Χειμαζόμενες οικονομίες

P
Αθανάσιος Τσιούρας

Χειμαζόμενες οικονομίες

 

Τη δεκαετία του 1990, το Ταμείο είχε ήδη μπει σε νέα φάση λειτουργίας. Με εμπειρία στη διαχείριση σημαντικών κρίσεων, με αναγνωρισμένη πλέον τεχνογνωσία, είχε ξεφύγει από τον ρόλο του απλού τοποτηρητή του συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών. Μετά την κρίση του Μεξικού και της Λατινικής Αμερικής, μπήκε στη διαδικασία να δανείζει μεγάλα ποσά ή να διαχειρίζεται μεγάλα δάνεια, στα οποία συμμετείχαν και άλλοι φορείς. Ουσιαστικά, δηλαδή, από τον ρόλο του τοποτηρητή του διεθνούς συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών, τον οποίο είχε στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, μετέβη σε έναν πολύ πιο ενεργό ρόλο, όπου τόσο τα χρηματικά ποσά που δάνειζε όσο και οι όροι δανεισμού που έθετε συνδέθηκαν με τη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη δοκιμαζόμενων οικονομιών. Ο ρόλος αυτός παγιώθηκε με την επέμβαση του Ταμείου στην κρίση των οικονομιών της Νοτιοανατολικής Ασίας τα έτη 1987-98 και με κάποιες άλλες επιτυχίες, όπως στην Τουρκία και την Ρωσία, που οδήγησαν χώρες από τα πρόθυρα της χρεοκοπίας σε υψηλότατους ρυθμούς ανάπτυξης.

 

Το Ταμείο στην κρίση των «Ασιατικών Τίγρεων»

Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 η παγκοσμιοποίηση είχε μπει για τα καλά και έφερε, το 1997, την πρώτη μεγάλη της κρίση — ήταν η κρίση των «Ασιατικών Τίγρεων», η οποία ξεκίνησε από την Ταϊλάνδη και σύντομα επεκτάθηκε στη Μαλαισία και την Ινδονησία, ενώ δεν άφησε ανεπηρέαστες ούτε τη Σιγκαπούρη, ούτε τη Νότιο Κορέα και τις άλλες χώρες της περιοχής (Λάος, Χονγκ Κονγκ —που κατά το διάστημα αυτό προσαρτήθηκε στην Κίνα—, Φιλιππίνες, Μπρουνέι, Βιετνάμ). Ξεκίνησε από την Ταϊλάνδη, η οποία είχε ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών και ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο (δηλαδή πολύ περισσότερες εισαγωγές από εξαγωγές ), με αποτέλεσμα τα συναλλαγματικά της αποθέματα να μειώνονται διαρκώς. Η Ταϊλάνδη, που μέχρι τότε είχε συνδέσει την ισοτιμία του εθνικού της νομίσματος (του μπαχτ) με το δολάριο, υποχρεώθηκε να την αποσυνδέσει και να υποτιμήσει το μπαχτ. Αποτέλεσμα αυτής της υποτίμησης ήταν η εκρηκτική αύξηση του δημοσίου χρέους της, το οποίο υπολογιζόταν σε δολάρια, σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της. Έτσι, η Ταϊλάνδη ξαφνικά βρέθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.

Το γεγονός αυτό επηρέασε την εμπιστοσύνη των αγορών και στις γειτονικές οικονομίες, τις οποίες θα μπορούσε να συμπαρασύρει μια πτώχευση της Ταϊλάνδης, ιδίως αυτές που τα βασικά οικονομικά τους μεγέθη ήταν ήδη προβληματικά. Ινδονησία, Φιλιππίνες και άλλες οικονομίες αρκετά ξαφνικά βρέθηκαν στο χείλος της καταστροφής (ειδικά η υποτίμηση της ρουπίας, του νομίσματος της Ινδονησίας, ήταν ταχύτατη). Ακόμη και πανίσχυρες βιομηχανικές χώρες, όπως η Ταϊβάν και η Νότιος Κορέα, άρχισαν να ανησυχούν. Η κατάρρευση της Νοτιοανατολικής Ασίας, μιας περιοχής της οποίας τα φθηνά αλλά ποιοτικά βιομηχανικά προϊόντα κατέκλυζαν τις δυτικές αγορές (στις υπερδυνάμεις της περιοχής δεν είχε προστεθεί ακόμη η Κίνα), θα κλόνιζε το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Για τον λόγο αυτό, οι μεγάλες διεθνείς οικονομικές δυνάμεις έσπευσαν να αναζητήσουν μία λύση, με σκοπό τη διάσωση των οικονομιών της περιοχής. Η λύση αυτή ήταν η παροχή μιας μεγάλης δανειακής διευκόλυνσης, ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων, υπό την εποπτεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Το Ταμείο επέβαλε μια σειρά μέτρα, ένα πακέτο που αποτέλεσε όρο για τη δανειοδότηση των δοκιμαζόμενων οικονομιών. Βασικές διαρθρωτικές αλλαγές ήταν ο περιορισμός των κρατικών δαπανών, με σκοπό τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, το κλείσιμο προβληματικών τραπεζών και η αύξηση των επιτοκίων — η τελευταία κίνηση είχε ως σκοπό να συγκρατήσει τα συναλλαγματικά αποθέματα στις πληττόμενες χώρες. Το 1997, οι οικονομίες των Τίγρεων (που είχαν μέχρι τότε πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης) παρέμειναν στάσιμες. Όμως το 1998 ήταν σαφώς ένα έτος ανάπτυξης για τις χώρες αυτές και από το 1999 η κρίση ήταν πια παρελθόν. Η ανάπτυξη που ακολούθησε κατέστησε πολύ πιο διαχειρίσιμο το χρέος των χωρών που είχαν πρόβλημα. Το 2000 θυμόμασταν τη δεκαετία που είχε προηγηθεί ως μία δεκαετία ευημερίας και παγκόσμιας ανάπτυξης: το επεισόδιο των ετών 1996-98 στη Νοτιοανατολική Ασία το είχαμε σχεδόν ξεχάσει.

