Το διακύβευμα

P
Ρωμανός Γεροδήμος

Το διακύβευμα

Τα φαινόμενα εκφυλισμού και αποπροσανατολισμού της πολιτικής συζήτησης που παρατηρούμε τις τελευταίες μέρες οφείλονται στη διάχυτη βεβαιότητα για την επικείμενη εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας —αυτό που ονομάζουμε «παράσταση νίκης»— που εμπεδώθηκε με το αποτέλεσμα των πρόσφατων Ευρωεκλογών. Η Νέα Δημοκρατία τα έδωσε όλα πριν τις Ευρωεκλογές, κάνοντας μία πειθαρχημένη καμπάνια, δημιουργώντας έναν ευρύτατο συνασπισμό συμβούλων, πολιτευτών και ψηφοφόρων, από την Κεντροαριστερά μέχρι και τη λαϊκή/λαϊκιστική Δεξιά, με κλιμακωτές ανακοινώσεις προγράμματος και υποψηφίων και ακαριαία αντίδραση σε περιπτώσεις ατυχών δηλώσεων μελών της. Το ίδιο συνεχίζει να κάνει και τώρα. Το πρόβλημα-πρόκληση για τη ΝΔ είναι ότι κανένα κόμμα δεν μπορεί να διατηρήσει τέτοια δυναμική για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα υπό τόσο αναιμικές συνθήκες χωρίς να υπάρξει εφησυχασμός ή εκτροχιασμός του δημοσίου διαλόγου. Ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει η ΝΔ είναι σε δέκα μέρες ο κόσμος είτε να έχει προεξοφλήσει τη διαφορά και την αυτοδυναμία και να πάει για μπάνιο, είτε να ξεχάσει το διακύβευμα· το δίλημμα αυτών των εκλογών. Εάν κάποιος παρακολουθούσε την προεκλογική εκστρατεία των Ευρωεκλογών θα νόμιζε ότι πρόκειται για εθνικές· και αντιστρόφως.

Ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά —ακόμη και από τις μεταπολιτευτικές τιτανομαχίες των δεκαετιών του 1980 και 1990—, το δίλημμα αυτών των εκλογών αφορά δύο και μόνο πρόσωπα: τον Αλέξη Τσίπρα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε και δεν έχει ηγετική ομάδα κόμματος εξουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ όπως τον «γνωρίσαμε» στην εποχή της κρίσης ήταν και είναι ο Αλέξης Τσίπρας. Η δική του παρουσία, προσωπικότητα και ρητορική πήγαν το κόμμα αυτό από το 5% στο 36%· οι δικές του επιλογές και στρατηγική σφράγισαν την πορεία της κυβέρνησής του· η δική του ανεπάρκεια προεξοφλεί τώρα την ήττα του. Η συγκυβέρνηση με την Ακροδεξιά του Πάνου Καμμένου είχε σφραγίδα και υπογραφή Αλέξη Τσίπρα. Η τοποθέτηση σε θέσεις εθνικής, πολιτειακής, κοινοβουλευτικής, πολιτικά και οικονομικά υπαρξιακής ευθύνης χαρακτήρων όπως ο Γιάνης Βαρουφάκης, η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Παναγιώτης Λαφαζάνης ήταν έργο Τσίπρα. Η δημιουργία των συνθηκών που έθεσαν σε άμεσο κίνδυνο την οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτειακή σταθερότητα της χώρας —το Plan B, το παράλληλο νόμισμα, οι μπλόφες Βαρουφάκη και τα capital controls— ήταν έργο Τσίπρα. Η ανάδειξη του Παύλου Πολάκη —του αναπληρωτή υπουργού υγείας που καπνίζει σε συνέντευξη Τύπου και επιτίθεται λεκτικά δημοσίως σε πολίτη με ειδικές ανάγκες— σε διαμορφωτή της ρητορικής και της αισθητικής της κυβέρνησης της χώρας ήταν έργο Τσίπρα. Τα fake news και τα τρολ του Twitter βγήκαν από τα υπόγεια του Μαξίμου. Οι απόπειρες ελέγχου των ΜΜΕ και της δικαιοσύνης έγιναν από τους ανθρώπους του Τσίπρα. Στην οργουελική παράσταση το βράδυ της μεγάλης πυρκαγιάς στο Μάτι πρωταγωνιστούσε ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας. Η απαξίωση και η διάλυση των μηχανισμών πολιτικής προστασίας και η κακοδιαχείριση καταστροφών όπως η διαρροή πετρελαίου που μόλυνε το οικοσύστημα του Σαρωνικού, η φωτιά στον Κάλαμο και η πλημμύρα στη Μάνδρα δεν βαραίνουν μόνο την περιφερειάρχη αλλά πρωτίστως τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Το ότι ένας πρωθυπουργός είναι ανεύθυνος δεν πρέπει να μας υπνωτίζει: η ευθύνη εξακολουθεί να υπάρχει. Η ανομία στον δημόσιο χώρο και η αποθράσυνση του Ρουβίκωνα —η θέα μιας κυβέρνησης που κόπτεται για τις άδειες ηγετών τρομοκρατικής οργάνωσης αλλά αδιαφορεί εντελώς για την απαξίωση των πανεπιστημίων, όταν μάλιστα δεν την ενθαρρύνει— είναι κεντρική πολιτική στρατηγική του Αλέξη Τσίπρα.

