Γιατί γράφω

L
Ξένια Κουναλάκη

Γιατί γράφω

Όταν κοιτάω, γράφω από μέσα μου. Τα μάτια μου μεταφράζουν αμέσως το είδωλο σε γραπτό λόγο, το νιώθω ότι δεν μεσολαβεί ο προφορικός, η εικόνα μεταφέρεται κατευθείαν στην οθόνη. Γράφω άλλωστε σχεδόν ταυτόχρονα με τη σκέψη μου και τις αισθήσεις μου, είμαι λίγο σαν τον Στίβεν Χόκινγκ, το πληκτρολόγιο ενεργοποιείται μόλις ανοιγοκλείσω τα μάτια. Προτού τακτοποιήσω όσα θέλω να γράψω σε σκέψεις, τα βλέπω γραμμένα μπροστά μου, και μόνο μετά συνειδητοποιώ ότι όλα αυτά τα αισθάνθηκα και τα σκέφτηκα.

Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που δεν μιλάω ποτέ στο τηλέφωνο, μόνο στέλνω μηνύματα. Έχω δυσκολία στην έκφραση, μια μόνιμη αγκύλωση στο σαγόνι που μου επιβάλλει μια βραδύτητα στη διατύπωση και με αναγκάζει είτε να βυθίζομαι σε σιωπές, είτε να αρχίζω τα «Έεε… έεε… ας πούμε…» κλπ. Συχνά η απουσία ομιλίας δεν με ενοχλεί. Μπορεί να κάθομαι δίπλα-δίπλα με έναν φίλο ή γνωστό και να μη νιώσω καμία ανάγκη να καλύψω το κενό. Αντίθετα, οι άλλοι δεν αντέχουν τις σιωπές, το έχω παρατηρήσει, αισθάνονται αμηχανία και προτιμούν να γεμίσουν το χρόνο με small talk.

Νομίζω ότι θα μπορούσα να περάσω μέρες χωρίς να μιλήσω. Δεν μου λείπει. Στις μεγάλες παρέες βουβαίνομαι και στις ανοιχτές εκδηλώσεις, όταν πρέπει να μιλήσω, γράφω ακόμη και το όνομά μου μήπως το ξεχάσω. «Γεια σας, με λένε Ξένια Κουναλάκη», διαβάζω μέσα από το χαρτί και ντρέπομαι όταν ρίχνουν κλεφτές ματιές οι διπλανοί μου και βλέπουν ότι έχω γράψει μέχρι κι αυτό.

Μια φορά με είχαν καλέσει σε μια δημόσια συζήτηση στη Στέγη, είχε ένα θέμα πολύ αφηρημένο, δυσκολεύτηκα τρομερά να καταλάβω γιατί βρισκόμουν εκεί και, μόλις πέρασαν δύο ώρες, μου πέρασε κάπως η βραδύνοια και ήθελα κάτι να πω, αλλά τότε τέλειωσε ο χρόνος και ο Άγγελος Παπαδημητρίου, αυτός ο γλυκός άνθρωπος, καλλιτέχνης και ηθοποιός, είπε, «Θέλω να πω ένα τραγούδι και να το αφιερώσω στην Ξένια, που δεν μίλησε», και συγκινήθηκα, επειδή μάλλον κατάλαβε ότι δεν είμαι χαζή, αλλά ντροπαλή — ή αγοραφοβική. Είπε ένα ωραίο τραγούδι, της δεκαετίας του ’20, δεν θυμάμαι ποιο, ίσως Αττίκ, κι από τη μια αισθανόμουν λίγο άσχημα που με κοιτούσε στα μάτια και τραγουδούσε, αλλά από την άλλη κολακεύτηκα με την ευαισθησία του. Μου άρεσε αυτή η τρυφερότητα απέναντι στη βουβαμάρα μου.

Πολλές φορές αισθάνομαι κοπιαστική ακόμη και την «καλημέρα/καλησπέρα» που οφείλω να πω στα πλαίσια των κανόνων καλής συμπεριφοράς. Προτιμώ να κρυφτώ μέσα στο ασανσέρ για να μην την πω. Ή να παραστήσω ότι έχω πάθει υστερική τύφλωση όταν διασταυρώνομαι με κάποιον γνωστό μου, μην τυχόν και χρειαστεί να ξεστομίσω τίποτε περιττές κουβέντες.

Αντίθετα, όταν δεν γράφω συστηματικά, κουράζομαι. Σαν να μένουν εγκλωβισμένες κουβέντες μέσα μου που δεν διοχετεύονται και με πνίγουν. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω να κάνω και τίποτα άλλο από το να γράφω. Είμαι παράφωνη, δεν είμαι καλή στα σπορ, δεν ξέρω να μαγειρεύω, δεν ξέρω να πλέκω, είμαι άσχετη στα μαστορέματα, ζωγραφίζω σαν παιδάκι εφτά ετών, δεν ξέρω να ξεχωρίζω τον μαϊντανό από τον άνηθο, τον δυόσμο ή τον βασιλικό, στο σκι πέφτω συνέχεια.

Γράφω κάπως σαν να παίζω πιάνο. Και παράλληλα νιώθω έναν ραπ ρυθμό μέσα μου, όπως κοπανάω τα πλήκτρα. Υπάρχει μια μελωδία σε όλο αυτό, και οι προτάσεις είναι η προσωπική μου παρτιτούρα — στο τέλος μού αρέσει να σταματάω είτε με μια κοφτή πρόταση, που μαζεύει όλο το κείμενο, σαν να έχω ένα μαέστρο και να μου κάνει νόημα με τα χέρια ξαφνικά, «Λήξ’ το τώρα, πλατίασες, χασμουριέται το κοινό», είτε με μια μετέωρη πρόταση, είτε με μια που μοιάζει άσχετη, ξεκάρφωτη, και που μένει να αντηχεί λιγάκι μετά το τέλος της ανάγνωσης.

Όταν ήμουν μικρή, πάλι, οι φίλες μου με παρακαλούσαν να τους γράψω δακρύβρεχτες ερωτικές επιστολές προς τους δυνάμει εραστές τους. Ήμουν κάπως σαν έμμισθη κονδυλοφόρος, αλλά για καλό σκοπό. Μου έλεγαν το θέμα και, ήξερα δεν ήξερα το αντικείμενο του πόθου τους, μπορούσα να γράψω ποταμούς δακρύβρεχτων εξομολογήσεων. Με διασκέδαζαν τρομερά αυτές οι αναθέσεις, νομίζω θα μου πήγαινε να είμαι ποιητής ή θεατρικός συγγραφέας κάποιας αναγεννησιακής Αυλής και να παίρνω παραγγελιές για δράματα και σονέτα.

Γι’ αυτό μου αρέσει και η άλγεβρα, γιατί οι εξισώσεις είναι προτάσεις, κάθε παράσταση είναι και ένα κείμενο. Αν δεν έγραφα, θα ήθελα να λύνω εξισώσεις.

[ Εικονογράφηση, Henriette Browne, Το κορίτσι που γράφει (1883-86) ].