Υπόκρουση
ΚΑΡΤΑ ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ.—Σε μια μπιραρία στις Βρυξέλλες είχα νυχτωθεί διαβάζοντας το χειρόγραφο του τελευταίου μυθιστορήματος της Στέλλας Βογιατζόγλου, σε κάποιο καφέ της ίδιας πόλης διόρθωσα, ένα απόγευμα, τα δοκίμια του «Πειρασμού της Γραφής», σε ένα εστιατόριο της Κοπεγχάγης γέμισα μισό σημειωματάριο με τις αναθεωρήσεις που χρειάζονταν το υλικό για κάποιο εργαστήριο της επομένης, σε ένα τιποτένιο ταβερνείο της Λισσαβόνας κουβέντιασα για μεταφράσεις και πνευματικά δικαιώματα με τον Λ. και τον Μ., στην αίθουσα πρωινού ενός ξενοδοχείου στο Ελσίνκι ο Χ. επιχειρηματολογούσε γιατί η Θεσσαλονίκη έπρεπε να έχει γίνει Μπιλμπάο χάρη στη Συλλογή Κωστάκη, στον κήπο ενός ξενοδοχείου στην Ντιζόν η Χ. μού μετέφραζε ανάμεσα σε γέλια ένα ξεκαρδιστικό απόσπασμα από κάποιο γαλλικό πέιπερμπακ, και υπόκρουση σε όλα αυτά τα στιγμιότυπα, τα οποία απομονώθηκαν από τα πάγια σκηνικά των ταξιδιωτών, τους χώρους εστίασης που γεμίζουν τις εκτός εργασίας ώρες της ημέρας τους στον εκάστοτε ουδέτερο τόπο τους, ήταν μονάχα ο φυσικός ήχος κάθε τέτοιου περιβάλλοντος: ποτήρια που κουδουνίζουν μέσα στα τελάρα των πλυντηρίων, μαχαιροπίρουνα που τοποθετούνται σωρηδόν σε συρτάρια, το υπόκωφο , στιγμιαίο βουητό του αέρα που εισβάλλει σε ένα ψυγείο που άνοιξε, η αντλία από τη μηχανή του καφέ, τα φλιτζανάκια που άλλος αδέξια, άλλος με άνεση ταιριάζει στο πιατάκι, αναζητώντας με το βλέμμα πού είναι η ζάχαρη, και φυσικά ομιλίες, σε τόνους διάφορους, οικείους ή ενοχλητικούς, κουβέντες αποφασιστικές, αμήχανες, τυπικές, ενθουσιώδεις. Δεν μπορώ να ανακαλέσω στιγμιότυπο ανάλογο από την Ελλάδα, όπου έχει επιβληθεί η τυραννία της μουσικής, που με έναν ολωσδιόλου ακατανόητο τρόπο αποφασίστηκε ότι πρέπει κάθε ώρα της ημέρας να κυριαρχεί σε αυτού του είδους τους χώρους (σε όλους! είναι πια απίστευτο: μπαίνεις για να αγοράσεις παγωτό και ουρλιάζεις την παραγγελία, επειδή ακούγονται στη διαπασών τραγούδια!), σαν να προκαλεί ντροπή η υπόκρουση των φυσικών τους ήχων και σαν να πρέπει απαραιτήτως να εκφέρονται οι λέξεις με ένταση αφύσικη ή καθόλου.