Το άτοπο του «εθνικού νομίσματος»

P
Νίκος Ψαρρός

Το άτοπο του «εθνικού νομίσματος»

Έχει ήδη αναλυθεί αρκετά και από πολλούς (και πρόσφατα στο εξαιρετικό άρθρο του Δημήτρη Σκάλκου στον Amagi) ότι η τυχόν έξοδος από την ΟΝΕ θα ήταν καταστροφική για την χώρα. Όμως οι αμφισβητήσεις αυτής της θέσης εξακολουθούν να υφίστανται και έχουν τον τελευταίο καιρό πάλι ενισχυθεί. Κατά τη γνώμη μου, ένας από τους λόγους αυτής της επιμονής είναι ότι πολλοί πιστεύουν ότι η έξοδος από την ΟΝΕ είναι μία τουλάχιστον θεωρητική δυνατότητα επιλογής, η οποία μόνο για πρακτικούς λόγους δεν πραγματοποιείται. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί ποντάρουν και στην πιθανότητα της αυτοδιάλυσης της ΟΝΕ και της γενικής μετάβασης σε άλλα νομισματικά σχήματα.

Όμως αυτή η άποψη είναι εσφαλμένη. Η ειρηνική και συντεταγμένη έξοδος από την ΟΝΕ δεν υφίσταται ούτε θεωρητικά, πόσο μάλλον πρακτικά. Βέβαια οι συνθήκες της ΕΕ προβλέπουν τη δυνατότητα μίας εξόδου από την ΟΝΕ —που θα σημαίνει ταυτόχρονα και μία έξοδο από την ΕΕ—, αλλά αυτή η δυνατότητα είναι μόνο μία ευφημιστική περιγραφή μιας διαδικασίας που ισοδυναμεί με πόλεμο — κάτι που ήδη διαφαίνεται στην περίπτωση και του θεσμικά πιο «απλού» Brexit. Στην πραγματικότητα, η έξοδος από την ΟΝΕ θα είναι καταστροφική για κάθε μέλος της, ακόμα και για την ισχυρότερη οικονομία της, τη γερμανική. Ο λόγος είναι ότι με την είσοδό τους στην ΟΝΕ όλα τα κράτη-μέλη της έχουν όχι μόνο παραιτηθεί από ένα κυριαρχικό τους δικαίωμα, την έκδοση νομίσματος, αλλά έχουν παραδώσει και τα μέσα για να επιτύχουν κάτι τέτοιο. Αυτό σημαίνει ότι είναι πλέον αδύνατον για ένα κράτος-μέλος της ΟΝΕ να εκδώσει κρατικό νόμισμα χωρίς να περάσει μια αρκετά μεγάλη μεταβατική περίοδο, η οποία θα ισοδυναμεί με διάλυση και επανασύσταση της κρατικής του δομής με όλες τις αρνητικές συνέπειες μιας τέτοιας διαδικασίας.

Η αδυναμία όλων των κρατών-μελών της ΟΝΕ να εκδώσουν και να στηρίξουν «εσωτερικό» κρατικό νόμισμα έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι δεν έχουν πλέον ικανά συναλλαγματικά αποθέματα σε ένα άλλο αποθετικό νόμισμα, ώστε να μπορέσουν να στηρίξουν την ισοτιμία του νέου νομίσματος στην παγκόσμια νομισματική αγορά. Με την είσοδο στην ΟΝΕ, όλα τα συναλλαγματικά αποθέματα σε ξένο νόμισμα έχουν περιέλθει στην ιδιοκτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, διότι οι επιμέρους εθνικές κεντρικές τράπεζες είναι πλέον θυγατρικοί οργανισμοί της. Η ΕΚΤ έπρεπε να «προικοδοτηθεί» με αυτά για να είναι σε θέση να δρα στη διεθνή νομισματική σκηνή και να στηρίζει την ισοτιμία και τη σταθερότητα του ευρώ, αλλά και για να μπορέσει αυτό να γίνει το ίδιο αποθετικό νόμισμα, μία ιδιότητα που δεν είχε κανένα από τα παλαιά νομίσματα των κρατών-μελών της ΟΝΕ.

Πριν το ευρώ, το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα στηριζόταν στην ισορροπία ανάμεσα στο δολάριο και το γιεν ως κύριους πυλώνες και στο ελβετικό φράγκο και στη στερλίνα ως δευτερεύοντες. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση και η συνεπαγόμενη κατάργηση του νομισματικού ανταγωνισμού ανάμεσα στα μέλη τής ΕΟΚ, και της μετέπειτα ΕΕ, είχε όμως ως συνέπεια την «προαγωγή» του γερμανικού μάρκου σε άτυπο τρίτο αποθετικό νόμισμα, διαταράσσοντας έτσι το σύστημα εσωτερικών ισορροπιών ανάμεσα στα νομίσματα των κρατών-μελών τής ΕΕ. Η μόνη λύση ήταν να επωμιστούν όλοι το βάρος της κατοχής ενός αποθετικού νομίσματος, πράγμα που οδήγησε στη δημιουργία της ΟΝΕ και στη θέσπιση του ευρώ. Το ευρώ λοιπόν δεν είναι ένα απλό νόμισμα διακανονισμού συναλλαγών και συσσώρευσης πλούτου, αλλά και ένας από τους τρείς βασικούς ρυθμιστικούς παράγοντες της παγκόσμιας οικονομίας: είναι το τρίτο βασικό παγκόσμιο αποθετικό νόμισμα, υποβαθμίζοντας τη σημασία της στερλίνας (προκαλώντας έτσι την σπασμωδική αντίδραση του Brexit) και του ελβετικού φράγκου.