Η πορεία του Αλέξη Τσίπρα είναι συνυφασμένη σε τέτοιο βαθμό με την πορεία της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της κρίσης —και η πρωθυπουργία του υπήρξε τοξική και διχαστική σε τέτοιο βαθμό— ώστε οι εκλογές της 7ης Ιουλίου να είναι αναγκαστικά και εκ των πραγμάτων μία τελεσίδικη δημοψηφισματικού χαρακτήρα αποτίμηση της προσφοράς του στον τόπο. Μετά από τρία μνημόνια, επτά πρωθυπουργούς, ένα δημοψήφισμα, μία αναδιάταξη του κομματικού συστήματος, μετά από ακριβώς δέκα χρόνια εντατικής εκπαίδευσης στα δημόσια οικονομικά, στα ομόλογα και στα spread, στους οίκους αξιολόγησης και τις αγορές, στο ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στα κουρέματα και τα κόκκινα δάνεια, στις καμπύλες φορολογίας και πληθωρισμού, στην ανεργία και στο brain drain — η ελληνική κοινωνία κάνει ταμείο και κρίνει όχι μόνο την πρωθυπουργία Τσίπρα αλλά και την πολιτεία Τσίπρα που ήταν σύμπτωμα της κρίσης αλλά ταυτόχρονα και μία από τις βασικές αιτίες της κακοδιαχείρισής της από το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία συνολικά. Το διακύβευμα των εκλογών της 7ης Ιουλίου είναι η ταυτότητα αυτής της χώρας τον 21ο αιώνα.

Το γεγονός ότι στις εκλογές αυτές έχουμε την πολυτέλεια επιλογής ανάμεσα σε δύο διαμετρικά αντίθετες προσωπικότητες και πολιτικές φιλοσοφίες δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, αυτονόητο. Αρκεί να θυμίσουμε ότι ο Αλέξης Τσίπρας κατάφερε να συμβαδίσει με την υποτιθέμενα «αντιμνημονιακή» (εδώ γελάμε) Ακροδεξιά του Πάνου Καμμένου, αλλά και να εντάξει στους κόλπους του ίδιου κόμματος στελέχη της ανανεωτικής Αριστεράς, της νεοκαραμανλικής Δεξιάς, του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ και του πάλαι ποτέ εκσυγχρονισμού. Εάν τον Δεκέμβριο του 2015 ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με τη βοήθεια μερικών χιλιάδων ψηφοφόρων κυρίως του φιλελεύθερου κέντρου, δεν είχε καταφέρει την ανατροπή στις εσωκομματικές εκλογές, το δίλημμά μας τώρα θα ήταν Τσίπρας-Μεϊμαράκης ή Τσίπρας-Τζιτζικώστας.

