδρομή. Μου μιλά για τα σχέδιά της, συζητούμε για την αξία της ψυχοθεραπείας, ανταλλάσσουμε τηλέφωνα. Στις αναχωρήσεις στο αεροδρόμιο είναι σαν να έχεις στρώσει ένα κίτρινο χαλί: ταξί παντού.
Επιστροφή στην πόλη, διαδρομές μεγάλες και μικρές, μία κυρία κάθεται στο πίσω κάθισμα για μια διαδρομή που υπό κανονικές συνθήκες θα χρειαζόμασταν το ένα τρίτο του χρόνου που τελικά χρειαστήκαμε για να την καλύψουμε.
«Έτσι θα πάει η κίνηση μέχρι την Κυψέλη»;
«Ναι. Σήμερα να παρακαλάτε να μη βρείτε κίνηση από το σαλόνι μέχρι την κουζίνα σας».
Η κυρία γελά και αδειάζει την τσάντα της για να βάλει μία τάξη:
«Να περάσει και η ώρα», μου λέει χαμογελώντας.
Για να περάσει η δική μου ώρα, χαζεύω ταμπέλες καταστημάτων, επινοώ αναγραμματισμούς και λογοπαίγνια με τα ονόματα των ιδιοκτητών, προσπαθώ να αποστηθίσω τηλέφωνα. Μετά από πολλή ώρα, και έχοντας σχεδόν ξεχάσει από πού ξεκινήσαμε και πού πρέπει να φτάσουμε, αφήνω την ταλαίπωρη κυρία στο σπίτι της.
Κοιτώ την ώρα, σουρουπώνει, έχω κι ένα βραδινό δρομολόγιο για το αεροδρόμιο, μήπως να πάω σπίτι μου σιγά-σιγά; Αλλά όχι, όσο είμαι ακίνητη στο φανάρι (ναι, το φανάρι φταίει που είσαι ακίνητη), ένας κύριος ανοίγει την πόρτα, κάθεται και μου ανακοινώνει τον προορισμό του. Λίγα χιλιόμετρα αργότερα:
«Καλά, εσύ βάζεις κάτω στην οδήγηση πολλούς άντρες επαγγελματίες οδηγούς, το πας πολύ ωραία».
Σκέφτομαι ότι κάποιες φορές μπορώ και να βρίσω σαν άντρας επαγγελματίας οδηγός όταν ακούω τέτοιες βλακείες, αλλά δεν θα το κάνω. Διαδρομή είναι, θα περάσει.
«Δεκαπέντε χρόνια οδηγούσα ταξί. Δέκα εδώ και πέντε στη Νέα Υόρκη. Πολύ χρήμα τότε. Τρεις-τρεις τούς φορτώναμε και απόδειξη δεν ξέραμε τι πάει να πει».
«Ενώ τώρα, πρώτα λένε απόδειξη και μετά Παναγία μου…»
«Ε καλά, δεν βαριέσαι. Δύσκολη δουλειά, έχεις τον καθένα να σου λέει τα δικά του…»
Καλή ώρα…
Ο κύριος συνεχίζει να λέει κι άλλα νόστιμα, εγώ δεν έχω άλλη υπομονή, τον αδειάζω στον προορισμό του και πάω να ξεκουραστώ για να ξαναφύγω.
Πάντα ξαναφεύγεις, τελικά.