Να πάω, να μην πάω…
Εδώ και μερικές μέρες στους δρόμους και στις στάσεις του μετρό μια ροζ αφίσα καλεί τον κόσμο στο Athens Pride 2016. Το Φεστιβάλ και η παρέλαση που γίνεται το απόγευμα του Σαββάτου έχουν στόχο την ισότητα ανεξαρτήτως ερωτικού προσανατολισμού και την αναγνώριση ταυτότητας φύλου. Το ότι προβάλλεται λίγο ή και καθόλου από τα σημαντικότερα μέσα ενημέρωσης (για παράδειγμα, κάθε χρόνο το ΕΣΡ αρνείται να επιτρέψει την προβολή τηλεοπτικού σποτ για το θέμα) δεν εμποδίζει τις συζητήσεις πριν και μετά το Pride. Αυτοί που πάνε στο Pride έχουν τους λόγους τους. Διαφορετικοί άνθρωποι με διαφορετικούς λόγους, με κοινό τους χαρακτηριστικό όχι οπωσδήποτε τη σεξουαλικότητα τους, αλλά μάλλον την απαίτηση για ισότητα. Αυτοί που δεν πάνε έχουν τις αντιρρήσεις τους. Θα προσπαθήσω να απαντήσω σε μερικές από αυτές.
Μια αντίρρηση που ακούει κανείς κάθε χρόνο είναι αυτή της πρόκλησης. Κάποιοι που θίγονται ισχυρίζονται πως δεν θα είχαν πρόβλημα αν το φεστιβάλ ήταν λιγότερο προκλητικό. Δεν συμμετέχουν και δεν το υποστηρίζουν, επομένως, διότι προκαλεί. Προσωπικά, δεν καταλαβαίνω τι είναι προκλητικό και ποτέ δεν βρήκα κάτι προκλητικό στην παρέλαση, πόσο μάλλον στα όσα προηγούνται (απλώς κάποια περίπτερα στήνονται στην Κλαυθμώνος και όποιος θέλει περνάει) και στα όσα έπονται αυτής (συνήθως συναυλίες). Μάλλον η ειρηνική συζήτηση σε μία πλατεία και η κακόφωνη συναυλία που ακολουθεί δεν αρκούν για να προκαλέσουν. Υποθέτω ότι η πρόκληση είναι στην παρέλαση. Στην παρέλαση όμως δεν συμβαίνει τίποτε από όσα φαντασιώνονται όσοι κυκλοφορούν την ευθιξία τους ως επιχείρημα. Σε αντίθεση με βίαιες εικόνες που δυστυχώς έχουμε συνηθίσει από διαδηλώσεις στην Ελλάδα, στη συγκεκριμένη παρέλαση ο κόσμος χορεύει και φιλιέται. Μάλλον η πρόκληση είναι στο ότι φιλιέται και όχι στο πόσο κακά χορεύει.
Αν κάποιοι ενοχλούνται από το δημόσιο φιλί κάποιων άλλων, πρέπει πάλι να αναζητήσουμε ποιος έχει δικαίωμα να κάνει τι. Αυτός που φιλιέται ή αυτός που θίγεται έχει δίκιο; Αυτός που φιλιέται φυσικά, και αυτή δεν είναι μια ρομαντική αλλά μία λογική απάντηση. Δεν υπάρχει δικαίωμα να μη θιγόμαστε, να μην ενοχλούμαστε από τους γύρω μας. Εφόσον συνυπάρχουμε, πρέπει όσο μπορούμε να ανεχόμαστε και να αποδεχόμαστε την προσωπικότητα των άλλων. Όχι το βίτσιο τους ή την ανωμαλία τους, γιατί αυτό θα υπονοούσε ότι υπάρχουν φυσιολογικοί και αφύσικοι έρωτες και ότι το φιλί δύο γυναικών ή δύο αντρών μεταξύ τους είναι μία παραξενιά, ένα κατώτερο είδος έλξης που πρέπει να το υποστούμε. Δεν είναι όμως έτσι. Το τι ερωτευόμαστε ή απλώς το ότι ερωτευόμαστε είναι η προσωπικότητά μας, ένα στοιχείο του εαυτού μας από τα πιο σημαντικά. Το ίδιο και το δημόσιο φιλί ως επικοινωνία με ένα άλλο πρόσωπο που μας είναι σημαντικό (εκείνη την ώρα ή γενικά). Κάθε άλλη άποψη για το δημόσιο φιλί δύο γυναικών ή δύο αντρών παραβλέπει ότι όλοι είμαστε ίσοι, αφού προϋποθέτει ότι μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στο επιτρεπτό και στο ανεπίτρεπτο, ανάμεσα σε αποδεκτή και απαράδεκτη έκφραση προσωπικότητας με βάση τη σεξουαλική προτίμηση.
