Τα μπατζάκια που καίγονταν
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα όχι και τόσο μακρινό παρόν, σε μια χώρα όχι και τόσο μακρινή από την Αποθήκη που Καιγόταν, ήταν ο Θείος Σαμ, η Λόλα και ο Τσοκολάτας με το χαμόγελο που σκοτώνει. Κι ήταν πίσω του μαζεμένοι καμιά εικοσαριά νοματαίοι, που τα πορτοφόλια τους μαζεμένα έφταναν ν’ αγοράσουν τα μισά μπατζάκια της Αποθήκης που καιγόταν.
Η Λόλα είχε αφήσει για λίγο τις μυστήριες ασχολίες της για να κάνει κονέ στον Θείο Σαμ και τον Τσοκολάτα.
Μια δουλειά είχε όλη κι όλη ο Τσοκολάτας: να βάλει το χαμόγελό του στην υπηρεσία των μπατζακιών που, πίσω στην Αποθήκη, άλλα φλέγονταν με μεγαλειώδη φλόγα και γίνονταν στάχτη με ένα εντυπωσιακό πάααφφφ κι άλλα τσιτσιρίζονταν με βασανιστική βραδύτητα. Μόνο κάτι τυχερά, που στέκονταν πιο κοντά στα ανοιχτά παράθυρα, ρουφούσαν αμέριμνα γλυκό οξυγόνο και κάπου-κάπου έριχναν μια περιφρονητική ματιά με το φρύδι υψωμένο, γιατί δεν ήξεραν, δεν ήθελαν να ξέρουν πως, όταν καίγεται το διπλανό σου μπατζάκι, μοιραία, αν δεν κάνεις κάτι, θα καείς κι εσύ, κι όλα τα μπατζάκια, κι όλα τα τόπια, και η Αποθήκη ολόκληρη.
Κι ο Θείος Σαμ περίμενε καρτερικά τον Τσοκολάτα να πιάσει τη μάνικα που του πετούσε κάθε τόσο με μαεστρία και απορούσε γιατί ο άλλος τού την έριχνε πέρα με μια κλοτσά. Και του ’κανε απελπισμένα νοήματα, «Ρε μικρέ, κοίτα τα σκονάκια που σου ’χω δώσει, δες το μάνιουαλ, σου έχουνε σημειωμένα ακόμα και τα SOS, τι άβαλα μαντάβαλα είναι αυτά και γιατί μου κλοτσάς τη μάνικα στον διπλανό πλανήτη»;
Τα πορτοφόλια γελούσαν και περίμεναν να δει πώς θα τελειώσει το έργο, και τα μπατζάκια απελπίζονταν γιατί δεν περνούσε απ’ το μυαλό τους πως δεν ήταν χαζομάρα του μικρού, δεν ήταν από αλαζονεία που δεν είχε διαβάσει τα σκονάκια με τα SOS, κι άδικα σκέφτονταν πως, ακόμα κι αν απαντούσε στον Θείο Σαμ στα αραμαϊκά ή στα εσπεράντο ή στα κθούλου, δεν είχε καμιά σημασία, αρκεί να έδινε τις σωστές απαντήσεις. Γιατί δεν πήγαινε το μυαλό τους πως για κείνον αυτές ήταν οι σωστές απαντήσεις. Επειδή δεκάρα τσακιστή δεν έδινε για τα μπατζάκια που καίγονταν, κι ακόμα πιο πολύ για κείνα που είχαν γίνει ήδη στάχτη. Παρά μόνο γι’ αυτά που στέκονταν ακόμα κοντά στα παράθυρα και ρουφούσαν γλυκό οξυγόνο νοιαζόταν, επειδή ήξερε πως έξω από τα παράθυρα της Αποθήκης περίμεναν να του τ’ αρπάξουν κάποιοι που τον είχαν φέρει ως εκεί, αλλά που την είχαν πατήσει, επειδή δεν είχαν χαμόγελο που σκοτώνει, και δεν ήξεραν να λένε γλυκά τα άβαλα μαντάβαλα, μόνο είτε ψέλλιζαν απωθητικά είτε γκάριζαν. Αυτά τον ένοιαζαν. Όχι τα μπατζάκια που καίγονταν.
Και η Λόλα αναστέναζε κι αναρωτιόταν αν είχε νόημα να βάλει σε εφαρμογή τα μεγάλα μέσα. Ήξερε όμως πως δεν άξιζε πια να λιποθυμάει για να γίνει κυρία του κυρίου. Πως, αν άξιζε κάτι, θα ήταν να γίνει κυρία στη θέση του κυρίου. Και παρέμενε ανέκφραστη γιατί το ρεπερτόριό της σε εκφράσεις ήταν έτσι κι αλλιώς περιορισμένο, αλλά κυρίως επειδή μονά-ζυγά κερδισμένη θα ήταν, οπότε σκασίλα της.
Στο μεταξύ, στον διπλανό πλανήτη, είχαν ήδη βρει τρεχούμενο νερό.