Μαντλέν

L
Ξένια Κουναλάκη

Μαντλέν

Πριν λίγες μέρες, έκανα ένα πείραμα. Πήγα και αγόρασα ταρτάκια σοκολάτα από τον Μικέ. Ήθελα να διαπιστώσω αν η γεύση μου έχει μνήμη. Δεν περίμενα κάποιο κατακλυσμιαίο φαινόμενο αλά Προυστ, αλλά έστω μια ανάμνηση, μια φευγαλέα εικόνα — κάτι.

Τίποτε δεν συνέβη, κι ας ήταν το αγαπημένο μου γλυκό από την ηλικία των 6 ετών. Κι ας περίμενα έναν ολόκληρο χρόνο σχεδόν για να φτάσουν τα γενέθλιά μου και να σκάσω μύτη με το ροζ κουτί στο σχολικό της Μίνας Αηδονοπούλου, περήφανη που θα κοινωνήσω και στους υπόλοιπους συμμαθητές μου αυτή τη Θεία γεύση.

Είχα μόλις διαβάσει το κείμενο του Τόνι Τζαντ στο New York Review of Βooks, όπου περιέγραφε τη νοσταλγία του για το κακό φαγητό. Για την ακρίβεια για το μαύρο ψωμί, το παραβρασμένο σκούρο ρύζι και άλλους «υγιεινούς πυλώνες μιας εδουαρδιανής αριστερής διατροφής», όπως έγραφε. Μ’ έπιασαν τα γέλια. Είχα κι εγώ παρόμοια παιδικά τραύματα. Η μαμά μου, από μια περίεργη αριστερή ηθική και έναν χίπικο, σέβεντις ασκητισμό, θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να τρώω σοκολάτα και πατάτες τηγανητές ή να πίνω κοκακόλα. Μ’ έβαζε να πίνω ζουμί από βρασμένα χόρτα και για βραδινό μού έφτιαχνε κάτι λιτοδίαιτα Πούμπερνικελ καραβάκια, με ντομάτα και φέτα για πανί — σήμερα, υποθέτω, θα μπορούσαν να θεωρηθούν πολύ αβανγκάρντ αυτά τα τελευταία, εκείνη την εποχή πάντως προκαλούσαν μόνο τον αμέριστο οίκτο των συνομηλίκων μου.

Η νοσταλγία μου για το κακό φαγητό είναι λοιπόν ανύπαρκτη. Καμία μνήμη δεν με συνδέει με εκείνες τις γεύσεις· ούτε καν με τα ταρτάκια. Ή ίσως απλά η γεύση μου έχει αλλάξει, και η γλώσσα μου, ο ουρανίσκος μου, δεν θυμούνται πια τίποτε από εκείνα τα χρόνια.

Δεν ισχύει όμως το ίδιο με τη μουσική, π.χ., ή με τη ζωγραφική.

Πριν δεκαπέντε χρόνια, είχα πάει στο Μουσείο Βαν Γκογκ, στο Άμστερνταμ, με τον πρώην άντρα μου, κι εκείνος δάκρυσε μπροστά σε ένα έργο, δεν θυμάμαι ποιο. Θυμάμαι όμως πόσο αμήχανα είχα αισθανθεί που εγώ δεν ένιωθα τίποτα. Εκείνος, ευαίσθητος γαρ, να κλαίει σαν μωρό μπροστά στο έργο, κι εγώ να κοιτάω τον καμβά με τις ολοζώντανες, υστερικές πινελιές, ψυχρά, μηχανικά, σαν να ’χα κι άλλα τέτοια σπίτι μου.

Κι όμως συνέβη και σε μένα, αλλά με άλλον ζωγράφο — κι ίσως αυτό να είναι τελικά το κλειδί για τη συγκίνηση: οι συνειρμοί και οι μνήμες που καθένας μας έχει συνδέσει με ένα έργο.

Ήταν μια έκθεση του Ρουσό στην Τέιτ Μόντερν, και είχε ουρά κι είχα τα νεύρα μου που περίμενα να ’ρθει η σειρά μου, και σπρωχνόμασταν να μπούμε σε μια σχετικά μικρή αίθουσα. Κοιτούσα κάτω στην αρχή, τα παπούτσια των επισκεπτών, μα όταν σήκωσα το βλέμμα μου, νομίζω δεν έχω ξανανιώσει κάτι τέτοιο, αυτή ήταν η δική μου μαντλέν, σαν ένα δυνατό χαστούκι από μνήμες, δεν ξέρω πώς να το περιγράψω χωρίς να ακουστεί μελό, αλλά ήταν αυτό: εγώ, στο κρεβάτι, πέντε χρονών, κάτω από το πάπλωμα, να γυρνάω τις σελίδες ενός βιβλίου με ζωγραφιές του Ρουσό και να φοβάμαι τον γητευτή των φιδιών, εκείνη τη σκοτεινή φιγούρα που δεν ήξερα αν ήταν άντρας ή γυναίκα, αλλά τα μάτια του/της ήταν καρφωμένα πάνω μου, κι εγώ δεν μπορούσα να ξεκολλήσω, κι όταν τα κατάφερνα, «Τι χαρά!» — ήμουν με τους άντρες με τα ριγέ μαγιό και παίζαμε μπάλα μέσα στο πυκνό δάσος, όπου άγρια θηρία κατασπαράσσονταν και μια όμορφη γυμνή πόζαρε άνετα σε μια μπανιέρα, ενώ την παρακολουθούσαν διάφοροι ηδονοβλεψίες, άνθρωποι και ζώα μαζί. Αυτό. Όλο μαζί.

Το ίδιο παθαίνω συχνά και με το Καλώς Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο. Όποτε το ακούω, μου έρχεται η εξής εικόνα: είμαι στο κρεβάτι μου, γιατί πρέπει να κοιμηθώ νωρίς, η μαμά μου μου έχει βάλει Μπαχ, την κίτρινη κασέτα σε ένα ΑΚΑΙ στερεοφωνικό, και δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια γιατί η μουσική δεν είναι νανουριστική και πού και πού ακούγονται ακόμη και οι αναπνοές του Γκλεν Γκουλντ, ή το γύρισμα των σελίδων στην παρτιτούρα. Δεν με παίρνει ο ύπνος, και σε λίγο θα με μαλώσει.

Αλλά θα με μαλώσει γλυκά.

 

[ Εικονογράφηση: Nurit Spivak Kovarsky ].