Δέκα μέρες στην Αβάνα [5]
Η Αβάνα είναι στην πραγματικότητα τρεις πόλεις, όχι μία.
Στα ανατολικά, η παλιά πόλη (La Habana Vieja) με παγκοσμίως μοναδική αρχιτεκτονική ―αυτούσια η πόλη ένα μνημείο της UNESCO― ταλαντεύεται ανάμεσα στην εγκατάλειψη και την ανακαίνιση, χάρη στις προσπάθειες ενός κυρίως ανθρώπου: του Eusebio Leal, που εδώ και χρόνια συντονίζει την εκστρατεία αναπαλαίωσης της πόλης. Κτίριο-κτίριο, τοίχο-τοίχο, πλακάκι-πλακάκι· οι εργάτες καθαρίζουν, βάφουν, ξηλώνουν, αναστηλώνουν, διακοσμούν, ξαναδίνουν ζωή σε μία πόλη που τη δεκαετία του ’90 βρέθηκε μια ανάσα από τον θάνατο.
Στη μέση η Κεντρική Αβάνα (Centro Habana & Prado) ― ένας τεράστιος καμβάς φτώχειας. Σαν να έχεις πάρει την πιο όμορφη πόλη του κόσμου και να την έχεις βομβαρδίσει ανελέητα. Περπατάς στην κεντρική Αβάνα και νομίζεις ότι βρίσκεσαι στη Δρέσδη του 1945 ή στο Σεράγεβο του 1995. Κτίρια που κάποτε δέσποζαν πανέμορφα, τώρα χωρίς πόρτες, χωρίς παράθυρα, χωρίς περιττούς τοίχους· κτίρια από τα οποία επιζεί μόνο το κέλυφος ή ο σκελετός, και η μπουγάδα αυτών που ―με κάποιον τρόπο― ζούνε μέσα. Καλώδια και μπάζα παντού. Δρόμοι με τεράστιες λακκούβες. Πεζοδρόμια διαλυμένα. Κι όμως. Τα λύματα που τρέχουν από έναν σπασμένο σωλήνα αποχέτευσης το μόνο πραγματικό ψεγάδι σε μία πόλη που παρά τη βαθιά φτώχεια της εξακολουθεί να χορεύει χαμογελαστή, περήφανη και πεντακάθαρη. Περπατώντας κανείς το βράδυ ―οποιοδήποτε βράδυ― θα δει τη γειτονιά αυτή να ζωντανεύει μέσα στο σκοτάδι. Θα δει παρέες να πηγαίνουν επίσκεψη στους φίλους τους. Θα ακούσει τη μουσική και τα γέλια να αναδύονται μέσα από τις φωτεινές αυλές. Οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, αυτό το αστικό τοπίο θα προκαλούσε φόβο. Σε οποιαδήποτε άλλη πόλη της Κεντρικής ή Λατινικής Αμερικής, ίσως κινδύνευε η ζωή σου. Όχι στην Αβάνα. Η Αβάνα δεν είναι απλώς ασφαλής πόλη. Είναι η πιο ασφαλής πόλη που έχω βρεθεί ποτέ· και είχα την τύχη να ταξιδέψω σε δεκάδες πόλεις, από το Σαν Φρανσίσκο μέχρι τη Μόσχα, και από το Όσλο μέχρι το Μαρακές.
Στα δυτικά, το κοσμοπολίτικο Βεδάδο (Vedado) και λίγο πιο δυτικά το Μιραμάρ, με τις μεγάλες λεωφόρους τους, τα ξενοδοχεία, τα δέντρα, τις επαύλεις ― επαύλεις που οι μεγαλοαστοί της Κούβας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν εν μιά νυκτί το 1959 και να διαφύγουν στο Μαϊάμι, αφήνοντας πίσω τους τα πάντα. Οι επαύλεις αυτές επιτάχθηκαν από την Επανάσταση και πλέον στεγάζουν πρεσβείες, κρατικές υπηρεσίες και τη νέα αστική τάξη της Αβάνας. Στα νότια, η Πλατεία της Επανάστασης με τα μοντέρνα (για τη δεκαετία του ’60) κυβερνητικά κτίρια και τα τεράστια μνημεία.
Τα αμερικανικά αυτοκίνητα της δεκαετίας του ’50 (οι θρυλικές máquinas) γλιστράνε ―ή πιο συχνά αγκομαχάνε― στις λεωφόρους της πόλης αφήνοντας πίσω τους σύννεφα πηχτού καυσαερίου. Ένας απεριόριστος στόλος από διατηρημένες και μετασκευασμένες Chrysler, Studebaker, Buick, Chevrolet και Mercedes, στους πιο απίθανους και φανταχτερούς χρωματικούς συνδυασμούς. Όσα και να έχεις διαβάσει, όσα και να έχεις ακούσει, τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για αυτήν την εμπειρία. Παρατηρούσα το περιβάλλον τριγύρω μου σαν χαμένος, σαν να έχω παραισθήσεις· ακριβώς όπως ο James Franco την πρώτη φορά που «μπαίνει» στο 1960 στο «11.22.63» του Stephen King. Τα κτίρια, οι δρόμοι, τα αυτοκίνητα, η κίνηση των πεζών στα χαντάκια κακοφωτισμένων επαρχιακών λεωφόρων. Ήμουν στο 1960. Δεν ήταν οι άλλοι περίεργοι· εγώ ήμουν ο παράταιρος.
