Το κρεβάτι μου

L
Ξένια Κουναλάκη

Το κρεβάτι μου

Θα πρέπει να ήμουν από τους λίγους φιλότεχνους που είδαν το «Κρεβάτι μου» της Τρέισι Έμιν και ένιωσαν γνήσια συγκίνηση. Περίμενα ώρες στην ουρά έξω από την Tate Britain, τότε προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 κι όταν επιτέλους μπήκα, πέρασε από μπροστά μου η δική της αλλά και η δική μου ζωή. Γιατί μπορώ, χωρίς αμφιβολία, να πω ότι έχω ζήσει πάνω από τη μισή μου ζωή στο κρεβάτι.

Το δικό μου κρεβάτι σήμερα είναι, τρόπον τινά, μια καλλιτεχνική εγκατάσταση. Είναι ένα τεράστιο στρώμα-φουτόν ακουμπισμένο στο πάτωμα και γύρω-γύρω υπάρχουν στοιβαγμένα βιβλία και άλλα είδη πρώτης ανάγκης: υγρά φακών, ξεχειλωμένα λαστιχάκια για τα μαλλιά, ληγμένα χάπια, ερωτικά ραβασάκια, φορτιστές, κοσμήματα ψεύτικα και αληθινά, αναμνηστικά από ταξίδια, κινέζικα ματζούνια για ημικρανίες.

Αν ξαφνικά γινόταν μια θεομηνία, θα μπορούσα να τα φορτώσω όλα πάνω στο στρώμα μου και να το μετατρέψω σε σχεδία, και να ζήσω εκεί για πολλές μέρες, εβδομάδες, μήνες, χωρίς να μου λείψει κάτι.

Δεν είναι πρόσφατη η τεμπελιά μου και η αδυναμία μου να εγκαταλείψω το κρεβάτι μου. Στην τρίτη Δημοτικού θυμάμαι ότι ονειρευόμουν πώς θα μπορούσα να αναπτύξω μια εφεύρεση ώστε να πηγαίνουμε σχολείο ξαπλωμένοι στο κρεβάτι μας. Να είχε, λέει, ρόδες και κάπως να έμπαινε ο καθένας με το δικό του αυτοκινούμενο φορείο στο σχολείο και το μάθημα να γινόταν στο ταβάνι, και ει δυνατόν να είχαμε και μια ενσωματωμένη πάπια ώστε να μην τρέχουμε σε τουαλέτες και κάνουμε περιττά βήματα.

Υπάρχει μια ιερή διάσταση στο κρεβάτι μου. Έχει φιλοξενήσει ελάχιστους άντρες και για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ποτέ ολόκληρη νύχτα. Μόνο η κόρη μου και μερικές στενές φίλες μπορούν να κοιμηθούν εκεί. Είναι τόπος μοναξιάς και περισυλλογής. Συχνά, ανείπωτης θλίψης.

Πολλά πρωινά είναι η σωτήρια λέμβος μου: γαντζώνομαι εκεί και πολεμάω να σηκωθώ. Κουκουλωμένη και με κλειστά παντζούρια, βυθισμένη σε ένα κυριολεκτικό και μεταφορικό σκοτάδι, λέω από μέσα μου διάφορα ψυχαναγκαστικά, όπως: «Έλα, κουράγιο, πρέπει τώρα να πας στη δουλειά», και, σιγά-σιγά, λίγο κανακεύοντας και λίγο κοροϊδεύοντας τον εαυτό μου, τα καταφέρνω. Συνήθως η κρίση πανικού και δύσπνοιας έχει ολοκληρωθεί, έχω βρει πάλι τους κανονικούς ρυθμούς λειτουργίας και κάνω κάπως καλύτερες σκέψεις για να κατέβω τελικά τη σκάλα που ενώνει το κρεβάτι μου με τον έξω κόσμο. Όλα αυτά βέβαια αφού πρώτα έχω παίξει Πάκμαν με όλη μου την οικογένεια και τους φίλους μου και αφού τους έχω σκοτώσει όλους έναν-έναν — εμού συμπεριλαμβανομένου, για να τσεκάρω τις αντιδράσεις μου και τις αντιδράσεις των άλλων.

Όταν είμαι στο σπίτι μου, είμαι στο κρεβάτι μου. Πάντα. Γιατί εκεί δεν φοβάμαι, δεν αγωνιώ, δεν είμαι τόσο έκθετη ή κάτι τέτοιο. Είναι το γραφείο μου: εκεί γράφω, εκεί διαβάζω, από εκεί στέλνω τα email μου, εκεί ενημερώνομαι για τις διεθνείς εξελίξεις, εκεί δέχομαι κόσμο. Οι επισκέπτες βγάζουν τα παπούτσια τους, την πέφτουν δίπλα μου και με νανουρίζουν με τις ψιθυριστές φωνές που τους υποβάλλει η ατμόσφαιρα.

Τα βράδια στο κρεβάτι μου είναι δύσκολα. Πετάγομαι μέσα στη νύχτα μετά από βασανιστικούς εφιάλτες και μένω ξάγρυπνη για ώρες, χαζεύοντας στο Facebook και κάνοντας τις παρανοϊκές σκέψεις που κάνει κανείς προτού ξημερώσει. Οι ώρες περνούν πιο αργά, ο καθρέφτης απέναντι από το κρεβάτι δείχνει τα μάτια μου να βαθουλώνουν από την κούραση, και προσπαθώ επί ώρα να βρω μια βολική στάση, να μετρήσω προβατάκια ή να κάνω θετικές σκέψεις — αλλά, όταν δουλεύεις σε εφημερίδα στην Ελλάδα σήμερα, οι θετικές σκέψεις είναι περιορισμένες.

Οι κλινικά καταθλιπτικοί φίλοι μου με διαβεβαιώνουν πως πάσχω απλώς από μελαγχολία. Άλλωστε, λένε, πάντοτε κατορθώνω να σηκωθώ στο τέλος. Το κρεβάτι των μοναχικών ηδονών και της θλίψης παραμένει, πάντα, προσωρινό κατάλυμα.

Πράγματι. Πολλές φορές, στον έξω κόσμο, συναντώ ακόμη τη χαρά.