Προς τι η πολιτικοποίηση;
Όσοι ασχολούμαστε με την πολιτική μια στάλα παραπάνω από τον μέσο χρήστη τού Facebook —είτε αυτόν που δραστηριοποιήθηκε όψιμα στα κοινά, είτε αυτόν που το κάνει από πάντα—, με μία σειρά από τρόπους, με άρθρα, π.χ., με παρεμβάσεις εδώ κι εκεί, με εκπομπές στα ραδιόφωνα, συντάσσοντας ή υπογράφοντας ψηφίσματα, ή συμμετέχοντας λιγότερο ή περισσότερο σε ποικίλες συνάξεις και εκδηλώσεις, κομματικές και άλλες, ή όπως αλλιώς, δεν το κάνουμε από μεσσιανισμό, ή για να γίνει ο κόσμος καλύτερος, ή για να προωθήσουμε την παγκόσμια ειρήνη, που βέβαια είναι κάτι πολύ χαριτωμένο σαν σκέψη (και φυσικά ανεδαφικό, και ανόητο).
Είναι απολύτως ιδιοτελείς οι λόγοι.
Το κάνουμε για να συμβάλουμε, όσο είναι δυνατόν (και, φευ, είναι πάντα ελάχιστα δυνατόν), στη δημιουργία ενός μάλλον στενού πλαισίου κανονικότητας της καθημερινής μας ζωής, της δικής μας καθημερινής ζωής, χωρίς ανώφελες εντάσεις και αναταράξεις, ενός πλαισίου μέσα στο οποίο —προφανώς— κινούνται οι δικοί μας άνθρωποι, οι οικείοι μας, οι συγγενείς μας και όσοι τυχόν αγαπούμε: ενός πλαισίου κανονικότητας μέσα στο οποίο θα μπορέσουμε εμείς να ακουστούμε καλύτερα —από τον άντρα μας, από τη γυναίκα μας, από τους φίλους μας—, εμείς να απολαύσουμε τα χόμπι και τις λοιπές δραστηριότητές μας με πιο πρόσφορο τρόπο —τα βιβλία μας, τη μουσική, το γήπεδο—, εμείς να πουλήσουμε τα προϊόντα μας και τις υπηρεσίες μας πιο εύκολα, και εμείς να ξαπλώνουμε το βράδυ χωρίς πολλές-πολλές σκοτούρες στο κεφάλι — με τη διαρκή έγνοια των λογαριασμών, ασφαλώς, αυτό έλειπε, και με την επισφαλή υγεία μας να μας κανοναρχεί, αλλά όχι με τον φόβο ενός πολέμου, για παράδειγμα, ή της ραγδαίας εξάπλωσης μιας οικονομικής δυσπραγίας σε όλο τον πληθυσμό. Όχι να ξαπλώνουμε με το μυαλό μας κολλημένο σε ένα πιθανό τέλος των δυνατοτήτων μας.
Γι’ αυτό, για όλα αυτά, τα εντελώς προσωπικά, ασχολούμαστε με την πολιτική μια στάλα παραπάνω από τον μέσο χρήστη τού Facebook, όσοι το κάνουμε.
Αν υπάρχει αυτή η κανονικότητα, ένα σταθερό πλαίσιο εμπορίου, ας πούμε κάπως πρόχειρα, ένα περιβάλλον που ευνοεί την επιχειρηματικότητα και μια (ελεύθερη) αγορά που λειτουργεί εύρυθμα και αποδοτικά για εμπόρους και καταναλωτές, αν υπάρχει εντέλει, με άλλα λόγια, λιγότερη ανεργία, περισσότερα χρήματα που αλλάζουν χέρια, περισσότεροι φόροι που εισπράττονται από το κράτος ώστε να εξασφαλίσει πόρους για τις υποχρεώσεις του, όπως η πληρωμή των επιδομάτων ανεργίας, φέρ’ ειπείν, ή η στελέχωση περισσότερων βρεφονηπιακών σταθμών, ή η αγορά αξονικών τομογράφων, ή η πρόσληψη επαρκούς προσωπικού για τα σχολεία, κ.ο.κ., τότε οι συνθήκες που λαχταράμε (για εμάς) είναι πολύ πιθανόν να έχουν ήδη δημιουργηθεί.
Δεν μπορεί φυσικά να παραγνωρίζει κανείς πως διάφοροι άνθρωποι επιθυμούν πολύ περισσότερα, ή μάλλον πολύ διαφορετικά πράγματα: την αλλαγή τού παγκόσμιου status quo, το τέλος του καπιταλισμού, τη συντριβή του σοσιαλισμού, την απόλυτη εξίσωση όλων των ανθρώπων επί γης, την εξάπλωση του Ισλάμ, την κατίσχυση της όποιας ιδεολογίας τους, την παραδοχή από τις κυβερνήσεις των μεγάλων εθνών ότι έχουν έρθει σε επαφή με τους εξωγήινους ή την αυστηρή απαγόρευση της κρεοφαγίας σε όλο τον πλανήτη — ο καθένας μπορεί να θέλει οτιδήποτε, και μπορεί ασφαλώς να το επιδιώκει με κάθε δυνατό τρόπο και με κάθε πιθανό μέσο (χωρίς να παραβιάζει τη νομοθεσία, υποθέτει εύλογα κανείς, αλλιώς γενικά θα υποστεί αργά ή γρήγορα τις συνέπειες).
Δεν μιλώ για αυτούς. Μιλώ για εμάς, σύμφωνα με την παραπάνω κάπως ασαφή περιγραφή. Θέλουμε να ζούμε κατά το δυνατόν οργανωμένα και επωφελώς. Άλλοι το λένε πολιτικοποίηση αυτό, άλλοι υποχρέωση, άλλοι ευθύνη, άλλοι κάπως παρόμοια.
Όλοι έχουν δίκιο.
Μα σίγουρα ξεκινά από εμάς και έχει πρώτο στόχο εμάς: η απαρχή του είναι ιδιοτελής, και —προς Θεού— δεν το κρύβει.
Δεν υπάρχει δωρεάν φαγητό, ναι. Πρέπει να ασχοληθούμε εμείς για να το φάει όποιος το έχει ανάγκη. Θα ξαπλώνουμε τα βράδια με πιο ελαφρύ κεφάλι έτσι και το καταφέρουμε. Και με πιο ελαφριά καρδιά.
Γι’ αυτό είναι ωραία η πολιτική. Και γιατί ενώνει τις ωραίες μονάδες σε ένα ακόμη ωραιότερο σύνολο. Και γι' αυτό δεν θα πάψει να μας καίει.
[ Εικονογράφηση: LS Lowry, Going To The Match, 1953 ].