Τρεις συναντήσεις
Μ’ αρέσει η φωτογραφία στο καινούριο βιβλίο του Κώστα Σημίτη («Δρόμοι ζωής», Εκδόσεις Πόλις, Νοέμβριος 2015). Έχει φόντο τη θάλασσα, εκείνος φοράει παλιομοδίτικα γυαλιά, τα μαλλιά του λίγο πετάνε από τον αέρα και το χαμόγελό του είναι αληθινό. Λίγο συνεσταλμένο, αλλά ειλικρινές. Νομίζω ότι αυτή η φωτογραφία και η αφιέρωση («Στη Δάφνη») συμπυκνώνουν το νόημα της αυτοβιογραφίας του. Περιγράφουν πώς στη δύση της ζωής του ένας πολιτικός, θρυλικά συγκρατημένος και προσεκτικός, αποφασίζει να απελευθερωθεί. Όχι εντελώς — αλλά, για τα δεδομένα του Σημίτη, αρκετά. Δεν τον ξέρω καλά, έχοντας όμως συναντηθεί τρεις φορές μαζί του, νομίζω ότι έχω παρατηρήσει αυτή την αλλαγή.
Η πρώτη ήταν πριν αρκετά χρόνια, λίγο αφότου έφυγε από την πρωθυπουργία. Ζήτησα ραντεβού από τη γραμματέα του γιατί ήθελα μία συστατική επιστολή για να πάρω μια υποτροφία στη Γερμανία. Σκέφτηκα ότι οι ιθύνοντες θα εντυπωσιάζονταν αν κατέθετα συστατική από τον γνωστότερο ίσως Έλληνα στη Γερμανία. Όταν μπήκα στο γραφείο του, συνειδητοποίησα ότι δεν είχε ιδέα ποια είμαι, δεν με είχε διαβάσει ποτέ στην Καθημερινή και δεν είχε κανένα λόγο να μου δώσει συστατική. Ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί, ενώ εκείνος, μετά από μια ολιγόλεπτη παγωμάρα, ζήτησε να δει την πρόταση που είχα υποβάλει για να πάρω την υποτροφία. Ήταν γραμμένη στα γερμανικά. Ο Σημίτης —ναι, ο ίδιος άνθρωπος που κυβερνούσε τη χώρα λίγους μήνες πριν— πήρε ένα στυλό κι άρχισε να μου διορθώνει τα λάθη (ορθογραφικά και άλλα) και να μου κάνει παρατηρήσεις. Όταν είχε μουτζουρώσει σχεδόν όλο μου το γραπτό, μου το έδωσε πίσω. Ήμουν σε κατάσταση απελπισίας, παρόλο που με παρηγόρησε ότι θα μου έδινε τη συστατική επιστολή. Η οποία ήταν σοβαρή και μετρημένη. Ούτε διθύραμβοι, ούτε υπερβολές. Ταιριαστή με την προσωπικότητά του. Την υποτροφία δεν την πήρα. Αλλά εκείνος επικοινώνησε μαζί μου για να μάθει τι έγινε. Με συγκίνησε το ενδιαφέρον του.
Η επόμενη φορά ήταν στο τεράστιο γραφείο του στη βουλή. Ήταν μαυρισμένος και κεφάτος, μόλις είχε γυρίσει από καλοκαιρινές διακοπές μάλλον, φορούσε ένα γαλάζιο πουλόβερ και μου φάνηκε για πρώτη φορά όμορφος. Καθίσαμε στον καναπέ, μιλούσαμε πολλή ώρα για την ελληνική κρίση και τη στάση της Γερμανίας, ήταν σαφές πως διάβαζε τα πάντα που γράφονταν, όχι μόνο στον γερμανικό, αλλά και στον αμερικανικό και βρετανικό Τύπο. Αυτό μου άρεσε άλλωστε πάντα στον Σημίτη. Ότι τον συναντούσες να αγοράζει ξένες εφημερίδες, να παρακολουθεί Λαρς φον Τρίερ στο Έμπασι ή Μπότο Στράους στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Όπως δεν υπολόγιζε το πολιτικό κόστος, έτσι δεν έκανε και εκπτώσεις στην προσωπική του ζωή. Δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να αποδείξει ότι ήταν συμβατός με τον μέσο Έλληνα, πηγαίνοντας στα μπουζούκια ή πίνοντας ρακές στην Κρήτη. Δεν χρησιμοποίησε ποτέ θεατρινισμούς, δεν υποδύθηκε ρόλους για να μαζέψει ψήφους. Έτσι ανεπιτήδευτα, χωρίς τσιριμόνιες και βλακείες, μου έδειξε επίσης ότι «ήρθε η ώρα μου». Ωραία τα λέγαμε, ήταν χαλαρός και ομιλητικός, αλλά, μόλις συμπληρώθηκαν τρία τέταρτα, σηκώθηκε πάνω και είπε. «Λοιπόν» (τη λέξη-κλειδί).
Η τρίτη φορά ήταν πρόσφατα, στη δεξίωση της γερμανικής πρεσβείας. «Συμφωνώ με το 97% όσων γράφετε», μου είπε, και μου φάνηκε αστείο που επέλεξε ένα τόσο μη στρογγυλό, λίγο κοινωνικά αδέξιο, νούμερο για να αφήσει ένα 3% διαφωνίας μας. Άλλος πολιτικός στη θέση του θα έλεγε σίγουρα 100%. Ήταν εκεί με τη μικρή του κόρη και πιάσαμε πάλι ωραία κουβέντα για το προσφυγικό και την επίπτωσή του στην πολιτική σκηνή της Ευρώπης. Ήταν ακόμη πιο άνετος, γελούσε συνέχεια, έλεγε αστεία, είχε τρελά κέφια και μιλούσε, μιλούσε, σαν να μην τον ένοιαζε πια τίποτα. Και με είχε παρασύρει και μένα, και λίγο μού ξέφευγαν οι συνήθεις βωμολοχίες, και μια στάλα θάψιμο στον Πάγκαλο, μου χαμογέλασε συνωμοτικά, αλλά απέφυγε τις κρίσεις — φύσει διακριτικός γαρ. Έλεγε για τον πατέρα του και για τον φάκελο που είχε στην ασφάλεια και για τον αδερφό του που παραλίγο να κοπεί στις εξετάσεις του ΔΣΑ ενώ ήταν ήδη φυσιογνωμία της νομικής επιστήμης στη Γερμανία. Είχαν ποτίσει το γρασίδι στην πρεσβεία και τα τακούνια μου βυθίζονταν βαθιά μέσα στο χώμα, είχα αγχωθεί πως ήμουν παγιδευμένη εκεί μπροστά του και δεν θα κατάφερνα να φύγω με τα παπούτσια μου, παρά μόνο αν τα έπαιρνα στο χέρι και τα ξεκολλούσα με δύναμη.
Σε αντίθεση με την πρώτη μας συνάντηση, έχω την εντύπωση πως, ακόμη και αν το έκανα, δεν θα με στραβοκοιτούσε.