Τα βιβλία της άμμου [4]
Κοίτα, φίλε μου αναγνώστη και εν βιβλίοις συνοδοιπόρε, εμένα οι λίστες δεν μου πολυαρέσουν. Οι πάσης φύσεως λίστες. Οι λίστες των δασκάλων κάθε Σεπτέμβρη για τις μαμάδες (κόκκινο τετράδιο για την αντιγραφή, πράσινο για την ορθογραφία, κανσόν και γκοφρέ για τη χειροτεχνία), οι εκλογικές με σταυρό ή χωρίς, της λαγκαρντιανής τής εν πολλαίς περιπεσούσης, αυτές με τα βδομαδιάτικα ψώνια του μαναβομπακάλικου, οι εποχικές με τις δουλειές που πρέπει να κάνεις στο σπίτι (μαζεύω το έλατο πριν το Πάσχα, τα χαλιά πριν μπει ο Ιούλιος) και στην αφεντιά σου (βάφω ρίζα, κάνω μπικίνι, κόβω μούσια, αφήνω φαβορίτες, λέμε τώρα), και βέβαια κι εκείνες με τα βιβλία. Που πρέπει να διαβάσεις. Που είσαι απαράδεκτος και φτου σου που δεν τα είχες διαβάσει. Που κακώς δεν διάβασες, αλλά που προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις όσο ακόμα δεν έχεις πολλή μυωπία ή πρεσβυωπία. Αυτές με τα κατά τον χ-ψ ελιτίστα κολλητό σου πάρα πολύ σπουδαία βιβλία (διότι χωρίς έναν Πίντσον και έναν Τζόις πού πας, κατακαημένη πλέμπα). Αυτές με εκείνα τα κλασικά που όφειλες (στη Μιχαλού, λέω εγώ) να έχεις ήδη διπλοδιαβάσει, σελιδομπαίχτη, πριν αφήσεις τον μάταιο τούτο κόσμο. Εκείνες με τα βιβλία τα διπλής όψεως (απέξω κουλτούρα κι από μέσα σαβούρα) των σύγχρονων που απαξάπαντες οι άλλοι βιβλιοφάγοι σού λένε πόσο καλοί είναι και αλίμονο αν κι εσύ δεν έχεις μιαν ιδέα επ’ αυτών (έχεις κι έχουν όλοι και για όλα τα άλλα, για μια παραπάνω θα υπολείπεσαι; μπα σε καλό σου). Αυτές με διάφορα must και best που στο τσακ πρέπει να τα καταφέρεις να διαβάσεις πριν βγει κάνας Τραμπ πρόεδρος των ΗΠΑ. Λίστες, λίστες να δουν τα μάτια σου… Τώρα λοιπόν που σου εξηγήθηκα, που τα είπα κι ησύχασα, ιδού, σου έσιαξα κι εγώ μια λίστα με καλοκαιρινές προτάσεις μιας αντιδραστικής λιστομάχου, την οποία ευθύς αμέσως σού παραθέτω με πολλή αγάπη και έξτρα δώρο μια συνταγή για σπιτική σαγκρία, να γεμίζεις ένα ποτήρι ίσαμε πάνω, με φρουτάκι ή άνευ αλλά με παγάκια οπωσδήποτε, και έτσι τουλάχιστον τα της βεράντας τα βιβλία να τα απολαμβάνεις θεϊκά και κόντρα στους καιρούς. Στην παραλία, πάρε, βρε κρισόπληκτε σπάγκε, κάνα καφέ απ’ την καντίνα να βγάλει τη σεζόν και ο άνευ απόδειξη βιοπαλαιστής!
Η σαγκρία του αναγνώστη
Με. — Πάρε μήλα, πορτοκάλια, αχλάδια, ροδάκινα, λίγο κονιακάκι, λίγο λικεράκι (π.χ., πορτοκάλι, βυσσινάκι, σου κάνει και το κουμκουάτ ), 1 μπουκάλι κόκκινο κρασί, 1 μπουκάλι ανθρακούχο κατιτίς (νερό δηλαδή ή διάφανο αναψυκτικό, διαφήμιση δεν κάνουμε, μάρκες δεν λέμε), 2 ξυλαράκια κανέλα sos και δυο φακελάκια βανίλια, μην τα ξεχάσεις, καραsos.
Πού. — Λεκάνη φαρδιά (με καπάκι, ε;) να χωράει τα υλικά (διότι μπορεί να θες να κάνεις διπλή δόση, να βάλεις σε μπουκάλια και να έχεις προμήθειες, εύγε χρυσοχέρη/-ρα μου).
