Πέρα από τον παράδεισο
Η θερμοκρασία πρέπει να άγγιζε τους 28 βαθμούς, αλλά είχες την εντύπωση ότι είχε ξεπεράσει τους 35, παρά το γεγονός ότι ήταν ήδη απόγευμα και μάλιστα προκαλοκαιρινό, με μία αύρα από δροσερό μαγιάτικο αεράκι, ο ήλιος έκαιγε δεκάδες ασκεπείς κεφαλές διαφόρων εθνικοτήτων που προσπαθούσαν, σαν οιονεί ηλιοτρόπια, να φωτοσυνθέσουν. Έβλεπες κυρίως ζευγάρια μιας κάποιας ηλικίας, εκδρομείς της πρώιμης τουριστικής σεζόν που θέλουν να αποφύγουν το νεανικό τσουνάμι του κατακαλόκαιρου —αυτό ακόμη παραδίδει φοιτητικές εργασίες και μελετάει για εξεταστικές—, ανθρώπους που έχουν προγραμματίσει από καιρό το ταξίδι τους ακολουθώντας τον ήλιο και την τοποθεσία που ανταποκρίνεται στο φαντασιακό τους περί παραδείσιας χαλάρωσης.
Προερχόμενοι από βιομηχανικές πόλεις και μεσαιωνικά χωριά όπου το κυρίαρχο χρώμα είναι το γκρίζο της επιφάνειας των περιαστικών ποταμών και το βαθύ κόκκινο των τούβλων, οι περισσότεροι από αυτούς προσπαθούν να προσαρμοστούν στα δεδομένα του μεσογειακού μικροκλίματος, στο άγριο φως που χτυπάει πάνω στην απάνεμη επιφάνεια της θάλασσας, στην άναρχη δόμηση που περιβάλλει τη μισοάδεια παραλία, στη φασαρία από τα μπιτ του ανακαινιζόμενου μπιτσόμπαρου, στα πρόσωπα των ντόπιων που κοιτούν με αγωνία τις άδειες τους ξαπλώστρες.
Οι ξένοι επισκέπτες μού θυμίζουν τους Ούγγρους μετανάστες-πρωταγωνιστές του Τζιμ Τζάρμους στο ασπρόμαυρο φιλμικό του διαμαντάκι «Πέρα από τον Παράδεισο», του 1984, όπου δύο φίλοι και μία κοπέλα ξεκινούν ένα βαριεστημένο ταξίδι στα ενδότερα των ΗΠΑ με προορισμό τη θάλασσα και συγκεκριμένα τις παραλίες της Φλόριντα. Όταν επιτέλους φτάνουν εκεί, αγοράζουν γυαλιά ηλίου, νοικιάζουν ένα δωματιάκι σε ένα φτηνό παραθαλάσσιο μοτέλ και καταλήγουν στην αμμουδιά, να χαζεύουν σιωπηλοί τα κύματα δίχως να ξέρουν πώς να διαχειριστούν την άφιξή τους στην πραγματικότητα του φαντασιακού τους προορισμού. Ο ίδιος ο Τζάρμους, στις σκηνοθετικές του σημειώσεις, περιγράφει το συγκεκριμένο φιλμ σαν «μια απλή αμερικανική ιστορία με την οπτική των ξένων, μια ιστορία εξορίας και αυτοεξορίας για όλα όσα μας συνδέουν που σπανίως χάνονται».
Ο επισκέπτης του Παραδείσου επιθυμεί κατά βάση να κατασκευάσει μια αφήγηση, να αιχμαλωτίσει μέσα σε πλάνα contre-lumière την εικόνα ενός εξωτικού καταφυγίου, ενός προορισμού που δεν ανήκει στο πεζό σύμπαν της καθημερινής πραγματικότητας, που είναι πάντα εκεί, σαν εξιδανικευμένη μνήμη, σαν το ταξιδιωτικό σημείο αναφοράς ενός ζευγαριού που επιλέγει την κοινή του αυτοεξορία. Για τον ντόπιο κάτοικο του Παραδείσου, η απόδραση αυτή βρίσκεται αλλού, σε ένα ασφαλές περιβάλλον χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη ανεξόφλητων χρεών, επιχειρηματικών ρίσκων και πολιτικής ανασφάλειας, σε έναν άλλο ιδεατό Παράδεισο, που δεν πειράζει και τόσο αν έχει πάντα συννεφιά και ψιλόβροχο, αρκεί να προσφέρει μια ιδέα προοπτικής, μια προσδοκία σχετικής ευτυχίας.
Σαν το «Τζιτζίκι» του Κ. Βήτα, ο μεροκαματιάρης της ξαπλώστρας ψήνεται στον ήλιο και λαχταρά στο τέλος της σεζόν να έχει μαζέψει αρκετά για να αποδράσει προς τη δική του παραδείσια εξορία, ώστε να βρει «αγάπη, δουλειά και μέλι».