Δέκα μέρες στην Αβάνα [6]
Η ραγδαία αύξηση του τουρισμού τα τελευταία χρόνια λειτούργησε σαν σανίδα σωτηρίας για την Κούβα. Η ροή έχει φτάσει πλέον τα δύο εκατομμύρια επισκέπτες τον χρόνο. Το συνάλλαγμα των ξένων σε συνδυασμό με τα εμβάσματα των ξεριζωμένων συγγενών αιμοδοτούν εδώ και χρόνια την οικονομία. Κι ενώ ο κρατικός μηχανισμός δεν έχει προσαρμοστεί ακόμα στη λογική του ανταγωνισμού και του «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο», οι ανώνυμοι Κουβανοί το κάνουν ήδη.
Το καλό και φτηνό φαγητό, τη φιλική αντιμετώπιση, τη ζεστή ατμόσφαιρα και την ωραία μουσική δεν θα τα βρεις στα μεγάλα κρατικά ξενοδοχεία, στα μουσεία και τα εστιατόρια. Εκεί οι υπάλληλοι εξασκούν την απειροελάχιστη εξουσία τους με την ίδια αλαζονεία της μονιμότητας και την αδιαφορία της στασιμότητας που συναντάς στις πιο κλειστές και σάπιες γωνιές του ελληνικού δημοσίου. Την ψυχή της Κούβας θα τη βρεις στα ενοικιαζόμενα δωμάτια ανώνυμων οικογενειακών σπιτιών (casas particulares) και στα μικρά εστιατόρια που θεωρητικά βρίσκονται επίσης μέσα σε σπίτια (paladares). Μπορεί το μενού να είναι περιορισμένο και το δωμάτιο σπαρτιάτικο· μπορεί το νερό και το ρεύμα να κόβονται σχεδόν σε καθημερινή βάση· μπορεί να έχεις θέα τον ακάλυπτο, ή να μην έχεις καν παράθυρο· αλλά ο σπιτονοικοκύρης θα σε φροντίσει σαν παιδί του· όχι (μόνο) για να πάρει το καλό review σου στο Τripadvisor, αλλά γιατί έτσι πρέπει.
Ταυτόχρονα, οι ντόπιοι ρουφάνε σαν σφουγγάρι οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει ο επισκέπτης. Η Κούβα ήταν πάντα και εξακολουθεί να είναι μια εξαιρετικά πορώδης χώρα, ένα μωσαϊκό όλων όσων πέρασαν από το λιμάνι της, όσων την υπηρέτησαν, όσων την αγάπησαν, όσων την πολέμησαν, όσων τη διεκδίκησαν, όσων την κατέκτησαν. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα (πιο χαρακτηριστικό και από την αφρο-καραϊβική κουζίνα και μουσική) είναι η θρησκεία ― η Σαντερία· ένα μοναδικό μείγμα αφρικανικών θεοτήτων και πρακτικών και της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Οι σκλάβοι από τη Νιγηρία, προκειμένου να μην τους καταλάβουν οι Ισπανοί αποικιοκράτες, συγχώνευσαν τη δική τους θρησκεία με τον χριστιανισμό (φαινόμενο γνωστό ως συγκρητισμός). Οι άγιοι της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας απέκτησαν διπλά ονόματα, διπλή σημασία ― έγιναν μάσκες που κρύβουν κάτι άλλο. Ο Osaín, ο orichá των βοτάνων και της υγείας, πήρε τη μορφή του Αγίου Ιωσήφ. Ο Babalú-Ayé, ο προστάτης αυτών που πάσχουν από επιδημικές ασθένειες, έγινε ο Άγιος Λάζαρος. Κάτω από τη μύτη του κατακτητή και ύστερα της Επανάστασης που απαγόρευσε τις θρησκείες, μία ολόκληρη υπόγεια κουλτούρα αναπτύχθηκε. Οι τελετές, οι πρακτικές, τα σύμβολα, η φιλοσοφία της αφρικανικής θρησκείας σε συνδυασμό με αυτά της ρωμαιοκαθολικής επιβιώνουν μέχρι σήμερα· οι δύο θρησκείες ενώθηκαν και έγιναν η Σαντερία.