Αν κριτήριο δεν είναι η προτίμηση αλλά η ευθιξία αυτού που θίγεται, πάλι έχουμε πρόβλημα. Φανταστείτε μια κοινωνία όπου η συμπεριφορά μας θα καθοριζόταν από το τι ενοχλεί τους άλλους ή, αντίστοιχα, μία εφιαλτική γλώσσα από την οποία θα έπρεπε να πετάξουμε ό,τι θα μπορούσε να ενοχλήσει. Αυτός που θίγεται ουσιαστικά επιχειρεί επέμβαση στην ελευθερία μας. Ζητά περιορισμούς στις συμπεριφορές άλλων με βάση ένα δικό του αυθαίρετο κριτήριο, το οποίο ποτέ δεν συζητήσαμε, στο οποίο ποτέ δεν συμφωνήσαμε: την ευθιξία του. Μπορεί φυσικά να θίγεται όσο θέλει κανείς από τα άτομα με τα οποία μοιράζεται την κοινή του ζωή. Η καθημερινή δυστυχία είναι κι αυτή μια επιλογή. Δεν μπορεί όμως να αξιώνει κανείς «να κρύψουν» οι άλλοι από τη δημόσια ζωή τους ένα στοιχείο του χαρακτήρα τους που, μαζί με τόσα άλλα στοιχεία, τους καθορίζει. Η καθημερινή καταπίεση άλλων δεν είναι ανάμεσα στις επιλογές που πρέπει να μπορεί να κάνει κανείς στη ζωή του.
Αυτό μας φέρνει στο άλλο επιχείρημα, ανεκτικότητας δήθεν, το «Δεν έχω πρόβλημα, ας το κάνουν σπίτι τους, όχι δημόσια». Όσοι το λένε παραβλέπουν το πρόβλημα. Φυσικά στην κρεβατοκάμαρά του κάνει ο καθένας ό,τι θέλει. Η οικογενειακή ζωή είναι απαραβίαστη, το κράτος, η κοινωνία, οι άλλοι δεν έχουν καμία θέση εκεί. Δεν είναι αυτό το θέμα συζήτησης, ώστε να σπεύσει ο ανεκτικός, δήθεν, της παρέας να πει με άνεση, «Εγώ δεν έχω πρόβλημα». Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι εκεί. Το πρόβλημα είναι στην έλλειψη κοινωνικής και νομικής ορατότητας μιας «διαφορετικής σχέσης». Μπορεί κανείς να φανταστεί την οικογενειακή ζωή του εντελώς κρυφή; Το επιχείρημα δήθεν ανοχής, λοιπόν («Ας είναι gay σπίτι τους» και άλλα παρόμοια) εξηγεί ακριβώς γιατί το Φεστιβάλ και η παρέλαση πρέπει να τραβήξουν την προσοχή, πρέπει να είναι ηχηρά και πρέπει, ουσιαστικά, να στείλουν μήνυμα κατά της κοινωνικής καταπίεσης.
Όσον αφορά τη νομική αντιμετώπιση, πολλοί δεν ξέρουν πως δεν είναι όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες ίσοι ενώπιον του νόμου, όπως προβλέπει το Σύνταγμα μας. Κάποιοι μπορούν να κάνουν γάμο, κάποιοι όχι, κάποιοι μπορούν να έχουν από κοινού παιδιά, κάποιοι όχι. Είναι τόσο εύκολο να υποθέσει κανείς σε ποιους επιτρέπεται και σε ποιους εμποδίζεται να έχουν μια κοινή ζωή και μια κοινή ευτυχία με το πρόσωπο που διάλεξαν, αλλά είναι αδύνατον να βρούμε λόγους που να επιτρέπουν σε μια κοινωνία να εμποδίζει σε κάποια άτομα να ευτυχούν επειδή είναι gay. Εκτός κι αν συμφωνήσουμε πως δεν ζούμε σε μία κοινωνία ισότητας.