 

Το Ταμείο στη Ρωσία

Σήμερα μιλάμε πια για την «αναπτυξιακή τράπεζα» των χωρών BRICS (πρόκειται για τα πρώτα γράμματα των ονομάτων, στην αγγλική γλώσσα, της Βραζιλίας, της Ρωσίας, της Ινδίας, της Κίνας και της Νοτίου Αφρικής). Οι χώρες αυτές γνώρισαν τρομερούς ρυθμούς ανάπτυξης κυρίως στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Ποιος θυμάται, όμως, ότι, με το τέλος της δεύτερης χιλιετίας, η Βραζιλία και η Ρωσία είχαν δυσθεώρητα δημόσια χρέη, η αποπληρωμή των οποίων ήταν τουλάχιστον αμφίβολη;

Τον Αύγουστο του 1998, η Ρωσία κήρυξε προσωρινή στάση πληρωμών. Εκείνο το έτος γνώρισε ύφεση 5,3% και το επόμενο έτος πληθωρισμό 85,7%. Το 1999 συνήψε δάνειο ύψους 4,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων με το Ταμείο και ξεκίνησε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Ένα (τελευταίο) κύμα αποκρατικοποιήσεων, αλλά και θεσμοί εταιρικής διακυβέρνησης με διασφάλιση δικαιωμάτων των μετόχων και των επενδυτών βελτίωσαν σημαντικά το επενδυτικό κλίμα. Παράλληλα, βελτιώθηκε το πτωχευτικό δίκαιο. Η φορολογία μειώθηκε και έγινε πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις, ενώ αναδιαρθρώθηκαν και οι τράπεζες, ώστε να στηθεί ένα σταθερό και αξιόπιστο τραπεζικό σύστημα. Το αποτέλεσμα (που βοηθήθηκε και από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου διεθνώς) ήταν ρυθμοί ανάπτυξης της τάξεως του 6,4% το 1999, του 10% το 2000 και του 5,3% το 2001. Στο μεταξύ, ο πληθωρισμός έπεσε στο 21,5% το 2001. Τελικά, στα μέσα της δεκαετίας του 2000 η Ρωσία είχε εξοφλήσει το εξωτερικό της χρέος.

 

Το Ταμείο στην Τουρκία

Ήδη από το 1996 οι εκπρόσωποι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου προειδοποιούσαν τις τουρκικές κυβερνήσεις ότι οι πολιτικές των δημοσιονομικών ελλειμμάτων δεν ήταν διατηρήσιμες. Μέσα σε λίγους μήνες, το έτος 2000 εξήχθησαν παραπάνω από 70 δισεκατομμύρια δολάρια από τη χώρα, με αποτέλεσμα η Τουρκία να αντιμετωπίζει μεγάλη ύφεση, υψηλή ανεργία και φοβερές πιέσεις στο εθνικό της νόμισμα (οι οποίες οδηγούσαν σε αντίστοιχη αύξηση του εξωτερικού χρέους της χώρας). Η Τουρκία συνήψε ένα δάνειο 11,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων με το Ταμείο τον Νοέμβριο του 2000, αλλά έπρεπε να περιμένει τον Φεβρουάριο του 2001 ο τότε Πρωθυπουργός της Τουρκίας, Bülent Ecevit, για να παραδεχτεί ότι υπήρχε πραγματικό πρόβλημα.

Για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, η τουρκική κυβέρνηση έκανε μαζικές αποκρατικοποιήσεις, ιδιωτικοποιώντας, μεταξύ άλλων, και τις Τουρκικές Αερογραμμές. Τέθηκαν στόχοι για υψηλότατα πρωτογενή πλεονάσματα, πάνω από 6,5% για τα έτη 2003 και έπειτα, ενώ ήδη από το 2001 και το 2002 σημειώθηκαν πρωτογενή πλεονάσματα που υπερέβαιναν το 5%. Κι ενώ θα περίμενε κανείς ότι τα μέτρα αυτά θα έφερναν τεράστια ύφεση (βλ. τους περίφημους «πολλαπλασιαστές»), η τουρκική οικονομία, όχι μόνον δεν παρουσίασε ύφεση, αλλά αντιθέτως γνώρισε ανάπτυξη 6,2% το 2002 και 5,3% το 2003. Βέβαια, τα μέτρα αυτά ελήφθησαν σε ένα αρχικό καθεστώς υπερπληθωρισμού, οπότε η επιστροφή σε ένα νόμισμα που έδινε κάποια σταθερότητα ήταν αφ’ εαυτής σημαντική. Από εκεί και πέρα, ελήφθησαν μέτρα για την ενίσχυση των επενδύσεων και την ελάφρυνση των φορολογικών βαρών, τα οποία έφεραν σημαντική αύξηση των επενδύσεων (από 22,5% επί του ΑΕΠ το 2002 σε 29,5% επί του ΑΕΠ το 2007).

 

Κάπου εδώ τελειώνει η αναφορά στην ιστορία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Στο επόμενο σημείωμα θα δούμε λίγα πράγματα για τη δομή του, τον τρόπο που λαμβάνονται αποφάσεις και τα εργαλεία που χρησιμοποιεί για να ενισχύει τα κράτη που το ζητούν.