Βλέπω τον θάνατό μου
Από την ηλικία που οι συμμαθήτριές μου σχεδίαζαν τα νυφικά τους (άσπρα μπομπονέ με ροζ φιόγκους), εγώ ονειρευόμουν την κηδεία μου: την μπάντα που θα παίζει Μπαχ, τον επικήδειο που δεν θα εκφωνηθεί γιατί θα τελειώσει απότομα μέσα σε πνιγμένους λυγμούς, τα σκυφτά κεφάλια καθώς εγώ θα υπερίπταμαι (ως φάντασμα-πνεύμα με λευκή μπέρτα ή κάτι τέτοιο) και θα τσεκάρω: ποιος ήρθε, ποιος βαρέθηκε, ποιος έχει πλαντάξει στο κλάμα, ποιος φλερτάρει, ποιος χαζεύει. Οι συγγενείς και οι φίλοι μου θα στενοχωρηθούν στα αλήθεια; Ή μήπως είμαι ένας τσόγλανος που ουδείς θα πεθυμήσει ιδιαιτέρως; Κάνα μήνα πένθος και μετά σαν να μην υπήρξα ποτέ;…
Ξέρω ότι δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας. Όλοι μου το έχουν πει ότι το σκέφτονται. Απλώς εγώ έχω εμμονή με το θέμα.
Πάνω από όλα, σκέφτομαι τους άντρες που αγάπησα πάνω από το φέρετρό μου, σαν την τελευταία σκηνή τού «Άντρα που αγαπούσε όλες τις γυναίκες», του Τριφό, αλλά από την ανάποδη. Άλλος να σιχτιρίζει γιατί τον παράτησα. Άλλος να θυμάται τα σκουλαρίκια της προγιαγιάς του που δεν του επέστρεψα. Άλλος να ρίχνει την άμμο με τρυφερότητα και να αναπολεί τι ωραία που είχε περάσει μαζί μου.
Μετά, σκέφτομαι τη νεκρολογία στην εφημερίδα. Ποιος θα τη γράψει; Θα «χώσουν» κανένα πιτσιρικά συνάδελφο βραδιάτικα να με υμνεί με φράσεις κλισέ —«δυσαναπλήρωτο το κενό», «τώρα βρίσκεται στη γειτονιά των Αγγέλων»—, ενώ κατά βάθος θα με μισεί γιατί ποτέ δεν του απηύθυνα τον λόγο στο ασανσέρ; Μήπως αναλάβει η Ελένη η Μπίστικα που, αν έχει κέφια, θα με αποκαλέσει «άξια διάδοχο της Ελένης Βλάχου», κι αν έχει νεύρα, «κακέκτυπο της Μπριζίτ Μπαρντό» (σε μεγάλη ηλικία); Έχουν άραγε καμιά καλή φωτογραφία ή θα με εκθέσουν μετά θάνατον με αυτό το σκίτσο που επιμένουν να βάζουν στα άρθρα μου, όπου είμαι λες και πάσχω από ανεμοβλογιά; Θα κάνουν μακάβρια αστεία οι υλατζήδες; «Αυτή η ξενέρωτη, που δεν μιλούσε σε άνθρωπο. Good riddance»; (Κάποτε ένα στέλεχος στην «Καθημερινή» μού είχε πει ότι νόμιζε πως είμαι το αντιπαθέστερο πλάσμα στον κόσμο πριν μου μιλήσει, ήτοι 15 χρόνια αργότερα περίπου. Είχα σοκαριστεί). Θα έρθουν πολιτικοί που δεν με γνώρισαν ποτέ; Ή μόνο πρώην Αριστεροί που θα με θυμούνται δεκαπεντάχρονη από τα συνέδρια του ΚΚΕεσωτ. και της ΕΑΡ;
Είναι λίγο εξεζητημένο να αφήσει κανείς ακριβείς οδηγίες, δεν είναι;
Εγώ, π.χ., δεν θέλω παπάδες — θέλω πολιτική κηδεία, καύση σώματος και σκόρπισμα της τέφρας στο Αιγαίο, κατά προτίμηση κόντρα στον άνεμο για να με φάνε οι παριστάμενοι στη μάπα, να με καταπιούν, να με ενσωματώσουν στ’ αλήθεια και να μη φύγω από μέσα τους ποτέ, κανίβαλοι-πενθούντες. Μετά, θα ήθελα όλο αυτό να εξελιχθεί σε ένα πάρτι, όπου τα γέλια θα αντικαταστήσουν τον θρήνο, πόσο πιο λογικό στη ζωή, κι εκεί που θ’ ακούνε ρέκβιεμ και θα απαγγέλλουν το «Πένθιμο Μπλουζ» του Όντεν, να το γυρίσουν σε ένα τρελό, οργιαστικό σουίνγκ, να στροβιλίζονται και να φλερτάρουν και, δεκαετίες αργότερα, να με μνημονεύουν: «Μπόμπα είχαμε περάσει στην κηδεία της Ξένιας, θυμάσαι;»