Ένα άλλο θέμα που έχουν πολλοί και δεν συμμετέχουν είναι ότι θεωρούν πως είναι κάτι που δεν τους αφορά ή δεν τους εκφράζει. Φυσικά μπορεί ο καθένας να κάνει ό,τι θέλει ένα Σάββατο πρωί και κάθε Σάββατο πρωί, το να έχουμε όμως μια δίκαιη κοινωνία δεν θα έπρεπε να εξαρτάται μόνο από τις διεκδικήσεις μιας μειοψηφίας. Αυτοί που τάσσονται υπέρ ή κατά των ατομικών δικαιωμάτων αναλόγως προς την περίσταση δυστυχώς στερούνται σοβαρότητος. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό το επιχείρημα ότι υποστηρίζουμε μία διεκδίκηση επειδή μας αφορά, επειδή δείχνουμε αλληλεγγύη στο σινάφι μας, επειδή εμποδίζει εμάς τους ίδιους να ζήσουμε τη ζωή μας όπως θέλουμε. Το αν μία διεκδίκηση είναι δίκαιη ή όχι δεν εξαρτάται από το πόσοι τη στηρίζουν — και φυσικά δεν εξαρτάται από το εάν τη στηρίζουμε εμείς. Είτε είναι δίκαιη, είτε δεν είναι. Το να ζούμε σε μία κοινωνία που δεν απαγορεύει στα άτομα να μπορούν να ευτυχούν ή όχι ανάλογα με το φύλο τους, τον ερωτικό τους προσανατολισμό, τη θρησκεία τους κλπ. είναι μια δίκαιη διεκδίκηση. Το εάν τη στηρίζουμε ή όχι, δεν θα έπρεπε να εξαρτάται από το πόσους αφορά, ούτε από το εάν μας αφορά προσωπικά.
Με αυτήν την προσέγγιση, όμως, πάλι κάποιοι διαφωνούν λέγοντας πως αισθάνονται άβολα με μαζικές εκδηλώσεις και μαζικές διεκδικήσεις. Προφανώς αυτή η ένσταση έρχεται κυρίως από τον φιλελεύθερο χώρο. Πράγματι εκεί που περπατάς μπορεί κάποιος δίπλα σου να φωνάξει εναντίον των Μνημονίων, μπορεί να κάνει πολιτική προπαγάνδα υπέρ του κόμματός του κλπ. Μάλιστα συχνά θα εμφανιστεί και κάποιος από καμία αριστερίστικη ομάδα «ισότητας» που θα επιχειρήσει να σε πείσει πως πρέπει να διεκδικείς και να πράττεις ανάλογα με το φύλο σου, τον προσανατολισμό σου, την τάξη σου — κάποιος δηλαδή που θα σου πουλήσει αντίστροφο ρατσισμό για συμπαράσταση και αλληλεγγύη. Όμως, η ιδεατή κοινωνία όπου δεν θα χρειάζονται μαζικές διαδηλώσεις για το αυτονόητο αργεί ακόμη. Κι ώσπου να έρθει, το περιεχόμενο του αυτονόητου προσδιορίζεται συνήθως από αυτούς που έχουν τις αντοχές της διεκδίκησης. Όσοι υποστηρίζουν τα ατομικά δικαιώματα από την αγάπη τους προς την ελευθερία καλό θα ήταν να τα διεκδικούν επίσης, αλλιώς η διεκδίκηση μένει σε αυτούς που την κάνουν για τους λάθος λόγους. Μια διεκδίκηση που γίνεται για τους λάθους λόγους δεν είναι οπωσδήποτε αναποτελεσματική, υπάρχει όμως η πιθανότητα να είναι τυχαία και περιστασιακή, αφού δεν βασίζεται σε σταθερές αρχές και ιδέες, αλλά στην ασταθή δυναμική μια κοινωνικής ομάδας, τάξης ή σέχτας και στα πολιτικά πάρε-δώσε της με την εξουσία ή με όσους τη διεκδικούν.
Το Athens Pride δεν θα ήταν παρά ένα πάρτι δρόμου, μια δημόσια γιορτή και μερικές συναυλίες, αν η Ελλάδα ήταν μια χώρα ισότητας. Είναι μάλιστα λάθος να λέγεται ότι υπάρχει «περισσότερη» ισότητα μετά την ψήφιση του συμφώνου συμβίωσης. Ή αντιμετωπίζεται κανείς ως ίσος ή όχι. Η Ελλάδα θα ήταν μια χώρα ισότητας αν το φύλο του άλλου δεν εμπόδιζε τον γάμο μεταξύ δύο ανθρώπων και, φυσικά, αν δεν εμπόδιζε το να είναι μαζί γονείς, να έχουν από κοινού οικογένεια. Τότε το Pride θα είχε σημασία για όσους ήθελαν να χορέψουν και για όσους θα ήθελαν να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα, να τραγουδήσουν στη συναυλία, να αγοράσουν μπίρα από το περίπτερο και να γυρίσουν σπίτι όπως μετά από κάθε έξοδο. Όμως ισότητα δεν υπάρχει — και άρα η συμμετοχή έχει άλλο περιεχόμενο και άλλη αξία.
Έχει το περιεχόμενο που της δίνει ο καθένας, αλλά έχει και την αξία μιας δίκαιης διεκδίκησης.