Δέκα μέρες στην Αβάνα [2]
[ Μέρος 1ο ]
Με την εξαίρεση της πρόσβασης στα λόμπι λίγων μεγάλων ξενοδοχείων (7 δολάρια την ώρα), ο μόνος (νόμιμος) τρόπος πρόσβασης στο ίντερνετ στην Κούβα είναι ο εξής: βρίσκεις το κεντρικό κτίριο της ETECSA (ο ΟΤΕ της Κούβας) και στήνεσαι για 1-2 ώρες στην ουρά έξω από το κτίριο (δηλαδή σε ένα μικρό πεζοδρόμιο, ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών). Η ουρά φαίνεται μικρή, αλλά, κατά έναν μαγικό, εντελώς κουβανέζικο τρόπο, διαστέλλεται συνεχώς, με ντόπιους που ενδεχομένως είχαν περάσει πριν από καμιά ώρα και είχαν καπαρώσει θέση, ή γνωρίζουν κάποιον και του πιάνουν κουβέντα, ή ανήκουν σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, ή απλώς είναι πολύ καλοί στο να ελίσσονται και να βγαίνουν μπροστά σου. Η ουρά αυτή είναι κοινή για όλους, ασχέτως της δουλειάς για την οποία έχουν πάει εκεί.
Όταν τελικά καταφέρεις να μπεις στο (άδειο) φουαγιέ της ETECSA, μία σειρά από υποαπασχολούμενους υπαλλήλους σε κατευθύνει προς τα τρία-τέσσερα ανοιχτά γκισέ. Εκεί αγοράζεις μέχρι τρεις ωριαίες κάρτες πρόσβασης στο ίντερνετ με κόστος που για τους τουρίστες είναι προσιτό (1,50 δολάριο ανά κάρτα), αλλά για τους Κουβανούς το καθιστά είδος πολυτελείας. Εννοείται ότι τα προσωπικά σου δεδομένα (όνομα, αριθμός διαβατηρίου κλπ.) καταγράφονται και η χρήση του διαδικτύου συνδέεται αυτομάτως με αυτά. Τις κάρτες για το Wi-Fi μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις μόνο στα υπαίθρια hotspot που συνήθως βρίσκονται σε πλατείες του κέντρου και σε μικρά παρκάκια κατά μήκος της παραλιακής λεωφόρου (του θρυλικού Μαλεκόν). Η πρόσβαση στο ίντερνετ μπορεί να γίνει μόνο μέσα από κινητό τηλέφωνο (τα λάπτοπ μπλοκάρονται, ενώ μέχρι πρόσφατα οι πολίτες της Κούβας ήταν υποχρεωμένοι να δηλώνουν κάθε ηλεκτρονικό υπολογιστή στην κατοχή τους). Η χρήση του ίντερνετ σε ιδιωτικό χώρο απαγορεύεται. Τόσο λόγω του κυβερνητικού ελέγχου, όσο και λόγω του εμπάργκο των ΗΠΑ, το περιεχόμενο και η χρήση του διαδικτύου υπόκειται σε αρκετά αυστηρούς περιορισμούς (π.χ., η Google επιτρέπει την πρόσβαση μόνο σε προσωπικούς, και όχι επαγγελματικούς, λογαριασμούς email).