Πώς. — Κόψε τα φρούτα σε κομματάκια δίχως να τα ξεφλουδίσεις, ρίξε το κρασί στη λεκάνη και μπλουμ και τα φρούτα. Βάλε το μπράντι/κονιάκ (μέτρα το με ποτηράκια του κρασιού ή σφηνακίων και μην το παρακάνεις, διότι αυτό δεν το βάζεις ισόποσα με το κρασί και το ανθρακούχο, άμα γίνεις ντίρλα δεν θα διαβάσεις ούτε μισή αράδα), βάλε το λικέρ και ανακάτεψε καλά. Καλά, λέμε, σε βλέπω, μη βαριέσαι! Μπλουμ-μπλουμ και το ανθρακούχο, ανακάτεψε, βάλε τα ξυλαράκια κανέλας sos και τις δυο σου βανίλιες τις καραsos.
Πότε. — Κλείσε καλά με το καπάκι (αν δεν κλείσεις καλά, πηγαίνοντας προς ψυγείο, παίζει να τα λουστείς, αν παραπατήσεις, τα κόπια σου, ωιμέ) και βάλ’ το το αριστούργημά σου στο ψυγείο, όσο πιο πολλές ώρες γίνεται, όλη τη νύχτα. Την άλλη μέρα σούρωσε τα διάφορα που έχεις ρίξει μέσα (δεν έχεις σουρωτήρι; ε, τι να σου πω τώρα, ένα τούλι, ψάξε από καμιά μπουμπουνιέρα, δεν μπορεί, κάτι θα σου βρίσκεται, μια κουτάλα τρυπητή έστω) και φύλαξέ το σε ωραίο/-α μπουκάλι/-λια.
Χικ. — Τα υπόλοιπα κατά βούλησιν, χικ, στην υγειά σου φίλε, χικ, και καλό αναγνωστικό καλοκαίρι! Χικ και χικ.
Οι προτάσεις
¤ ΤΟΥ ΚΑΦΕ
Chigozie Obioma, «Οι ψαράδες», Εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη. Ο Chigozie Obioma σ’ αυτό το πρώτο του μυθιστόρημα σου αφηγείται όμορφα, κατανοητά, απλά μα όχι αφελώς, πειθαρχημένα, γραμμικά και πρωτοπρόσωπα, ως ο μικρότερος από τέσσερα αγόρια, την ιστορία της οικογένειάς τους και των συμπατριωτών τους στην ταραγμένη Νιγηρία της δεκαετίας του ’90, εγκιβωτίζοντας —χωρίς να φορτώνει την κεντρική— ωραίες, σύντομες δεύτερες ιστορίες που ανανεώνουν συνεχώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη για το συνολικό κείμενο. Η γλώσσα που επιλέγει είναι απλή κι αυτή όπως η όλη ιδέα, αλλά όχι απλοϊκή, η δομή της μυθοπλασίας νοικοκυρεμένη και στέρεη και ο επιμερισμός της σε κεφάλαια —με όμορφους τίτλους παρμένους από την αφρικανική φύση— λειτουργικός και ελκυστικός. Θα περάσεις καλά, θα ευφρανθείς απρόσμενα, αλήθεια σου λέω, διαβάζοντας ένα όμορφο βιβλίο απ’ αυτά που ήρθαν και θα μείνουν καιρό στο λογοτεχνικό στερέωμα χωρίς τυμπανοκρουσίες, αλλά και θα σκεφτείς μαζί, θα συγκινηθείς, θα βρεις λόγους να γίνεις μια σταλίτσα καλύτερος άνθρωπος στη δική σου εδώ και τώρα ελληνική καθημερινότητα.
Breece D’ J. Pancake, «Οι τριλοβίτες», Εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Γιάννης Παλαβός. Ο Breece Pancake —αυτόχειρ, Θεός σχωρέσ’ τον— γράφει μεθοδικά, διαλέγοντας προσεκτικά τις λέξεις, δώδεκα εξαιρετικά διηγήματα που μοιάζουν σπονδυλωτό μυθιστόρημα έτσι όπως διαδέχονται το ένα το άλλο, χωρίς να αφήνει τίποτα στη στιγμή, χτίζοντας κομματάκι-κομματάκι τους ήρωές του μέσα σε ιστορίες ιδιαίτερα γοητευτικές και εντυπωσιακά ακριβείς στην περιγραφή των προσώπων, των καταστάσεων και των τόπων. Ιστορίες που διαδραματίζονται στο τραχύ ορεινό περιβάλλον της Δυτικής Βιρτζίνια, μιας μικρής Πολιτείας των ΗΠΑ που, καρφωμένη στα Απαλάχια όρη, φτωχή ή τουλάχιστον μία εκ των φτωχότερων της αμερικανικής ευκαιρίας και του περιλάλητου θαύματος, και που γίνονται η αιτία να μάθεις πράγματα που δεν φανταζόσουν καν ότι είναι τόσο πρόσφατο παρελθόν στην πιο ισχυρή χώρα του πλανήτη — και θα καταλάβεις, ίσως, αν θελήσεις, γιατί παρά τα τρωτά της είναι και θα είναι για πολύ ακόμα η πιο ισχυρή.
