Δέκα μέρες στην Αβάνα [4]
[ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Μέρος 1ο, 2ο & 3ο]
Αρκετές μέρες πριν φτάσουμε στην Αβάνα, είχα αναγκαστεί να εντρυφήσω στο περίπλοκο νομισματικό σύστημα της Κούβας. Δύο νομίσματα. Δύο σειρές χαρτονομισμάτων και δύο σειρές κερμάτων με παρόμοια σχήματα, χρώματα και μεγέθη. Και τα δύο με το όνομα peso. Με μία πολύ σημαντική διαφορά: το ένα είναι για τους έξω· το άλλο για τους μέσα. Το CUC (γνωστό ως convertible peso ή κουβανέζικο δολλάριο ή ―το συνηθέστερο― απλώς ως «κουκ») είναι ένα επίσημα αναγνωρισμένο «σκληρό» νόμισμα που ισούται πάντα με το αμερικανικό δολάριο. (Όπως προανέφερα, η ειρωνεία δεν σπανίζει στην Κούβα). Το κουκ το χρησιμοποιούν κυρίως οι τουρίστες και ―για μεγαλύτερες συναλλαγές ― οι ντόπιοι. Το CUP (γνωστό ως moneda nacional, δηλαδή «εθνικό νόμισμα» ή απλώς ως «κουπ») αξίζει το ένα εικοστό πέμπτο του δολαρίου (και άρα και του CUC). Είναι το καθημερινό νόμισμα των Κουβανών. Η εξαγωγή συναλλάγματος από την Κούβα απαγορεύεται, με αποτέλεσμα η πρώτη σου επαφή με το νόμισμα να γίνεται στο αεροδρόμιο, αφού περάσεις τους ελέγχους διαβατηρίων, αποσκευών (οι αποσκευές ελέγχονται και μετά τις αφίξεις) και τελωνείου. Πριν φύγεις από την Κούβα, πρέπει οπωσδήποτε να έχεις ξοδέψει ή να έχεις αλλάξει όσα CUC και CUP σού έχουν απομείνει.
Τα δύο αυτά νομίσματα εμφανίζονται σε διάφορα χαρτονομίσματα (1, 3, 5 κλπ.) και σε κέρματα των λεπτών (centavos) του peso. Και εκεί αρχίζουν να περιπλέκονται λίγο τα πράγματα. Οι περισσότερες συναλλαγές των τουριστών (ξενοδοχεία, εστιατόρια, τουριστικά μαγαζιά κλπ.) γίνονται με CUC. Ωστόσο σε λεωφορεία, μικρομάγαζα, πλανόδιους πωλητές και άλλες συναλλαγές, η πληρωμή γίνεται με CUP. Συχνά πληρώνεις με το ένα και παίρνεις ρέστα στο άλλο (το οποίο είναι και ένας από τους συνηθέστερους τρόπους απάτης, αφού το νόμισμα του 1 CUC είναι πολύ παρόμοιο με αυτό των 3 CUP, το οποίο φυσικά έχει το 1/8 της αξίας του· αν και στις δέκα μέρες της παραμονής μας αυτό συνέβη μόνο μία φορά).
Η διακύμανση των τιμών είναι τεράστια: αγαθά που για τον Δυτικό τουρίστα είναι σχετικά φτηνά (3-5 δολάρια για τα καλύτερα και μεγαλύτερα κοκτέιλ) για τον μέσο Κουβανό ισούνται με το ένα πέμπτο του μισθού του. Σε ένα εκτεταμένο δίκτυο οικιακών επιχειρήσεων (οι ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Κούβα συνήθως ξεκινάνε από και βρίσκονται μέσα σε σπίτια), στο πίσω μέρος μικρομάγαζων, εστιατορίων και αυλών, ο ντόπιος μπορεί να βρει το ίδιο πράγμα για μερικά centavos.
Το Coppelia στην 23η Οδό του Vedado (γνωστή και ως La Rampa) είναι το πιο γνωστό παγωτατζίδικο και ένα από τα πιο δημοφιλή στέκια της Αβάνας. Κρατικό ―όπως άλλωστε όλα τα επίσημα ξενοδοχεία και εστιατόρια―, το Coppelia βασίστηκε σε ιδέα του ίδιου του Φιντέλ Κάστρο που ήθελε να μοιραστεί την αγάπη του για τα γαλακτοκομικά προϊόντα με τον λαό της Κούβας. Το Coppelia στεγάζεται σε ένα μεγάλο περίπτερο από γυαλί και τσιμέντο βαμμένο στα εθνικά χρώματα (γαλάζιο, κόκκινο και άσπρο) που χτίστηκε το 1966 στο κέντρο ενός μικρού πάρκου. Το σκηνικό θυμίζει ταλαιπωρημένο κτίριο του ΕΟΤ μέσα σε μία τροπική πλατεία. Οι ουρές έξω από το πάρκο εντυπωσιακές ― και μόνιμο στοιχείο του αστικού τοπίου. Κουβανοί κάθε ηλικίας, οικογένειες με τα παιδιά τους στολισμένα, μαζεύονται εκεί για (ομολογουμένως εξαιρετικό) παγωτό. Για κάποιους ίσως είναι η έξοδος της εβδομάδας.
Όταν η καταρρακτώδης βροχή επιτέλους κοπάζει, ο Αντώνης κι εγώ φτάνουμε στο πάρκο και προσπαθούμε να εντοπίσουμε την είσοδο. Σειρές ανθρώπων στέκονται υπομονετικά στο πεζοδρόμιο χωρίς να είναι ξεκάθαρο τι περιμένουν. Η ουρά δεν φαίνεται να προχωράει· για την ακρίβεια, δεν καταλήγει καν πουθενά, απλώς υπάρχει, σαν σε ταινία του Αγγελόπουλου. Μέσα από το σύμπλεγμα έρχεται ένα ηχητικό κύμα πελατών.