Η αποχώρηση από το ευρώ σημαίνει λοιπόν την εγκατάσταση ενός κρατικού νομίσματος το οποίο δεν θα μπορεί να ελέγχει την αξία του στο διεθνές νομισματικό σύστημα, γιατί το κράτος που θα το εκδώσει δεν έχει τα αναγκαία συναλλαγματικά αποθέματα για να δράσει στο πεδίο των διεθνών νομισματικών ισοτιμιών, ακόμα και αν συνυπολογίσει κανείς τα αποθέματα χρυσού που ίσως έχει ακόμη στη διάθεσή του. Για την Ελλάδα, μία έξοδος από το ευρώ θα σήμαινε την καταβαράθρωση του νέου νομίσματος, για τη Γερμανία, η δική της έξοδος θα σήμαινε την εκρηκτική υπερτίμησή του. Και στις δύο περιπτώσεις οι συνέπειες για την οικονομία και τη ζωή των ανθρώπων θα ήταν καταστροφικές και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και στις δύο περιπτώσεις η έξοδος από την ΟΝΕ ισοδυναμεί με την κατάργηση των νομισματικών συναλλαγών και τη θέσπιση της ανταλλακτικής οικονομίας, κάτι που θεσμικά έχει καταργηθεί ήδη από την Εποχή του Χαλκού.

Μερικοί θα πουν ότι στην περίπτωση μιας αδύνατης οικονομίας, όπως η ελληνική, το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί στην αρχή τουλάχιστον με τη εισαγωγή ενός μη ελεύθερα μετατρέψιμου νομίσματος. Από την μια μεριά όμως κάτι τέτοιο θα διέλυε κάθε ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα που έχει απομείνει σε μια οικονομία της οποίας η ραχοκοκαλιά είναι οι μικροί ελεύθεροι επαγγελματίες. Από την άλλη, το σύστημα περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και η ντε φάκτο κατάργηση της απεριόριστης κυκλοφορίας τυπωμένου χρήματος που έχει εισαχθεί εδώ και ενάμιση χρόνο με τον περιορισμό των αναλήψεων ισοδυναμούν με μερική κατάργηση της ελεύθερης μετατρεψιμότητας του νομίσματος που κυκλοφορεί στην ελληνική επικράτεια. Με άλλα λόγια, αυτή τη στιγμή ισχύει στην Ελλάδα ένα ιδιότυπο καθεστώς «διπλού νομίσματος» το οποίο προσπαθεί να περιορίσει τις συνέπειες της ντε φάκτο χρεοκοπίας και να αποτρέψει την καταστροφή που θα είχε ως συνέπεια η ολοκληρωτική κατάργηση του νομίσματος.

Η είσοδος στην ΟΝΕ όλων των κρατών που έχουν ως σκοπό την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την ειρηνική συνεργασία ήταν από την αρχή αναπόφευκτη και μη αναστρέψιμη και η έξοδος θα είναι καταστροφική σε βαθμό που δεν μπορεί να προσδιοριστεί, ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά. Είναι προφανές ότι η οικονομική ομοιογένεια της ΕΕ δεν έχει επιτευχθεί ακόμα και δεν είναι σίγουρο ότι θα γίνει πραγματικότητα στο αμέσως επόμενο μέλλον. Αυτός όμως είναι ακόμα ένας λόγος για να εργαστούμε όλοι μαζί για την πραγματοποίησή της. Βαθιές μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες. Αλλά για να μπορέσει η Ελλάδα να επιχειρηματολογήσει αξιόπιστα και να κάνει προτάσεις αποδεκτές από τους άλλους εταίρους, πρέπει πρώτα να επαναποκτήσει μια οικονομία που θα λειτουργεί κανονικά μέσα στο υφιστάμενο πλαίσιο. Για να γίνει αυτό πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις και να πληρωθεί το κόστος της απομυθοποίησης του ελληνικού τρόπου ζωής και της προσγείωσης στην πραγματικότητα. Η φυγή από την ενωμένη Ευρώπη και την ΟΝΕ θα είναι χειρότερη από την αυτοκτονία — γιατί τότε ούτε καν ο θάνατος θα είναι σίγουρος…