Η Επιστροφή [2]
[ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ]
Όταν φεύγεις από τον τόπο σου, το ρολόι κατά μία έννοια σπάει και η ώρα παγώνει στη στιγμή που έφυγες. Μπορεί η χώρα να εξελίσσεται, να εκσυγχρονίζεται, ή και να πηγαίνει προς τα πίσω, αλλά εσύ μπαίνεις σε μία παράλληλη τροχιά, σε μία δυνητική πραγματικότητα. Γι’ αυτό άλλωστε και πολλοί expats (διασπορά ή ομογενείς) είναι κολλημένοι στο παρελθόν: ζουν μία παράλληλη, μία εικονική εκδοχή της ζωής στη χώρα καταγωγής τους.
Πριν λίγα χρόνια επισκέφτηκα το Lowell, μία κωμόπολη της Μασαχουσέτης που διέθετε την τρίτη μεγαλύτερη κοινότητα Ελλήνων ομογενών στην Αμερική. Βρέθηκα σε ένα φιλικό σπίτι οικογένειας που έφυγε από την Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 προς αναζήτηση εργασίας στις ΗΠΑ. Μπαίνοντας στο σπίτι, ήταν σαν να ταξιδεύω στον χωροχρόνο. Ξαφνικά έφυγα από την Αμερική του 2013 και βρέθηκα στα Πετράλωνα του 1960: οικογενειακές φωτογραφίες, θρησκευτικές εικόνες, ελληνικά βιβλία, ελληνική τηλεόραση, παραδοσιακό σπιτικό —ελληνικό— φαγητό. Η γιαγιά που μας φιλοξένησε και είχε ζήσει εκεί πενήντα χρόνια δεν μιλούσε καλά-καλά αγγλικά. Στο ευγενικό και γλυκό πρόσωπο της, εκτός από την αγάπη για τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά της, και τη χαρά της για την επίσκεψη μας, ήταν ζωγραφισμένη η θλίψη και η νοσταλγία για τον τόπο και τη ζωή που άφησε πίσω της.
Όλοι —από τους πρόσφυγες που επιλέγουν να μην πεθάνουν μέχρι τους προνομιούχους που επιζητούν απλώς καλύτερη ποιότητα ζωής, από αυτούς που τους τραβάει η αναζήτηση μέχρι αυτούς που δεν έχουν φύγει ποτέ από το χωριό τους—, όλοι μας κάνουμε επιλογές. Οι επιλογές αυτές έχουν κόστη και οφέλη και διαμορφώνονται από ευκαιρίες και περιορισμούς.
Είναι σχεδόν μεσάνυχτα, Απρίλιος του 2016, και τριγυρνάω στην παλιά μου γειτονιά. Κάθε γωνιά και μία ανάμνηση — από το σχολείο, από το παιχνίδι με τους φίλους. Οι ιστορίες και τα κουτσομπολιά που άκουγες μικρός, οι φελινικές φιγούρες που σε περιτριγύριζαν, οι μικροαστικοί καβγάδες για τα κοινόχρηστα και τα σκουπίδια, τα ατέλειωτα και ξέγνοιαστα καλοκαίρια, οι σταδιακές αλλαγές στο αστικό τοπίο, η ακόμη και τώρα τόσο ισχυρή αίσθηση του δέους και της ισχύος που σε περιτριγυρίζει γύρω από το παλιό σχολείο σου, σαν ηλεκτρομαγνητικό πεδίο — ο ιστός δηλαδή της γειτονιάς ή της κοινότητας σου, που κάποτε ήταν το σύμπαν σου, κάτι ανάμεσα σε χωριό και σε πόλη: γιατί κάθε πόλη έχει μέσα της πολλά χωριά.
Η επιστροφή στις ρίζες λειτουργεί σαν ένα είδος αξιολόγησης, ελέγχου και αναθεώρησης της ζωής σου. Σ’ αυτούς εδώ τους δρόμους, σ’ αυτά εδώ τα δέντρα έκανες όνειρα για τη ζωή σου, για το τι θέλεις να γίνεις, για το ποιος θέλεις να είσαι. Επιστρέφοντας στα μέρη αυτά, όχι μόνο σωματικά αλλά πνευματικά και βιωματικά, είναι σαν να έρχεσαι αντιμέτωπος με ένα γράμμα που έγραψες στον εαυτό σου όταν ήσουν πέντε, δέκα ή δεκαπέντε χρονών, και μετά το έθαψες.
Και κάπου εκεί συνειδητοποιείς το όφελος και το κόστος τής κατά τα άλλα προνομιούχας ζωής που επέλεξες, κυνήγησες και υπηρετείς — της ζωής με τη συνεχή μετακίνηση και επικοινωνία, τις πολλαπλές δραστηριότητες, τον θόρυβο, τις αποσπάσεις. Καμία πόλη —με την εξαίρεση ίσως της Νέας Υόρκης— δεν έχει το δικαίωμα να αυτοαποκαλείται «μητρόπολη» ή πραγματικά παγκόσμια πόλη. Όταν ζήσεις αρκετά σε μία πόλη, σε μία οποιαδήποτε κοινότητα, αντιλαμβάνεσαι κάποια στιγμή το πόσο πεπερασμένη είναι — το ότι εντέλει είναι κι αυτή ένα σύνολο από χωριά. Ωστόσο, τόσο με τα συνεχή ταξίδια που είναι πλέον αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας ενός μεγάλου ποσοστού επαγγελματιών στον ανεπτυγμένο κόσμο, όσο και με την ψηφιακή επικοινωνία και τη διάχυση της κουλτούρας μέσω των ΜΜΕ, όλοι ζούμε λίγο-πολύ, όχι σε ένα παγκόσμιο χωριό, όπως προέβλεψε ο McLuhan, αλλά σε μία εικονική παγκόσμια πόλη.
Η έννοια της «αποξένωσης» αντιμετωπίζεται —ειδικά από τους φιλελεύθερους και τους θιασώτες της τεχνολογίας— σαν ένα γραφικό κλισέ, σαν μία τοξική παγίδα που στήνουν αριστεροί και κοινοτιστές για να επιβάλουν τον τρόπο ζωής τους στους άλλους, ή σαν αδυναμία κατανόησης του εξελιγμένου τρόπου ζωής που βασίζεται στον ατομισμό, στην ελευθερία, στην κίνηση, στην επιλογή, στην απόσταση ασφαλείας, στην ψηφιακή διασύνδεση. Ωστόσο, η αποξένωση είναι υπαρκτό φαινόμενο· και είναι το κόστος που πρέπει να πληρώσουμε για την ελευθερία μας. Όλα αυτά είναι κεκτημένα που αποκτήσαμε με μεγάλο κόπο και που δεν τα απεμπολούμε εύκολα. Αυτά ακριβώς είναι τα καλά της πόλης: ο θρίαμβος του ατόμου, και, μέσα από τον ανταγωνισμό, τη συνεργασία ή τη συνύπαρξη πολλών και πολύ διαφορετικών ατόμων, ο θρίαμβος του πολιτισμού. Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω και η μοίρα του χωριού, της επαρχίας, ήταν και είναι κοινή στην ιστορία της ανθρωπότητας: το περιθώριο, το παρελθόν. Το μέλλον είναι στην πόλη και ο μόνος τρόπος για να επιστρέψεις στις ρίζες σου δεν είναι το να γυρίσεις στο παρελθόν· είναι το να συνδέσεις τις ρίζες αυτές με το μέλλον.