Laurent Binet, «HHhH», Εκδόσεις Κέδρος, μετάφραση Γιώργος Ξενάριος. 1942. Κατεχόμενη Τσεχοσλοβακία. Δύο Τσεχοσλοβάκοι παρτιζάνοι σταλμένοι από το Λονδίνο πέφτουν με αλεξίπτωτο κοντά στην Πράγα. Αποστολή τους να δολοφονήσουν τον πιο επικίνδυνο άντρα του Γ΄ Ράιχ: τον Ράινχαρντ Χάιντριχ, το «ξανθό κτήνος», τον «δήμιο της Πράγας», τον αρχηγό των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών, το δεξί χέρι του Χάινριχ Χίμλερ. Πρόκειται για την Επιχείρηση Ανθρωποειδές, μία από τις πιο τολμηρές και ηρωικές απόπειρες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ιδιόμορφο βιβλίο, placebo μυθιστόρημα, γιατί από επιλογή, προφανώς, του δημιουργού του και πολυπρισματική ιστορική και μυθοπλαστική οπτική ιδωμένο, δεν τηρεί κατά γράμμα τεχνικές και κανόνες του είδους — και ευτυχώς. Δεν έχεις ξαναδιαβάσει κάτι τέτοιο. Συναρπαστική, καταιγιστική αφήγηση μιας αληθινής ιστορίας ηρώων του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου που θα σε καθηλώσει με την τόλμη, το νεύρο και το ύφος αλλά και την κινηματογραφικότητά της —είναι σαν να βλέπεις ταινία μέσα στο μυαλό σου—, που, αν και επιμελώς ατημέλητη και με τις σφήνες του Binet, που αφηγείται πρωτοπρόσωπα και μη γραμμικά (πηγαίνοντας πότε στο χτες και πότε στο τώρα), να μην τελειώνουν ποτέ, δεν στερείται αισθητικής και ιστορικοπολιτικής σοβαρότητας και καταφέρνει να είναι και κατανοητό και μαζί απείρως γοητευτικό.
¤ ΤΗΣ ΣΑΓΚΡΙΑΣ (σελιδοδείκτης, μολυβάκι και πόστιτ σχεδόν επιβάλλονται)
Michel Faber, «Το Βιβλίο των Παράξενων Νέων Πραγμάτων», Εκδόσεις Λιβάνη, μετάφραση Χριστιάννα Σακελλαροπούλου. Ή όταν οι μεγάλοι μπεστσελεράδες/παραμυθάδες της εποχής μας γράφουν δυο-δυο τα αριστουργήματα. Τι να σου πρωτοπώ τώρα, έχω και κόλλημα με τον Faber, αν σου τύχει και το άλλο του αριστούργημα το «Άλικο και το Λευκό», μην το αφήσεις. Διάβασε όλα τα βιβλία του υπέροχου αυτού συγγραφέα, δεν υπάρχει, νομίζω, τωρινός καλύτερός του. To «Βιβλίο των Παράξενων Νέων Πραγμάτων» είναι ένα μνημειώδες μυθιστόρημα που θα σε αιφνιδιάσει με τη διαφορετικότητά του, όντας γραμμένο χωρίς αφηγηματικά εφέ, μη κατατάξιμο σε είδος με βάση τα γνωστά κριτήρια, πρωτότυπο, πρωτοπόρο, απ’ αυτά τα σοφά που δεν διαβάζεις συχνά, ουμανιστικό ώς την τελευταία του φράση, γραμμένο απολύτως για μας, εσένα και μένα, φίλε, το ευρύ κοινό, με χαρακτηριστική αρετή τη σεμνότητα της ένθεης διατύπωσης των ερωτημάτων του. Ήρωας του Faber είναι ο τριαντατριάχρονος Βρετανός πάστορας Πίτερ Λι, πρώην μικροκλέφτης και άστεγος, χρήστης ουσιών κάποτε και αναβαπτισμένος τώρα κήρυκας της χριστιανικής πίστης που σώζει ψυχές και ζωές (χαρακτήρας βγαλμένος από τα σπλάχνα του ντοστογιεφσκικού μεγαλείου, έτσι μου φάνηκε), ο οποίος στέλνεται —αφού θεωρηθεί κατάλληλος και επιλεγεί αυτός και μόνον αυτός από χιλιάδες άλλους υποψήφιους με μια πολύ εξειδικευμένη και αυστηρή σειρά συνεντεύξεων— στο αχανές διάστημα, σ’ έναν άλλο πλανήτη με ατμόσφαιρα παρόμοια με της Γης. Ο ευαίσθητος και καλός Πίτερ, ευγνώμων και πιστός πέρα για πέρα στον Θεό του, Θεό τυπικώς των χριστιανών, θα βρεθεί μπροστά σ’ ένα περιβάλλον αλλόκοτο και μυστηριακό, με τους δικούς του κατοίκους, αλλιώτικο, μα στο οποίο μπορεί και ο άνθρωπος της γης να (επι)ζήσει. Μπορεί; Και πώς;
