Βροχή στην πόλη
Η ημέρα έχει ξεκινήσει με έναν λαμπρό ήλιο, που όμως, όσο περνά η ώρα, γίνεται χλωμός, τα σύννεφα πυκνώνουν τόσο που πια τον κρύβουν, και οι πρώτες ψιχάλες σκάνε με δύναμη στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Ανυποψίαστοι πεζοί τρέχουν κάτω από μπαλκόνια, τέντες και ομπρέλες καταστημάτων, όσοι οδηγούν μηχανές σταματούν όπως-όπως, τα αυτοκίνητα μειώνουν ταχύτητα, το χάος που φέρνει η βροχή στην πόλη έχει μόλις αρχίσει.
Η κυρία που ανοίγει την πόρτα και κάθεται ανακουφισμένη στο πίσω κάθισμα είχε κάποτε βγει καλοχτενισμένη και καλοβαμμένη από το σπίτι της, αλλά πλέον μοιάζει σαν να συμμετείχε σε σχολικό μπουγέλο. Τα μαλλιά της στάζουν, το μακιγιάζ έχει πάψει να είναι κολακευτικό και τα πόδια της έχουν βουτηχτεί σε λασπόνερα. Δείχνει τρομερά εκνευρισμένη, η βροχή την αιφνιδίασε, γκρινιάζει για τα πάντα, βιάζεται, εγώ απλώς κουνώ το κεφάλι με κατανόηση…
Για την επόμενη διαδρομή, πρέπει να μπω στο κέντρο. Μεγάλη απόφαση τέτοιες στιγμές. Ο δρόμος στο ύψος του Α΄ Νεκροταφείου έχει γίνει λίμνη, τα αυτοκίνητα περνούν και σηκώνουν πίδακες νερού σαν την Έστερ Γουίλιαμς πάνω στα πέδιλα του σκι, λίγοι σκεφτόμαστε να μειώσουμε ταχύτητα μήπως και γλιτώσει το λασπόλουτρο κανένας δόλιος πεζός. Στους δρόμους του κέντρου το κέφι συνεχίζεται αμείωτο: σηματοδότες που δεν λειτουργούν, οχήματα που έχουν μείνει, ασφαλώς και δεν υπάρχει κάπου τροχονόμος , κορναρίσματα, βρισιές, φωνές. Φτάνω, επιτέλους, μπροστά στον επιβάτη μου, ο οποίος, προκειμένου να μη βραχεί και να μην πατήσει στα λασπόνερα, κάνει ένα γκραν ζετέ —που θα ζήλευε κι ο συχωρεμένος ο Ρούντολφ—, κουτουλάει μπαίνοντας στο αυτοκίνητο και κάθεται επιτέλους στη θέση, τρίβοντας το πονεμένο του μέτωπο. Πηγαίνει στην άλλη άκρη της Αθήνας.
Η πλοήγηση στα κανάλια της πόλης δεν είναι καθόλου εύκολη. Η βροχή συνεχίζεται και σε κάποια σημεία είναι τόσο έντονη που με δυσκολία παρακολουθώ τον δρόμο. Ο επιβάτης μου το έχει πάρει απόφαση ότι δεν υπάρχει περίπτωση να φτάσει εγκαίρως στον προορισμό του και ασχολείται αμέριμνος με το κινητό του…
Ο ουρανός εξακολουθεί να είναι μαύρος και απειλητικός, από το ύψωμα όπου έχω βρεθεί κοιτώ προς την πόλη που είναι βουτηγμένη μέσα στα σύννεφα, ακούγονται βροντές και μπουμπουνητά,και πάνω που σκέφτομαι ότι μάλλον έχει έρθει η στιγμή να αντικαταστήσω το χειρόφρενο με άγκυρα, να γράψω «Παναγία Βόηθα Ι» στην πόρτα και να ανοιχτώ στο πέλαγος, μαμά με μικρό κοριτσάκι ανοίγουν την πόρτα και μου ανακοινώνουν πού πηγαίνουν.
«Μαμά, γιατί βρέχει τόσο πολύ σήμερα;»
«Κλαίει ο Θεούλης, μωρό μου».
Αυτά είναι, σκέφτομαι, δεν μας έφτανε η κανονική βροχή, τώρα άρχισε να βρέχει και βλακεία — μόνο που η βροχή, κάποια στιγμή, θα σταματήσει· η βλακεία, πάλι, δεν νομίζω…
Ευτυχώς, μετά από την επιστημονική αυτή ανάλυση σχετικά με τα καιρικά φαινόμενα, η καινούρια διαδρομή είναι προς το πιο πολιτισμένο σημείο του νομού: το αεροδρόμιο. Τώρα οι εικόνες είναι διαφορετικές. Ο μεγάλος δρόμος μπορεί να είναι πολύ βρεγμένος και η ορατότητα σχεδόν ανύπαρκτη, αλλά πουθενά δεν έχουν λιμνάσει νερά, η οδήγηση είναι δύσκολη αλλά όχι επικίνδυνη. Τα σύννεφα στον ουρανό φτιάχνουν σχέδια και χρώματα, η γη μυρίζει όμορφα, το βουνό έχει την αντάρα της βροχής, τα αεροπλάνα που πλησιάζουν μοιάζουν να εμφανίζονται με μαγικό τρόπο έτσι όπως προβάλλουν ξαφνικά μέσα από τα σύννεφα.
Ο επιβάτης μου είχε δύσκολη πτήση, μου εξιστορεί τι συνέβη κατά τη διάρκειά της και γελάμε δυνατά με τα σχόλιά του.
Η βροχή έχει αρχίσει να κοπάζει, τα χρώματα στο τοπίο γίνονται πιο έντονα και, σταματώντας στα διόδια, θαυμάζουμε το ουράνιο τόξο πάνω από τη Πεντέλη.
«Άξιζε όλη η μπόρα για αυτό το θέαμα», σχολιάζω.
«Αυτό ισχύει γενικώς», απαντά ο επιβάτης μου κλείνοντας το μάτι.
Χαμόγελα.