Ψάχνοντας την αρχή της ουράς και την είσοδο, φτάνουμε στην άλλη πλευρά του τετραγώνου, όπου δεν υπάρχει ψυχή εκτός από μία υπάλληλο με ασύρματο και χαρτιά. Μας ρωτάει τι ψάχνουμε. Τις απαντάμε, «Παγωτό». Μας δείχνει την (έρημη) είσοδο και μας προτρέπει να περάσουμε. Ακολουθεί μία αλληλουχία νοημάτων και συνεννοήσεων ανάμεσα σε υπαλλήλους κατά μήκος της διαδρομής, στην οποία δεν συναντάμε άλλον πελάτη. Περνώντας δίπλα από τον κεντρικό χώρο με τα πλήθη να καταβροχθίζουν χαρούμενοι την αμβροσία του Coppelia, οι οδηγίες μας είναι να ανέβουμε τα σκαλιά και να μπούμε στον πρώτο όροφο. Εκεί βρισκόμαστε σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα, με μπλε και πορτοκαλί τοίχους, αρκετά άδεια τραπέζια, μία παρέα που ετοιμάζεται να φύγει, και τον σερβιτόρο. Όταν του λέω απορημένος ότι «είδαμε πολύ κόσμο να περιμένει έξω», μου απαντάει με απόλυτη φυσικότητα: «Περιμένουν να πληρώσουν με CUP». Χωρίς να το καταλάβουμε, έχοντας μόνο την ιδιότητα του ξένου, βρεθήκαμε σε κάτι που μοιάζει με ζώνη VIP του ζαχαροπλαστείου.
Τα δύο νομίσματα και ολόκληρη η βιομηχανία που έχει στηθεί γύρω από αυτά είναι η ιδανική αλληγορία για τη σύγχρονη Κούβα: οι μέσα και οι έξω. Δύο ξεχωριστοί κόσμοι. Πολλά μαγαζιά έχουν διπλούς τιμοκαταλόγους. Χωρίς αυτό να είναι πάντα φανερό, κάποια έχουν διπλές τιμές. Κάποια, όπως το Coppelia, έχουν και διπλές ουρές. Οι κόσμοι αυτοί δύσκολα τέμνονται. Στην Αβάνα υπάρχουν δύο είδη φαρμακείων: για τους τουρίστες, επιβλητικά αποικιοκρατικά κτίρια με ξύλινη επένδυση και άπειρα βάζα και μπουκαλάκια με όλων των ειδών τα ματζούνια· για τους ντόπιους (οι οποίοι προμηθεύονται τα φάρμακα δωρεάν από τα νοσοκομεία), μικρομάγαζα με εξαιρετικά σπιτικά σκευάσματα εναλλακτικής ιατρικής.
Στην αρχή της 23ης Οδού, το Agua y Jabón (Νερό και Σαπούνι) ―τα προϊόντα και οι τιμές του οποίου δεν αφήνουν αμφιβολία ότι προορίζονται για τους τουρίστες― μοιάζει με ένα μικρού μεγέθους δυτικό σουπερμάρκετ. Όπως μπαίνεις μέσα, στ’ αριστερά βλέπεις τα ταμεία και την ουρά· στο βάθος γυαλιστερά ράφια· μπροστά σου η υπάλληλος που, πριν περάσεις τις μπάρες, βάζει όλα σου τα πράγματα σε έναν μεγάλο σάκο με ηλεκτρονικό λουκέτο. Μόλις περάσεις τις μπάρες, συνειδητοποιείς ότι η εικόνα που έβλεπες ήταν μία σκηνοθεσία, μία οφθαλμαπάτη. Το σουπερμάρκετ τώρα μοιάζει σαν καλοφωτισμένο σκηνικό θεάτρου. Τα ράφια είναι σχεδόν άδεια. Δέκα-δεκαπέντε προϊόντα (καθαριστικά και σαμπουάν, εισαγώμενα κυρίως από την Ιταλία) είναι μοιρασμένα τακτικά σε διάφορα σημεία κατά μήκος τριών διαδρόμων ώστε να δίνουν την εντύπωση ενός σύγχρονου, γεμάτου σουπερμάρκετ. Αυτό για το οποίο μπήκες στο μαγαζί ―το χαρτί υγείας, που λόγω χρόνιων ελλείψεων σε χαρτοπολτό είναι είδος πολύτιμο και δίνεται με το σταγονόμετρο― δεν υπάρχει καν. Ένα πακέτο χαρτοπετσέτες κοστίζει τριάμισι δολάρια.
Όχι, δεν ψωνίζουν οι ντόπιοι στο Agua y Jabón. Οι ντόπιοι ψωνίζουν αλλού. Σε υπαίθριες αγορές φρούτων και λαχανικών. Σε υπόστεγα με μεγάλους πάγκους που πουλάνε μερίδες φαγητού για λίγα CUP. Σε κρατικά μαγαζιά που δίνουν όσα προϊόντα δικαιούται κάθε οικογένεια με το δελτίο (οκτώ αυγά το μήνα). Και στην αχανή και αφανή μαύρη αγορά. Σε μία κοινωνία όπου τα πάντα φαίνονται να ρυθμίζονται προσεκτικά από το κράτος, τίποτα και κανείς δεν είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]
Η σειρά συνοδεύεται από ψηφιακή έκθεση 120 φωτογραφιών: Το Αστικό Τοπίο της Αβάνας.