Μαζί με τις γυαλισμένες Chrysler κυκλοφορούν και άπειρα Lada της δεκαετίας του ’70. Υπενθύμιση ότι η χώρα αυτή ήταν το δεύτερο (μετά το Βερολίνο) πολυτιμότερο διακύβευμα και τρόπαιο των δύο υπερδυνάμεων του 20ού αιώνα. Τις δεκαετίες του ’30, του ’40 και του ’50 η Κούβα ήταν ο παιχνιδότοπος του Χόλιγουντ και της Μαφίας· φυτείες, καζίνο, ρούμι, σεξ. Το 1946, το επιβλητικό Hotel Nacional φιλοξένησε τη Διάσκεψη της Αβάνας, την ιστορική συνάντηση των μεγαλύτερων οικογενειών της Μαφίας όλης της Αμερικής. Οι αποφάσεις που πάρθηκαν εκεί καθόρισαν την πορεία του οργανωμένου εγκλήματος τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Τη διασκέδαση των συνδαιτυμόνων ανέλαβε ο Φρανκ Σινάτρα. Μετά την Επανάσταση, το Nacional έγινε ένας από τους βασικούς χώρους φιλοξενίας προσκεκλημένων του Φιντέλ Κάστρο.
Το Nacional είναι μικρογραφία της Κούβας. Καταφέρνει να διατηρεί ταυτόχρονα όλα τα ίχνη και τις επιστρώσεις που άφησε η κάθε εποχή. Πούλμαν με Αμερικανούς τουρίστες (οι οποίοι, δεδομένων των περιορισμών στην έκδοση βίζας, υποθέτει κανείς ότι επισκέπτονται τη χώρα σαν αρχαιολόγοι ή επιστήμονες) έρχονται και φεύγουν το ένα μετά το άλλο. Μπάντες μουσικών παίζουν και ξαναπαίζουν τις επιτυχίες του Buena Vista Social Club. Τα δύο παγόνια-μασκότ του ξενοδοχείου τριγυρνάνε αμέριμνα ανάμεσα στα τραπέζια και κάνουν χαλάστρα στους μουσικούς με τις τσιρίδες τους. Στο βόρειο μέρος του κήπου, τα καταφύγια και μία μικρή έκθεση για την Κρίση των Πυραύλων. Στο φουαγιέ του ξενοδοχείου δεσπόζει η κόκκινη σημαία με τον Τσε και οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες με τον Φιντέλ και σημαντικούς ηγέτες. Στο πωλητήριο δίπλα στην υποδοχή, τα βιβλία για τον Κόλπο των Χοίρων και τα ταξίδια του Τσε. Στους κήπους απολαμβάνουν τα κοκτέιλ και τα πούρα τους επιχειρηματίες από όλο τον κόσμο που είναι εδώ για να ξεσκάσουν. Οι νεαρές Κουβανές που τους συνοδεύουν γελάνε με τα αστεία τους· απόψε θα βγάλουν τα διπλάσια από όσα βγάζει σε δύο μήνες ο κατηφής δημόσιος υπάλληλος που τους σερβίρει απρόθυμα. Η ελεύθερη αγορά ―η ελευθερία γενικά― πάντα βρίσκει τρόπους να παρεισφρέει από την πίσω πόρτα· μέσα από τις ρωγμές του ελέγχου. (Κάποιοι βέβαια ήταν και είναι πάντα πιο ελεύθεροι από άλλους).
Η Julia Cooke σημειώνει ότι επί χρόνια το εθνικό σπορ των Κουβανών ήταν το να περιμένουν. Χρόνια, δεκαετίες, περίμεναν να πεθάνει ο Φιντέλ· να αρθεί το μισητό εμπάργκο· να αλλάξει κάτι· να φύγουν· να ενωθούν με τις οικογένειές τους· να αναπτύξουν την ταυτότητά τους· να κάνουν κάτι. Οι ξένοι ―οι επισκέπτες, οι τουρίστες, οι επιχειρηματίες― δεν αποτελούν μόνο σημαντική πηγή εσόδων, αλλά «σκουληκότρυπα ευκαιρίας». Ο νεαρός ή η νεαρή που θα σε προσεγγίσει και θα πει χαμογελαστός το ποιηματάκι του («Καλωσήρθες στην Κούβα! Πόσες μέρες είσαι εδώ; Από ποια χώρα είσαι;» κ.ο.κ.) δεν θέλει μόνο να σου κάνει τον οδηγό με το αζημίωτο ή να σου πουλήσει λαθραία πούρα ή να τον κεράσεις ρούμι σε ένα από τα άπειρα (μάλλον ανύπαρκτα) «φεστιβάλ». Κάθε επαφή με ξένο τού ανοίγει μία μικρή πιθανή διέξοδο, είτε αυτό περιλαμβάνει μία επιστολή πρόσκλησης (και άρα βίζα) για το εξωτερικό, είτε μία εγκυμοσύνη, είτε πληροφορίες για τη ζωή «εκεί έξω», είτε απλώς μία υπόσχεση επιστροφής.
Η πρώτη εντύπωση που δίνει η Αβάνα στον επισκέπτη είναι αυτή ενός ενυδρείου· ενός τεράστιου μουσείου· μίας πόλης ταριχευμένης, παγωμένης στον χρόνο σαν τους κατοίκους της. Κι όμως, μέσα στη στασιμότητα και τη συνύπαρξη των αντιφάσεων, τα σημάδια της αλλαγής είναι εκεί. Η Κούβα αλλάζει, αδιόρατα αλλά αδιαμφισβήτητα.
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]
Η σειρά συνοδεύεται από ψηφιακή έκθεση 120 φωτογραφιών: Το Αστικό Τοπίο της Αβάνας.