Οι κλασικοί και πώς να τους ξεχωρίζουμε
Αφού, απ’ ό,τι φαίνεται, ο μόνος τρόπος που υπάρχει για να διαβάζουμε μόνο καλά βιβλία είναι, σύμφωνα με τον Σοπενχάουερ τουλάχιστον, να μη διαβάζουμε καθόλου κακά βιβλία, η πλέον αποτελεσματική και εύκολα εφαρμόσιμη μέθοδος προς αυτή την κατεύθυνση είναι να διαβάζουμε τους κλασικούς. Αφού κανείς δηλωμένος βιβλιόφιλος δεν μπόρεσε ποτέ να αποφύγει τον φίλο ή τον άγνωστο που θα του ζητήσει να του προτείνει ένα καλό βιβλίο για να διαβάσει, ας προτείνουμε πάντα τους κλασικούς. Αφού κανείς έφηβος δεν θα βρει ποτέ μόνος του τις απαντήσεις που ζητάει, παρά μόνο ίσως όταν θα είναι πια πολύ αργά, ας του δώσουμε να διαβάσει τους κλασικούς. Αφού, ως γνωστόν, όποια κι αν είναι η ερώτηση, η απάντηση είναι πάντα ο άνθρωπος, ας διαβάσουμε τους κλασικούς.
Τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, τον Θουκυδίδη, τον Σοφοκλή, τον Πλούταρχο. Τον Βιργίλιο, τον Οράτιο, τον Κικέρωνα. Τον Δάντη, τον Πετράρχη, τον Βοκάκιο, τον Μακιαβέλι. Τον Σαίξπηρ, τον Θερβάντες. Τον Μονταίνι, τον Μολιέρο, τον Ρακίνα. Τον Γκαίτε, τον Χέλντερλιν, τον Ρίλκε, τον Μπαλζάκ, τον Σταντάλ, τον Φλομπέρ. Τον Γκι ντε Μοπασάν, την Τζέιν Όστιν, τον Ντίκενς. Τον Όσκαρ Ουάιλντ, τον Στίβενσον, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, τον Τσέχοφ. Τον Μέλβιλ, τον Πόε, τον Χένρι Τζέιμς. Τον Προυστ, τον Τζόις, τον Γέιτς, τη Βιρτζίνια Γουλφ. Τον Μπέκετ, τον Κάφκα, την Αχμάτοβα, τον Τόμας Μαν, τον Μπέρνχαρντ. Τον Μπόρχες, τον Κορτάσαρ, τον Οκτάβιο Πας, τον Πάουντ, τον Έλιοτ. Τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη, τον Καβάφη, τον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη, τον Βιζυηνό, τον Σεφέρη, τον Ελύτη. Κι εκατοντάδες ακόμα συγγραφείς που δεν φτάνουν δυο ζωές για να τους διαβάσει κανείς όλους — πόσο μάλλον για να τους διαβάζει κανείς ξανά και ξανά, όπως οφείλουμε δηλαδή να διαβάζουμε τους κλασικούς.
Ήδη από αυτή την πρόχειρη και βιαστική καταγραφή ορισμένων μόνο συγγραφέων (η οποία έγινε κυρίως ξεφυλλίζοντας τον «Δυτικό κανόνα» του Χάρολντ Μπλουμ και επιλέγοντας μέσα από εκεί ονόματα ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής) ξεκινούν και τα πρώτα προβλήματα και αναφαίνονται οι πρώτες πιθανές αντιρρήσεις, που τελικά όμως μπορούν να συνοψιστούν σε ένα μόνο ερώτημα: Ποιοι συγγραφείς δικαιούνται τον χαρακτηρισμό κλασικοί; Ποια χαρακτηριστικά πρέπει να διαθέτει ένας συγγραφέας για να αξιωθεί αυτόν τον τίτλο; Γιατί δεν περιλαμβάνονται στην πρόχειρη έστω αυτή λίστα ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Ντον ΝτεΛίλλο ή ο Θανάσης Βαλτινός και ο Φίλιπ Ροθ, ο Ουμπέρτο Έκο και ο Μισέλ Ουελμπέκ;
Ο πιο παλιός και ο πιο ανθεκτικός, πιθανότατα, ορισμός του κλασικού οφείλεται στον Οράτιο, έναν από τους συγγραφείς που ήδη ονομάσαμε, ο οποίος υποστήριζε πως όποιο έργο κυκλοφορεί ακόμη εκατό χρόνια αφότου γράφτηκε θα πρέπει να θεωρείται κλασικό. Είναι δηλαδή, σύμφωνα με τον Ρωμαίο ποιητή, κλασικοί οι συγγραφείς που τα έργα τους έχουν περάσει τη δοκιμασία του χρόνου, τη δοκιμασία των ερασιτεχνών και επαγγελματιών αναγνωστών για να είμαστε πιο ακριβείς, και συνεχίζουν να βρίσκουν νέους. Ωστόσο, αν και το κριτήριο του χρόνου, όπως το προτείνει ο Οράτιος, είναι το πιο δύσκολο να καταρριφθεί, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί η μοναδική ιδιότητα ενός κλασικού έργου. Τα ποιήματα του Στέφανου Σαχλίκη, για παράδειγμα, ο οποίος έζησε και δημιούργησε στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα στην Κρήτη, και το έργο του οποίου συνεχίζει να εκδίδεται και να μελετάται τόσους αιώνες μετά, δεν θεωρείται σε καμία περίπτωση κλασικό — αν και ο ίδιος δεν φαίνεται να χάνει τις ελπίδες του:
Σαχλίκη, εσέν η Μοίρα σου τα σου έχει καμωμένα
πολλά κακά ’ν’’ και απλήρωτα και αριφνημόν δεν έχουν·
και τούτο έναι φανερόν, οι πάντες το κατέχουν.