Η εναλλακτική λύση είναι εξίσου προσωποπαγής. Με τις επιλογές, τις συγκρούσεις και τους συμβιβασμούς του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε μέσα σε τρία χρόνια να διαμορφώσει μία διακριτή, προσωπική αντιπρόταση. Ο Μητσοτάκης ήταν ο μόνος βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας που καταψήφισε την επιλογή Παυλόπουλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Ο Μητσοτάκης ήταν από τους λίγους βουλευτές της αντιπολίτευσης που —εν μέσω εσωκομματικού αγώνα στο κόμμα της συντηρητικής Δεξιάς— υπερψήφισε το σύμφωνο συμβίωσης, ενώ ο κυβερνητικός εταίρος το καταψήφιζε και ενώ η ηγέτης του προοδευτικού κέντρου απουσίαζε. Το μητρώο στελεχών της ΝΔ, η ανανέωση των ψηφοδελτίων, η ενεργοποίηση στελεχών του προοδευτικού κέντρου, η δημιουργία ενός μάχιμου και πεπειραμένου (αν και προς το παρόν ανδροκρατούμενου) επιτελείου συμβούλων και τεχνοκρατών, η άμεση διαγραφή στελεχών που με τις δηλώσεις τους προκαλούν, η προώθηση ενός εντελώς διαφορετικού πολιτικού λόγου και πολιτισμού (με ελάχιστες παραφωνίες), και η προετοιμασία ενός αρκετά επεξεργασμένου προγράμματος και σχεδίου οργάνωσης της κυβέρνησης, είναι όλα προσωπικές επιλογές του Μητσοτάκη.

Θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Ας ξεκινήσουμε με τα κακά νέα. Όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ, και η Νέα Δημοκρατία (σε ένα βαθμό) δεν έχει ακόμα στιβαρή ηγετική ομάδα κορυφαίων, πεπειραμένων και σχετικά άφθαρτων υπουργών (και με τον όρο «ηγετική ομάδα» αναφέρομαι σε δελφίνους, βαρόνους και statesmen/stateswomen, ακόμη και αντιζήλων του ηγέτη, που λειτουργούν σαν πυλώνες του συστήματος). Η τελευταία σοβαρή ηγετική ομάδα της ΝΔ «κάηκε» λόγω της διακυβέρνησης του 2004-2009, που ως γνωστόν προκάλεσε την κρίση χρέους. Μετά το 2009, η Νέα Δημοκρατία λειτούργησε σε ένα πολιτικό-κυβερνητικό σύστημα σε μόνιμη κατάσταση σοκ-κόπωσης, που δεν της επέτρεψε να καλλιεργήσει τέτοιες προσωπικότητες.

Ο ρόλος της ηγετικής ομάδας στο υπουργικό συμβούλιο κοινοβουλευτικών δημοκρατιών δεν έχει εκτιμηθεί επαρκώς. Οι ομάδες αυτές λειτουργούν σαν δημοκρατικά αντίβαρα ενός ισχυρού πρωθυπουργού· αναλαμβάνουν συλλογικά την ευθύνη μεγάλων και δύσκολων αποφάσεων· προσφέρουν θεσμική μνήμη και συνέχεια σε περιπτώσεις αδυναμίας του πρωθυπουργού· κυρίως όμως, μέσω του ανταγωνισμού και των προσωπικών φιλοδοξιών, επιτελούν το σοβαρότατο έργο του «ελέγχου ποιότητας» των ιδεών και των πολιτικών του ηγέτη. Η σημασία, ο αντίκτυπος της απουσίας σοβαρών ηγετικών ομάδων στα δύο μεγάλα κόμματα της Βρετανίας (Συντηρητικοί, Εργατικοί) γίνεται μόλις τώρα εμφανής. (Να προσθέσουμε εδώ ότι η φιλοδοξία είναι μεν αναγκαία αλλά όχι από μόνη της ικανή συνθήκη· απαιτούνται και πολλά άλλα ταλέντα).