Ως αποτέλεσμα αυτού του συστήματος, κάθε στιγμή της ημέρας και της νύχτας μικρότερα ή μεγαλύτερα «μελίσσια» ανθρώπων συγκεντρώνονται και στριφογυρίζουν γύρω από πλατείες και πάρκα προσπαθώντας να πιάσουν καλό σήμα και να εκμεταλλευτούν κάθε δευτερόλεπτο από την ωριαία κάρτα σύνδεσης. (Ένα πρόσθετο άγχος είναι ότι, αν η σύνδεση κοπεί λόγω κακού σήματος χωρίς να έχεις αποσυνδεθεί κανονικά, τότε ο χρόνος της κάρτας ενδέχεται να συνεχίσει να καταναλώνεται και, εάν δεν καταφέρεις να ξαναμπείς για να αποσυνδεθείς κανονικά, να εξαντληθεί). Κάπως έτσι ξεκίνησε η πρώτη πραγματική αποχή μου από τον ψηφιακό πολιτισμό. Στα τρία ή τέσσερα λεπτά χρήσης κάθε μέρα, μόλις που προλάβαινα να ρίξω μία κλεφτή ματιά στο προσωπικό μου email και να ανοίξω το ημερήσιο δελτίο του FACT, το οποίο ―χωρίς πρόσβαση σε τηλεόραση, εφημερίδες ή άλλα μέσα ενημέρωσης ή μαζικής επικοινωνίας― ήταν το μοναδικό σημείο επαφής μου με την επικαιρότητα και τον πολιτισμό εκτός Κούβας.
Αυτή την ασήμαντη προσωπική εμπειρία την αναφέρω γιατί αντικατοπτρίζει μία ευρύτερη και πολύ πιο σημαντική κοινωνική πραγματικότητα: μία δραματική αντίστιξη της ζωής στην Κούβα με την καθημερινότητα στον ψηφιακά ανεπτυγμένο κόσμο ― με τις ανέσεις, τις πολυτέλειες, τις ευκαιρίες, αλλά και τις ανάγκες και προβλήματα που η τεχνολογική πρόοδος δημιουργεί. Τις ημέρες που ακολούθησαν, η ψηφιακή αποτοξίνωση μου προσέφερε απλόχερα όχι απλώς στιγμές, αλλά ώρες ολόκληρες ηρεμίας και συγκέντρωσης: να πέφτεις για ύπνο και να ξυπνάς το πρωί χωρίς τις συνεχείς υπενθυμίσεις των εκκρεμοτήτων, των παραλείψεών σου, των απαιτήσεων των άλλων· να κοιμάσαι χωρίς να απλώνεις το χέρι για να πιάσεις το κινητό μες στα άγρια χαράματα· να βάζεις ακουστικά και να ακούς τη μουσική, όχι σαν υπόκρουση στην καθημερινότητα σου αλλά ως αυτούσια δημιουργία· να διαβάζεις ένα βιβλίο χωρίς να διακόπτεσαι κάθε δύο παραγράφους· να νιώθεις, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, το αίσθημα της βαρεμάρας ― μία πολυτέλεια την οποία πλέον ξορκίζουμε ως ταμπού (αλλά εντέλει, στην απεγνωσμένη προσπάθεια μας να την αποφύγουμε, καταλήγουμε να τη βιώνουμε με πολύ χειρότερο και πιο αντιπαραγωγικό τρόπο).
Ο χρόνος στην Κούβα διαστέλλεται, και αυτή είναι η πρώτη και σημαντικότερη διαφορά που βιώνει ο επισκέπτης. Κάθεσαι ξαπλωμένος στο σπαρτιάτικο δωμάτιο της οικογένειας που σε φιλοξενεί ― ένα παμπάλαιο στρώμα με σούστες, ψυγείο με Tukola (η κουβανέζικη εκδοχή της Coca Cola) και εμφιαλωμένο νερό, λάμπες φθορίου (όπως και παντού αλλού), ένα μικρό μπάνιο, ένα μικρό παράθυρο που βλέπει στο Μαλεκόν. Αργές, ζεστές, υγρές μέρες που σταδιακά τείνουν προς την εξιδανικευμένη εικόνα που όλα αυτά τα χρόνια έχεις πλάσει στο μυαλό σου για τα καλοκαίρια της παιδικής ηλικίας σε ελληνικά χωριά, νησιά και άδεια μητροπολιτικά κέντρα· εικόνες και αναμνήσεις για τη γνησιότητα των οποίων είχες αρχίσει πλέον να αμφιβάλλεις, αφού μοιάζουν τόσο μα τόσο απομακρυσμένες από την τωρινή πραγματικότητα. Η απομονωμένη ζωή στην Κούβα είναι το τέλειο αποδεικτικό στοιχείο ότι εκείνο το παρελθόν υπήρξε, αφού απλώς το παρελθόν εκείνο υπάρχει ακόμα εδώ, στην Αβάνα. Και κάπως έτσι συνειδητοποιείς ότι εμείς έχουμε χάσει κάτι σημαντικό, ενώ ταυτόχρονα οι Κουβανοί μόλις τώρα ανακαλύπτουν κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό.