Αμέ καρτέρει, βάσταζε, παρηγορού και θάρρει
και γίνου προς το δίκαιον σου υπομονής λιθάριν,
κι εκείνη όσα σε ήρπασεν δύναται να σου στρέψη
τόσα και πλιότερα καλά και να σε θεραπεύση·
δύναται η Τύχη τον τροχόν πάλιν να τον γυρίση
κι εις τα κακά τα σ’ έκαμε να σε παρηγορήση.
Η Τύχη δεν αρκεί ωστόσο, κι ας λέει ο Σαχλίκης. Ένας άλλος από τους κλασικούς ποιητές που ονομάσαμε προηγουμένως, ο Τ. Σ. Έλιοτ, έχει καταγράψει τις κύριες, κατ’ αυτόν, ιδιότητες του κλασικού. Πρώτη-πρώτη βέβαια αναφέρει και αυτός την αντοχή στον χρόνο: «Μόνο εκ των υστέρων, σε ιστορική προοπτική», σημειώνει, «ένα έργο μπορεί να χαρακτηριστεί κλασικό». Θα προσθέσει όμως και την ωριμότητα της σκέψης, στα χαρακτηριστικά του κλασικού, την ιστορική συνείδηση, την ωριμότητα των τρόπων και της γλώσσας, που περιλαμβάνει και την τελειοποίηση του κοινού ύφους της γλώσσας στην οποία γράφεται το εν λόγω έργο. Και επίσης το εύρος, την καθολικότητα, την πληρότητα, την ικανότητα δηλαδή να εκφράζει το μέγιστο δυνατό του όλου φάσματος των ανθρωπίνων συναισθημάτων.
«Κλασικό», θα συμφωνήσει και ο Τζ. Μ. Κούτσι, «είναι αυτό που δεν έχει χρονικούς περιορισμούς, αυτό που διατηρεί νοήματα και για τις επόμενες γενιές, αυτό που “ζει”». Και ο Ζμπίγκνιεβ Χέρμπερτ θα εξηγήσει πως, «Ό,τι επιβιώνει του χειρότερου βαρβαρισμού, και επιβιώνει επειδή οι γενιές των ανθρώπων δεν αντέχουν να το αποχωριστούν, οπότε δεν το εγκαταλείπουν με κανέναν τρόπο — αυτό είναι το κλασικό». Είναι το βιβλίο, θα προσθέσει ο Μπόρχες, «που ένα έθνος ή μια ομάδα εθνών ή ο πολύς χρόνος έχουν αποφασίσει να διαβάζεται σαν να ’ταν όλα στις σελίδες του προσχεδιασμένα, μοιραία, βαθιά σαν το σύμπαν, και σαν να επιδέχονταν όλα ατέλειωτες ερμηνείες». «Αποκαλείται κλασικό ένα βιβλίο που παρουσιάζεται ως ισοδύναμο του σύμπαντος, όπως τα αρχαία φυλακτά», θα πει το ίδιο πράγμα με τον δικό του τρόπο ο Ίταλο Καλβίνο.
Τι σημαίνει αυτό με άλλα λόγια; Πως η συζήτηση δεν μπορεί παρά να κλείσει με μια ταυτολογία: Κλασικό πρέπει να ονομάζουμε το βιβλίο εκείνο που ήδη θεωρείται κλασικό, και κανένα άλλο. Αν ένα βιβλίο δεν το αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι αναγνώστες για δεκαετίες και εκ των προτέρων, είτε το έχουν διαβάσει δηλαδή είτε όχι, με ενθουσιασμό και προθυμία, με προσήλωση και αφοσίωση, τότε δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί κλασικό. Νά γιατί δεν είναι κλασικά βιβλίά το «Ουράνιο τόξο της βαρύτητας», ο «Υπόγειος κόσμος», οι «Διορθώσεις», το «Αμερικανικό ειδύλλιο», η «Τριλογία της Νέας Υόρκης» και ο «Ματωμένος μεσημβρινός», για να περιοριστούμε σε ορισμένους Αμερικανούς μόνο συγγραφείς που κατά καιρούς χαρακτηρίζονται στον Τύπο και σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις μεταξύ αναγνωστών ως κλασικοί. Μπορεί το έργο τους να φωτίζει λίγο ή πολύ το μυστήριο της ζωής, να αποκαλύπτει άγνωστες πλευρές της πραγματικότητας, να αυξάνει την εκ μέρους μας κατανόηση των ανθρωπίνων πραγμάτων, αλλά αυτοί οι συγγραφείς δεν είναι κλασικοί, γιατί όλοι ή σχεδόν όλοι οι αναγνώστες δεν συμφωνούν σήμερα σε αυτό.
Αφού το είπαμε: κλασικοί είναι μόνο οι κλασικοί συγγραφείς — αν στο πέρασμα των δεκαετιών διατυπώνονται ισχυρές και βάσιμες αμφιβολίες για την αξία κάποιου έργου, τότε αυτό δεν είναι κλασικό. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Και διαβάζουμε τους κλασικούς συγγραφείς γιατί, όπως προτείνει ο Καλβίνο, «το να διαβάζουμε τους κλασικούς είναι καλύτερο από το να μην τους διαβάζουμε».