«Τριλοβίτες» του Breece D’J Pancake

C
Κυριάκος Αθανασιάδης

«Τριλοβίτες» του Breece D’J Pancake

Σαν φυλακισμένοι που οι δεσμοφύλακές τους τους ξέχασαν και τους παράτησαν να γυροφέρνουν στην αυλή ενός μισογκρεμισμένου πανοπτικού, ίσως επειδή τούς κάλεσε η ανάγκη ενός μεγάλου πολέμου, ή ίσως επειδή και οι ίδιοι φυλακίστηκαν κάπου αλλού, οι κάτοικοι του Ροκ Καμπ —αυτού τού τόσο ρεαλιστικά, τόσο αποπνικτικά δοσμένου φανταστικού χωριού της Δυτικής Βιρτζίνιας, μιας Πολιτείας που μοιάζει ολόκληρη μια φυλακή στις σελίδες του Πάνκεϊκ— αναγκάζονται να τρώνε και να βυζαίνουν ο ένας τις σάρκες του αλλουνού, και να μη χορταίνουν: τους αρέσει που το κάνουν, και το απολαμβάνουν, γιατί είναι η μόνη απόλαυση της ζωής τους. Παράλληλα, γεύονται και τις δικές τους σάρκες, κανιβαλίζοντας ξανά και ξανά και ξανά τον εαυτό τους, καθώς και όλης της άγριας πανίδας του τόπου που προσπαθεί μάταια να τους κρυφτεί μέσα στους θάμνους και τις ισχνές φυλλωσιές της υπαίθρου: αλεπούδες, πουλιά, ποντίκια, ερπετά, όλα τα αγρίμια του καχεκτικού δάσους, των λόφων και του εδάφους συνθλίβονται, μαχαιρώνονται, ποδοπατούνται, πυροβολούνται, είτε για κυνήγι είτε για πλάκα είτε από μια απλή επιθυμία σαδιστικής εκτόνωσης. Ακόμη και οι οικόσιτοι σκύλοι, και φυσικά οι αδέσποτοι. Το Ροκ Καμπ, μια μικρή πόλη-φάντασμα μεταλλωρύχων και ανέργων, γκαραζιέρηδων και φορτηγατζήδων, μέθυσων και αλητών, σακατεμένων και εξαρτημένων από τα ναρκωτικά, κατεστραμμένων από κάθε λογής αιτίες ανθρώπων, νέων και γερόντων (όλοι τους έχουν, τελικά, την ίδια ηλικία: μια μέση «οδική» ηλικία κολασμένου), αντρών και γυναικών, φιλόδοξων και παραιτημένων, τζογαδόρων και αποτυχημένων, ανίκανων να το σκάσουν από αυτή τη γενέθλια γη-τάφο, είναι ένας τόπος σκεπασμένος με αρχαία καρβουνόσκονη, υγρός και νοτισμένος, ξερός και έτοιμος να εκραγεί από μια σπίθα, ή από το ίδιο το φως του ήλιου:

«Η αυγή είναι σπίθα που καίει την κορυφογραμμή. Το πρωινό φως αλλάζει τους τόνους της ομίχλης και απλώνει ένα κοκκινωπό χρώμα στα λιθόστρωτα του Ροκ Καμπ. Οι φανοστάτες τρεμοπαίζουν και σβήνουν. Στην άλλη άκρη της φουρκέτας το φανάρι αναβοσβήνει. Έρημος ο δρόμος μπροστά του. Ποιος να στρίψει, ποιος να σταματήσει, να πάει πού» («Τιμή στους πεσόντες», σ. 159).

Ο αυτοκτονικός ιδεασμός του Πάνκεϊκ είναι (και όχι μόνο με την εκ των υστέρων γνώση της αυτοχειρίας τού ίδιου) εμφανής —και σχεδόν εξουθενωτικός— στη βασική για την αμερικανική πεζογραφία αυτή συλλογή, που παρουσιάζει τη ζωή-ως-έχει σε μια γωνιά της γης μελαγχολική, στέρφα και αδιέξοδη, γεμάτη ψυχές που θέλουν και δεν θέλουν να συνεχίσουν να ζουν κάτι ζωές βασανισμένες και λειψές, μισερές. Και κανείς λυπάται φυσικά, όχι για το καθαυτό πρόσωπο, τον νεαρό εικοσιεπτάχρονο που βασανιζόταν από τη νόσο, και που χάθηκε παραιτούμενος από τη μάχη με τα φαντάσματά του και αγκαλιάζοντας, νεότατος, την καραμπίνα του, αλλά για τον πολύ μεγάλο διηγηματογράφο, και ενδεχομένως μυθιστοριογράφο, που χάσαμε. Μεγάλη, πραγματικά πολύ μεγάλη απώλεια για τα Γράμματα.

Η ανάγνωση των Τριλοβιτών δεν είναι εύκολη. Τα δώδεκα διηγήματα της συλλογής είναι επιθετικά και κατά μία έννοια χαιρέκακα: δεν χαρίζονται πουθενά και σε κανέναν. Είναι αποτυπώματα, λογοτεχνικά απολιθώματα, και δαγκώνουν. Η λεπτοδουλεμένη μετάφρασή τους από τον συγγραφέα Γιάννη Παλαβό είναι έργο μακράς πνοής, και είμαστε σίγουροι πως θα διεκδικήσει επαίνους. Στον ίδιο ανήκουν τα Προλεγόμενα, οι κατατοπιστικές Σημειώσεις και το Χρονολόγιο που συμπληρώνουν την έκδοση.

Το βιβλίο, που αξίζει και πρέπει να διαβαστεί (κατά τη γνώμη μας, θα έχει εξαιρετική πορεία), κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.