Funny game

L
Ξένια Κουναλάκη

Funny game

Τη βαριέμαι την πρόκληση για την πρόκληση, τον προβοκάτορα που αποκτά μανιέρα. Το έχω κάνει άλλωστε. Φοβόμουν κάποτε μη γίνω βαρετή. Και έγραφα παραδοξολογίες και κυνικές τερατολογίες για να εκνευρίζεται ο κόσμος και να με βρίζει. Παιδική ασθένεια. Μόλις διάβασα τις τρεις πρώτες αράδες από το κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη στη «Lifo» βαρέθηκα. Μου θύμισε λίγο τον χειρότερο δίσκο του Διονύση Σαββόπουλου, «Κωλοέλληνες», που είχε εξοργίσει τους πάντες, δεξιούς και αριστερούς. Εγώ, ως self hating Greek, ούτε θίχτηκα ούτε θίγομαι. Απλώς κουράζομαι.

Δεν πολυαντιλαμβάνομαι λοιπόν τον χαμό. Ίσως είναι και το reverse psychology, που παίζει. Όσο βρίζεις εσύ την Ελλάδα, είναι οκέι. Αν σ’ τη βρίσουν οι άλλοι, παθαίνεις πατριωτική έξαρση ή κάτι τέτοιο. Υπάρχει και μια περιρρέουσα έλλειψη χιούμορ σε όλο αυτό το ντισκούρ. Πολλή κακία - λίγος αυτοσαρκασμός.

Εμένα πάλι μού βγάζει έναν παλιμπαιδισμό όλο αυτό. Όπως όταν ήμουν δέκα και πήγαινα μπροστά στο πρόσωπο της μαμάς μου, η χειρότερη βρισιά της οποίας ήταν: «Άι στον κόρακα», και της έλεγα: «Γαμώτο», και πάθαινε εγκεφαλικό. Κάτι αντίστοιχο κάνει κι ο Δημητριάδης. Κολλάει τη μούρη του στη δική μας και λέει: «Είσαι σκατάς», και η πρόκληση είναι εσύ να μείνεις ψύχραιμος. Σε μένα τουλάχιστον, σπάνια πιάνει όλο αυτό.

Πριν κάποια χρόνια όμως είχα δει στο θέατρο Hebel am Ufer στο Βερολίνο μια περφόρμανς της Αμερικανίδας Αν Λιβ Γιανγκ με τίτλο «Σταχτοπούτα». Ήταν μια αυτοσχεδιαστική παράσταση, που άρχιζε με τη διόλου παραμυθένια Cinderella να επιτίθεται σε κάποια μέλη του κοινού. Οι πρώτες αντιδράσεις ήταν ήπιες. Σταδιακά όμως οι θεατές-θύματα μπούλινγκ εξοργίζονταν, κάποιοι ξεσπούσαν σε κλάματα και έφευγαν, ενώ οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν σοκαρισμένοι το βίαιο θέαμα. Η ιδέα ήταν: «Ήρθες εδώ, ηλίθιε, να διασκεδάσεις και να ξεκουραστείς, η τέχνη δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ανώδυνη, θα σε κάνω να υποφέρεις». Σε μένα δούλεψε, και μετά την παράσταση ήμουν με έναν κόμπο στο στομάχι και τσιτωμένα νεύρα, σαν να είχα δει ταινία του Χάνεκε. Το είχα πάθει και στο «Funny Games». Δεν ήξερα τι πάω να δω και είχα βγει ράκος από το «Έλλη».

 

[ Φωτ. από την παράσταση «Πεθαίνω σαν χώρα» (2013) της ομάδας θεάτρου Ars Moriendi, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Δημήτρη Δημητριάδη ].