Σε αυτό το σημείο, ακόμη και ο πιο καλόπιστος αναγνώστης θα εντοπίσει την ειρωνεία: όταν μία ολόκληρη χώρα πασχίζει να αποκτήσει πρόσβαση σε ψηφιακές υπηρεσίες, πληροφορίες και ελευθερίες που για σένα είναι πλέον δεδομένες, το να απολαμβάνεις την επικοινωνιακή «έρημο» από την ασφάλεια της ιδιότητάς σου ως περαστικού τουρίστα είναι μάλλον μία μεταμοντέρνα εκδοχή του οριενταλισμού. Πολλοί απορρίπτουν τα παράπονα των καταναλωτών της Δύσης σαν «προβλήματα του Πρώτου Κόσμου» (1st World problems). Όταν εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη τη Γη δεν έχουν καθαρό νερό, φαγητό ή στέγη, το να γκρινιάζεις επειδή δεν μπορείς να ξεκολλήσεις από το Facebook ή επειδή λαμβάνεις πολλά διαφημιστικά μηνύματα από αισθητικούς προσώπου στο email σου, όντως ακούγεται σαν ασέβεια, σαν ύβρις.
Η αλήθεια όμως είναι ότι ο καθένας βιώνει την πραγματικότητα μέσα στις συγκεκριμένες κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες του τόπου του. Η κοινότητα θέτει προσδοκίες και απαιτήσεις από το άτομο ανάλογες των μέσων και των δυνατοτήτων που του παρέχει. Το να ζήσεις μία «ζωή Κούβας» με τα καλά της και τα κακά της στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη είναι τόσο πρακτικά αδύνατο, όσο και το να ζήσεις μία «ζωή Βρετανίας ή ΗΠΑ» με τα αντίστοιχα καλά και κακά τους στην Αβάνα. (Όταν δε συγκεκριμένες τεχνολογικές εφαρμογές και επιλογές μας έχουν αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής και τη σωματική και πνευματική μας υγεία, όταν εκατομμύρια χρήστες στην ανεπτυγμένη Δύση, αλλά και στην Άπω Ανατολή, αντιμετωπίζουν διαταραχές ύπνου, στρες και αδυναμία συγκέντρωσης, τότε αυτά παύουν να είναι ζητήματα πολυτελείας και γίνονται ζητήματα ουσίας).
Για τους νέους της Κούβας οι κοινωνικές προσδοκίες και τα αντίστοιχα μέσα είναι ακόμα ελάχιστα, εάν όχι μηδαμινά. Παρά το κατά γενική ομολογία καλό εκπαιδευτικό σύστημα, πολλοί νέοι είναι υποαπασχολούμενοι ή άεργοι· η μεγαλύτερή τους φιλοδοξία είναι να φύγουν. Στα μάτια του κόσμου, η Κούβα ήταν πάντα ένα πείραμα πολιτικής οικονομίας· ένα πείραμα υπαρκτού σοσιαλισμού ― με εθνικοποιήσεις, απαλλοτριώσεις και ολοκληρωτικό κρατικό έλεγχο. Όλα αυτά ισχύουν. Η πρόσφατη ιστορία της Κούβας είναι μία ιστορία απομόνωσης· και η απομόνωση αυτή είναι, σαφώς, οικονομική και πολιτική. Ταυτόχρονα όμως ―και εντέλει, ίσως, πρωτίστως― ήταν μία απομόνωση επικοινωνιακή και πολιτισμική.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]
Η σειρά συνοδεύεται από ψηφιακή έκθεση 120 φωτογραφιών: Το Αστικό Τοπίο της Αβάνας.