Vergangenheitsbewältigung?

P
Ξένια Κουναλάκη

Vergangenheitsbewältigung?

Μια από τις πιο έντονες θεατρικές εμπειρίες μου ήταν όταν πριν κάποια χρόνια πήγαινα προς το Berliner Ensemble στο Βερολίνο για να παρακολουθήσω την «Πτωτική άνοδο του Αρτούρο Ουί» σε μια εμβληματική σκηνοθεσία του Χάινερ Μίλερ. Είχα κατέβει λοιπόν από το μετρό και περπατούσα στη γέφυρα που οδηγεί στο θέατρο του Μπέρτολτ Μπρεχτ και ξαφνικά από μακριά βλέπω μια αχνή φιγούρα πάνω σε ένα μπαλκόνι, έναν κοντό άντρα με μουστάκι και κολλημένα με μπριγιαντίνη μαύρα μαλλιά να αγορεύει κάνοντας σπαστικές κινήσεις με αυτή την έντονη αυστριακή προφορά με το παχύ ρω, να χρησιμοποιεί όλα τα γνωστά κλισέ του γερμανικού εθνικισμού με μια ένταση που κλιμακωνόταν, με έναν αυτοτροφοδοτούμενο ναρκισσισμό που κατέληγε σε ένα υστερικό —κυριολεκτικά— κρεσέντο. Ήταν ο ηθοποιός Μάρτιν Βούτκε, και η σκηνή ήταν μέρος της παράστασης. Μέχρι να το συνειδητοποιήσω πέρασαν μερικά λεπτά, κι αναρωτιόμουν πώς αισθάνονται οι ανυποψίαστοι περαστικοί που περνούν από το σημείο τις ημέρες της παράστασης και αντιμετωπίζουν στην καρδιά του Βερολίνου αυτή τη γελοία καρικατούρα του Χίτλερ — αλλά μήπως και ο ίδιος δεν ήταν συχνά μια γελοία όσο και τρομαχτική καρικατούρα ανθρώπου;

Το ερώτημα κατά πόσον το «Mein Kampf» είναι τελικά ένα κακογραμμένο, φαιδρό και τελικά ακίνδυνο κείμενο, που πρέπει να κυκλοφορήσει για να απομυθοποιηθεί, ή ένα επικίνδυνο κείμενο, που πρέπει να παραμείνει ταμπού, μακριά από τα χέρια νέων ανθρώπων, για να μην τους δηλητηριάσει, έρχεται και επανέρχεται στην παράσταση των Rimini Protokoll. Το έργο θέτει κυρίως τα ερωτήματα, δεν δίνει τις απαντήσεις, αφού οι γνώμες των συντελεστών είναι μοιρασμένες. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι σκηνοθέτες παρουσιάζουν ως τον μεγαλύτερο θαυμαστή —σε εισαγωγικά— του βιβλίου έναν Ισραηλινό Εβραίο, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ έναν Γερμανό να βγαίνει και να λέει ευθαρσώς πάνω σε μια σκηνή, «Εμένα μου φαίνεται ότι είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο» και να μην προκαλέσει αντιδράσεις. Ένα άλλο από τα ζητήματα που τίθενται στη διάρκεια της παράστασης είναι το προφανές: «Υπάρχουν επικίνδυνα βιβλία;» Σε αυτό το σημείο, νομίζω, η θέση των σκηνοθετών είναι διαφανής.  Όχι, δεν υπάρχουν επικίνδυνα βιβλία και οι απαγορεύσεις είναι αυτές που συντηρούν τη μυθολογία τους.

Τείνω να συμφωνήσω, έχω όμως μερικές επιφυλάξεις και σκέψεις που μου γεννά η χρονική συγκυρία της επανακυκλοφορίας του βιβλίου.

Φοβάμαι μήπως η κριτική επανέκδοση του «Mein Kampf» στο Μόναχο μετά από διάφορες παλινωδίες εκ μέρους του Βαυαρού πρωθυπουργού Χορστ Ζεεχόφερ, με χιλιάδες υποσημειώσεις, συζητήσεις και αντιδράσεις, έρχεται σε μια στιγμή που ευνοεί έναν ιστορικό αναθεωρητισμό στη χώρα. Η άνοδος της ακροδεξιάς Εναλλακτικής Οδού για τη Γερμανία, της AfD, που σε ορισμένα κρατίδια λαμβάνει μέχρι και 20%, η νομιμοποίηση της εθνικής περηφάνιας, το τέλος της ντροπής και των ενοχών, η εγκαθίδρυση ενός ξεδιάντροπα μη ορθού πολιτικά λόγου από πολιτικούς και διανοούμενους (π.χ., ο σοσιαλδημοκράτης ηγέτης και αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ είπε πρόσφατα σε μια προσπάθεια διαφοροποίησης από την προσφυγική πολιτική της Άνγκελα Μέρκελ ότι είναι καιρός να νοιαστούμε και για τους αναξιοπαθούντες Γερμανούς), είναι μερικά από τα φαινόμενα που με προβληματίζουν πολύ τον τελευταίο καιρό.

Προφανώς η Vergangenheitsbewältigung (η συμφιλίωση με το παρελθόν) δεν πρέπει να περιορίζεται σε ένα αέναο αυτομαστίγωμα, αλλά ο κίνδυνος να αρχίσουν σταδιακά οι Γερμανοί να θεωρούν εαυτούς θύματα αντί για θύτες είναι υπαρκτός, και η μεταπολεμική σιωπή, το επιχείρημα της άγνοιας, της ανημποριάς και της πειθαρχίας να αποκτήσουν εγκυρότητα και αξιοπιστία.

Στη διάρκεια της παράστασης των Rimini Protokoll, έπιασα τον εαυτό μου να γελάει πολλές φορές. Σε μια παράσταση για το «Mein Kampf».

Όταν το κατάλαβα, τρόμαξα.