Έλενορ Κάτον, «Τα φώτα», Εκδόσεις Polaris, απόδοση Έφη Καλλιφατίδη. Η ευρηματική Έλενορ Κάτον, που ούτε τριάντα χρονών δεν είναι και το πήρε το Bookerάκι της, διαλέγει να σου αφηγηθεί —σαν να κάνει εικαστική εγκατάσταση σε σελίδες και με λέξεις— μια τεράστια ιστορία βγαλμένη από τα σπλάγχνα της gold rush στη Νέα Ζηλανδία του 1865 και στήνει έναν άψογο βικτωριανό κόσμο στην άλλη άκρη του πλανήτη, στην οποία κάθε καρυδιάς καρύδι από την Ευρώπη πηγαίνει για να αναζητήσει την μοίρα του. Σιγά μη σου πω λεπτομέρειες για την εικαστική εγκατάσταση, φίλε, δεν έχεις ξαναδεί παρόμοιο στήσιμο μυθιστορήματος και δεν θέλω να σου στερήσω την έκπληξη (αν και μου τη δίνει η περί spoil εμμονή επειδή έχει παραγίνει· μια κι η Καρένινα πέφτει στο τρένο και το ξέρουν το μη τέλος της οι πάντες να μην ξαναδιαβάσουμε το βιβλίο, ε;). Η Κάτον, να ξέρεις, με εντυπωσίασε και για το φαίνεσθαι και για το γίγνεσθαι του βιβλίου της. Μου δημιούργησε πολλές απαιτήσεις, περιμένω απ’ αυτήν ακόμα πιο σπουδαία πράγματα. Γράφει με αριστοτεχνικό τρόπο τολμώντας νέες, περίεργες συνδέσεις αφήγησης και παίζοντας/ρισκάροντας με τη δόμηση της μυθοπλασίας, με τρόπο πολύ ευφυή που, όπως σου είπα, δεν έχω ξαναδεί σε άλλο πολυσέλιδο μυθιστόρημα κι αυτό ήταν που με γοήτευσε πάνω απ’ όλα. Κι έτσι, αν και της βρήκα κουσουράκια, δεν γίνεται να μη σου την προτείνω, επίμονα κιόλας: είναι μεγάλο ταλέντο.
Charles Maturin, «Μέλμοθ ο Περιπλανώμενος», Εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση Χαρά Σύρου. Έλα, άσε τις προσφορές τώρα, αυτά που ξεφυλλίζεις σε λίγες βδομάδες θα τα έχουν 200% έκπτωση με δώρο κουβαδάκι και ποτιστήρι. Έξι προτάσεις σου κάνω όλες κι όλες κι έστυψα το μυαλό μου να είναι ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ. Το λοιπόν, στην εκδοχή του Maturin ο Διάβολος θα ζητήσει την ψυχή του Μέλμοθ που σαν ένας άλλος Φάουστ, προκειμένου να ζήσει 150 ολόκληρα χρόνια υπεράνθρωπης δύναμης και άφταστης γνώσης, νιότης και θαλερότητας, θα παζαρέψει σκληρά για τα προσδοκώμενα οφέλη, μα θα πρέπει πριν τελειώσει η προθεσμία να την αντικαταστήσει —αυτή την εκχωρημένη στο σκότος ψυχή που στο μεταξύ δεν θα έχει απολαύσει αυτά που απέκτησε, παρά μόνο θα έχει κυριευτεί από ανείπωτη θλίψη— με την ψυχή ενός άλλου, μιας γυναίκας ή ενός άντρα, αδιάφορο, που συνειδητά θα θελήσει τη σκυτάλη της. Καταλαβαίνεις για τι βιβλίο σου μιλάω; Μεγάλο μεταφορικά και κυριολεκτικά, που δεν γίνεται να διαβαστεί αποστασιοποιημένα, η αφήγηση και η ιστορία αυτή καθαυτή θα σε κρατά από την αρχή χωμένο ώς τον λαιμό στην ατμόσφαιρά της. Μην κιοτέψεις, άσε τις προφάσεις, τέτοια στοχαστικά κείμενα που να μπορείς όμως να τα καταλάβεις μέχρι την τελευταία λέξη δεν σου τυχαίνουν συχνά — μη χαραμίσεις το καλοκαίρι σου σε ψιλολόγια, ναι;