Με τον ίδιο τρόπο ―τις μάσκες, τη μεταμόρφωση, τα υπόγεια ρεύματα― εκκολάπτονται σήμερα πλούσιες ταυτότητες και υποκουλτούρες, από τις σεξουαλικές μειονότητες μέχρι τα κουβανέζικα αντίστοιχα των punk, των goth και των emo. Οι νέοι Κουβανοί πασχίζουν με κάθε τρόπο να χτίσουν μία ατομική ταυτότητα και να διαφοροποιηθούν από μία κυρίαρχη κουλτούρα που δεν τους παρέχει πολλούς τρόπους απασχόλησης, εκτόνωσης και διαφυγής. Τα τεκταινόμενα στην αμερικανική ή ιαπωνική ποπ παίζουν στο iphone ενός εφήβου, που στη συνέχεια θα μεταποιήσει και θα μοστράρει ένα καπέλο ή ένα t-shirt· η μόδα μεταδίδεται από στόμα σε στόμα, και καταλήγει στα στέκια των νέων στις μεγάλες λεωφόρους του Vedado. Παρά τα εμπόδια στην επικοινωνία, το έστω και περιορισμένο ίντερνετ μαζί με τις αμερικανικές σειρές που προβάλλονται από τηλεοπτικά κανάλια της ευρύτερης περιοχής λειτουργούν σαν πολύτιμοι δίαυλοι τάσεων και πληροφοριών οι οποίες ήδη, εδώ και κάποια χρόνια, διοχετεύονται και διαχέονται αφανώς, μέσω ανεπίσημων δικτύων, στην ευρύτερη κοινωνία, σαν νερό που διατρέχει και υδροδοτεί την πόλη μέσα από υπόγεια κανάλια.
Το ίντερνετ αλλάζει ήδη την Κούβα, σαν νερό που ποτίζει και ταυτόχρονα διαβρώνει το υπέδαφος. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και μετά, εκατοντάδες χιλιάδες Κουβανοί επέλεξαν ή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους με κάθε τρόπο, συχνά με κίνδυνο της ζωής τους και πάντοτε με μεγάλο συναισθηματικό κόστος. Μία τεράστια κουβανέζικη διασπορά δημιουργήθηκε αρχικά στο Μαϊάμι και ύστερα στη Λατινική και Κεντρική Αμερική, ενώ οι πιο τολμηροί ξανοίχτηκαν στην νότια Ευρώπη και αλλού. Οι περισσότερες εάν όχι όλες οι οικογένειες της Κούβας έχουν συγγενείς στο εξωτερικό. Οι νέες εφαρμογές των κινητών τηλεφώνων επιτρέπουν για πρώτη φορά σε μέλη οικογενειών που ξεριζώθηκαν ή χωρίστηκαν βίαια και τελεσίδικα να επανασυνδεθούν. Ταυτόχρονα, δημιουργείται ένα κοινωνικό-τεχνολογικό φαινόμενο που αδιόρατα αλλά σταθερά «τραβάει» τους Κουβανούς μακριά από τον περίγυρο τους σε πιο εικονικά και ιδιωτικά μονοπάτια, υποσκάπτοντας τα θεμέλια της κυρίαρχης πολιτικής ιδεολογίας, της κουλτούρας και του τρόπου ζωής.
Όλα αυτά βέβαια συμβαίνουν με αργούς ρυθμούς και μόνο στο υπόστρωμα. Στην επιφάνεια η Κούβα παραμένει μία «αναλογική» χώρα· μία χώρα που για τον Δυτικό τουρίστα θυμίζει επικοινωνιακό καταφύγιο. Κι όμως. Εξήντα χρόνια μετά τη θρυλική κατασκοπευτική σάτιρα του Γκράχαμ Γκριν (και την ταινία του Κάρολ Ριντ) «Ο Άνθρωπος μας στην Αβάνα», όσοι γνωρίζουν καλά την Κούβα τονίζουν ότι κανείς και τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Μέσα από ένα εκτεταμένο δίκτυο πληροφόρησης, το καθεστώς εξακολουθεί να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο. Κρατικοί παράγοντες προετοιμάζονται αθόρυβα για την επόμενη ημέρα· ο Ραούλ Κάστρο άλλωστε κλείνει σε λίγες μέρες τα 85 χρόνια. Ξένοι επιχειρηματίες προσπαθούν να λάβουν προνομιακή θέση στην εκκίνηση. Οι πιο απρόσεκτοι από αυτούς θα συλληφθούν για κατασκοπία. Προς το παρόν, ο ίδιος αυστηρός έλεγχος που περιορίζει την ελευθερία των πολιτών διασφαλίζει ότι δεν θα ξεπουληθούν τα πάντα εν μιά νυκτί και για ένα κομμάτι ψωμί, όπως έγινε στη Ρωσία του Γιέλτσιν.
Όμως η Κούβα θα είναι σύντομα και πάλι το μεγάλο παιχνίδι των μεγάλων δυνάμεων.
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]
Η σειρά συνοδεύεται από ψηφιακή έκθεση 120 φωτογραφιών: Το Αστικό Τοπίο της Αβάνας.