Είναι επίσης σχεδόν βέβαιο ότι από την πρώτη στιγμή της πρωθυπουργίας του —ακόμη και εάν καταφέρει να έχει αυτοδυναμία— ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αντιμετωπίσει ένα τσουνάμι αντίστασης: στον κρατικό μηχανισμό, σε πανεπιστήμια και δημόσιους οργανισμούς, στον δημόσιο χώρο. Η διαχείριση αυτής της αντίστασης σε αυστηρά πλαίσια δημοκρατικής νομιμότητας με ταυτόχρονη τήρηση της τάξης θα είναι ίσως το δυσκολότερο τεστ της νέας κυβέρνησης. Τέλος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα κληθεί από την πρώτη στιγμή να αντιμετωπίσει μία σειρά από τις «νάρκες» που είτε έχει τοποθετήσει η κυβέρνηση Τσίπρα, είτε υπάρχουν λόγω του διεθνούς περιβάλλοντος.

Ο νόμος της πολιτικής στην ύστερη νεωτερικότητα —η γενικευμένη δυσπιστία, η υπερπροβολή, η τοξικότητα της δημόσιας σφαίρας, μα κυρίως οι περιορισμοί που αντιμετωπίζουν οι εθνικές κυβερνήσεις (πόσο μάλλον μικρών και φτωχών κρατών όπως η Ελλάδα) λόγω της παγκοσμιοποίησης— επιτάσσει ότι κανείς δεν φεύγει από την πρωθυπουργία από επιλογή του ή εν μέσω αποθέωσης. Αυτό ούτως ή άλλως συνέβαινε σπάνια στο παρελθόν· πλέον, είναι πρακτικά σχεδόν αδύνατο. Με άλλα λόγια, ο Κυριάκος Μητσοτάκης —όπως και όλοι οι δημοκρατικά εκλεγμένοι ηγέτες φιλελεύθερων δημοκρατιών τον 21ο αιώνα— έχει μπροστά του έναν πεπερασμένο πολιτικό βίο, τον οποίο θα ζήσει σε έναν διαρκή εκλογικό και ενημερωτικό κύκλο· μια διακυβέρνηση σε μόνιμο καθεστώς κρίσης, όχι μόνο λόγω των εσωτερικών ζητημάτων, αλλά και λόγω του αναπόφευκτου ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πλαισίου· και που —στατιστικά— είναι αρκετά πιθανό να τελειώσει σε κλίμα απογοήτευσης όσων τώρα έχουν υψηλές προσδοκίες.

Τα καλά νέα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι ότι η ιστορία είναι πολύ πιο γενναιόδωρη από ό,τι η επικαιρότητα. Η πολιτική τον 21ο αιώνα απαιτεί ανθρώπους-καμικάζι, ανθρώπους αποφασισμένους να θυσιάσουν το προσωπικό τους κεφάλαιο και τη δημοφιλία τους για να υπηρετήσουν αξίες και σκοπούς αφανείς μεν πλην μακροπρόθεσμα υπαρξιακούς και θεμελιώδεις. Η Ελλάδα έχει αυτή τη στιγμή μία —ίσως τη μοναδική, σίγουρα περιορισμένου χρόνου— ευκαιρία να μπει σε τροχιά συντεταγμένης ανάκαμψης και βιώσιμης, ειρηνικής ανάτασης· μία ευκαιρία· όχι για να ξαναβρεί τον παλιό της εαυτό, πασαλείβοντας λύσεις και θάβοντας τις αδυναμίες και τα συμπλέγματά της κάτω από το χαλί, αλλά για να αλλάξει, αντιμετωπίζοντας τον κακό της εαυτό κατάματα.

Είναι άλλωστε καιρός. Σε λιγότερο από δύο χρόνια γιορτάζουμε διακόσια ολόκληρα χρόνια από την Επανάσταση του 1821.