Οι φυλές του τιμονιού
Στους δρόμους της πόλης, κανένας οδηγός δεν είναι ίδιος με τον άλλο. Ο καθένας έχει τη δική του αντίληψη και συμπεριφορά: άλλους τους θαυμάζεις που σέβονται στο ακέραιο τους πεζούς και τα άλλα τροχοφόρα, άλλοι σε βγάζουν από τα ρούχα σου και σε κάνουν να απορείς με το θράσος τους, με άλλους απλώς γελάς ή αναστενάζεις. Παρατηρώντας τους, άρχισα να τους χωρίζω στο μυαλό μου σε διάφορες κατηγορίες.
Μία από αυτές είναι ο οδηγός-πρόσκοπος: ενώ έχει ο ίδιος προτεραιότητα, θα σταματήσει να περάσουν 5 αυτοκίνητα, 10 μηχανάκια, 2-3 πεζοί, κάτι περιστέρια που βαριούνται να πετάξουν κι ένα σκουπιδιάρικο — και στο τέλος θα τους ευχαριστήσει κιόλας που του έδωσαν τη χαρά να κάνει την καλή πράξη της ημέρας. Πίσω του, φυσικά, κορνάρει και βρίζει η μισή πόλη.
Ο φοβισμένος οδηγός, συνήθως πολύ νέος ή μη Αθηναίος, αντιμετωπίζει τον δρόμο και τους υπόλοιπους οδηγούς λες και του κάνουν χάρη που τον αφήνουν να χρησιμοποιεί λίγο χώρο, φρενάρει προληπτικά, κρατά υπερβολική απόσταση από το προπορευόμενο όχημα, χρησιμοποιεί το φλας ακόμη κι όταν ο δρόμος έχει απλώς μια στροφή. Αν βρίσκεσαι πίσω του, παρακαλάς να μην ψάξει (και βρει) θέση στάθμευσης σε στενό δρόμο, γιατί πάμε στην αμέσως επόμενη κατηγορία: «Φέρτε Μου Τον Αεροδιάδρομο Να Παρκάρω».
Στην περίπτωση αυτή, έχει βρεθεί η πολυπόθητη θέση στάθμευσης στην οποία χωρά το συγκεκριμένο όχημα —και άλλα δύο σαν κι αυτό—, αλλά παρ’ όλα αυτά ο οδηγός θα βγει να ελέγξει αν όντως χωρά, θα ζητήσει βοήθεια από κάποιον πεζό, θα κάνει 40 μανούβρες, θα καβαλήσει το πεζοδρόμιο, θα ακουμπήσει κολωνάκια και κάδους και τελικά θα σταθμεύσει ένα μέτρο μακριά από το πεζοδρόμιο.
Η μεγαλύτερη, δυστυχώς, κατηγορία είναι αυτή με τους οδηγούς που είναι αγενείς, έχουν θράσος, νιώθουν ότι ο δρόμος τούς ανήκει, ότι είναι οι μόνοι που βιάζονται κι έχουν δουλειά, ότι όλοι οι υπόλοιποι δεν είχαμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε και είπαμε να βγούμε να πήξουμε στην κίνηση. Το ακόμη πιο στενάχωρο είναι ότι σε αυτήν την κατηγορία εμπίπτει η πλειοψηφία των επαγγελματιών οδηγών, οι οποίοι υποτίθεται ότι όφειλαν να είναι υποδείγματα καλής οδικής συμπεριφοράς.
Εδώ θα συναντήσουμε τον οδηγό που προφανώς το φλας δεν ήταν στον στάνταρ εξοπλισμό του αυτοκινήτου του, αλλά συνηθίζει να αλλάζει λωρίδες με την ταχύτητα του Road Runner και φυσικά θα σε βρίσει αν δεν φρενάρεις σχεδόν σταματώντας καταμεσής της Συγγρού, ας πούμε, για να μπορέσει να αλλάξει για εικοστή φορά λωρίδα μέσα σε 2 χιλιόμετρα. Θα βρούμε και τον οδηγό που μόλις βλέπει πορτοκαλί φανάρι νιώθει την υποχρέωση να χρησιμοποιήσει όλη την επιτάχυνση του αυτοκινήτου του για να πάει να σταματήσει στο αμέσως επόμενο φανάρι — που είναι ήδη κόκκινο. Εδώ είναι κι ο οδηγός που θα καβαλήσει με χαρακτηριστική άνεση το πεζοδρόμιο για να πάρει το φρεντοτσίνο του (αν δεν κλείσεις το πεζοδρόμιο, κόβει η κρέμα), αλλά που παίζει με το κινητό του όταν ακούει σειρήνα ασθενοφόρου και όταν του λες νευριασμένα να κάνει στην άκρη απαντά, «Πού να πάω;» Στα τσακίδια, κατά προτίμηση. Εδώ είναι και ο οδηγός για τον οποίο τα σήματα κυκλοφορίας είναι απλώς κολόνες για να κρεμάμε αφίσες, άντε και λαμπάκια στις γιορτές. Υποχρεωτική πορεία ευθεία ή δεξιά; Όχι για εκείνον. Εκείνος θέλει να στρίψει αριστερά και θα το κάνει, θα δημιουργήσει πρόβλημα σε όλους τους άλλους, τους οποίους μάλιστα και θα βρίσει σε περίπτωση που του ζητήσουν τον λόγο. Εδώ κι ο οδηγός που μιλά στο κινητό, πίνει καφέ, καπνίζει, αλλάζει CD, δένει τη γραβάτα του ή διορθώνει το μακιγιάζ, ανάλογα, εννοείται ταυτόχρονα όλα αυτά, γιατί βέβαια είναι πολύ καταπληκτικός οδηγός, θα προλάβει να αντιδράσει και άλλα τέτοια.
Η κατηγορία που με κάνει να γελώ ή να αναστενάζω με κατανόηση είναι αυτή των οδηγών που δεν παρακολουθούν τον δρόμο και το τι συμβαίνει σε αυτόν. Μοιάζουν να οδηγούν φορώντας παρωπίδες, δεν «διαβάζουν» τις προθέσεις των άλλων οδηγών ή των πεζών και ποτέ δεν είναι συγκεντρωμένοι — δεν γίνονται αναγκαστικά επικίνδυνοι, αλλά δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό την κυκλοφορία.
Όπως και να έχει, αν δεν σας αρέσει η οδήγηση ή αν κάποια στιγμή δεν έχετε αρκετή υπομονή, αφήστε το τιμόνι.
Στο κάτω-κάτω, πάρτε ένα ταξί.