Τρεις χάρτες και ένας φάκελος
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες είχα το πρόνομιο και την τιμή να βρίσκομαι ως επισκέπτης ερευνητής στο Salzburg Global Seminar στην Αυστρία. [Περισσότερα για την ιστορία του οργανισμού και του κτιρίου στο οποίο έχει τη βάση του είχα γράψει εδώ]. Εξερευνώντας τους θησαυρούς της Βιβλιοθήκης Max Reinhardt, έπεσα συμπτωματικά πάνω σε δύο πηγές που —η κάθε μία με τον δικό τους τρόπο— δίνουν δύο διαφορετικές εικόνες της Ελλάδας.
Αρχικά, στον Ιστορικό Άτλαντα της Κεντρικής Ανατολικής Ευρώπης του P.R. Magocsi (με χαρτογραφικό σχεδιασμό του Geoffrey J. Matthews). Στο βιβλίο αυτό υπάρχουν τρεις πολύ ενδιαφέροντες χάρτες.
Ο πρώτος χάρτης δείχνει την ίδρυση πανεπιστημίων και το άνοιγμα τυπογραφείων στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη από το 1400 μέχρι το 1800. Στον ελλαδικό χώρο — ο οποίος για το μεγαλύτερο τμήμα της περιόδου αυτής ήταν επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας— εντοπίζεται μόνο ένα τυπογραφείο, στη Θεσσαλονίκη (το οποίο άνοιξε περίπου το 1515-1520 από Σεφαραδίτες Εβραίους). Η αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη δεν θα μπορούσε να είναι πιο έντονη.
Τα τελευταία χρόνια έχει ανοίξει μία συζήτηση στην Ελλάδα ως προς το κατα πόσον η χώρα «πέρασε Διαφωτισμό»· και για το κατά πόσον το εάν πέρασε ή δεν πέρασε ευθύνεται για τις χρόνιες παθογένειες της νεότερης και σύγχρονης κοινωνίας και πολιτικής, και μεταξύ άλλων για τον ατελή βαθμό ανάπτυξης και επιβίωσης της αστικής τάξης και κουλτούρας. [Μια σχετική ανάρτηση στο Facebook πριν λίγες ημέρες οδήγησε σε έναν γόνιμο διάλογο, και εδώ προσπαθώ να κωδικοποιήσω κάποιες διευκρινήσεις και απαντήσεις]. Η συζήτηση αυτή πηγάζει εν μέρει από τη θέση του Παναγιώτη Κονδύλη σχετικά με τις αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας.
Καταρχάς πρέπει να σημειώσουμε ότι, όπως κάθε τέτοιο εγχείρημα, ο χάρτης αυτός ενδέχεται να είναι ελλιπής. Ενδέχεται, δηλαδή, να υπήρξαν και άλλα τυπογραφεία στον ελλαδικό χώρο στην περίοδο αυτή. Ωστόσο, το ίδιο μπορεί να ισχύει και για άλλες περιφέρειες της Ευρώπης. Και, δεδομένου ότι η τυπογραφία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν απαγορευμένη με φιρμάνι από τον Σουλτάνο, η έκταση και η διάρκεια ζωής της ήταν περιορισμένες. Επίσης, αντίστοιχη είναι η εικόνα σε άλλες (αλλά όχι σε όλες) περιοχές των Βαλκανίων, όπως η (σημερινή) Βουλγαρία.
Ωστόσο, το βασικό επιχείρημα των επικριτών της θέσης περί «μη Διαφωτισμού» είναι άλλο και έχει τρεις πτυχές: (α΄) ότι ο ελλαδικός χώρος ήταν υποδουλωμένος — επομένως είτε δεν έχει νόημα κάποιος να «κατηγορεί» την (ανύπαρκτη τότε) Ελλάδα, είτε η προ της Επανάστασης κατάσταση δεν μας αφορά· (β΄) ότι σε πολλές πόλεις της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης (αλλά και της Αιγύπτου) υπήρχαν πολυπληθείς παροικίες Ελλήνων με οργασμό πνευματικής δραστηριότητας, η οποία μεταδόθηκε στον Ελλαδικό χώρο και ενέπνευσε την Επανάσταση· (γ΄) ότι η σύχρονη ελληνική κοινωνία είναι αποτέλεσμα μεταναστευτικών κυμάτων και ανταλλαγών πληθυσμών (αν και το ίδιο ισχύει σαφώς και για πολλές άλλες χώρες). Με άλλα λόγια, οι υποστηρικτές της άποψης αυτής αμφισβητούν τη σημασία των γεωγραφικών ορίων και την ισχύ ιστορικών παραγόντων μετά από αιώνες εξέλιξης, πολύ περισσότερο όταν η Ελλάδα τα τελευταία 200 (και ειδικά τα τελευταία 40) χρόνια βίωσε περιόδους πνευματικής, θεσμικής και οικονομικής άνοιξης.
Είναι δύσκολο να αμφισβητήσει κανείς την ύπαρξη φορέων Νεοελληνικού Διαφωτισμού και τον αντίκτυπό τους στην καλλιέργεια των συνθηκών της Επανάστασης αλλά και του νέου κράτους (βλ. τα έργα των Πασχάλη Κιτρομηλίδη και Ρωξάνης Αργυροπούλου, μεταξύ άλλων). Ωστόσο, η δραστηριότητα αυτή έλαβε χώρα πρωτίστως εκτός των ορίων της σημερινής Ελλάδας. Ο αφορισμός περί «μη Διαφωτισμού» έχει καταλήξει να γίνει μία καρικατούρα γενίκευσης· ένας «αχυράνθρωπος» που μπορεί εύκολα να καταρριφθεί. (Τον αντίκτυπο και τη σημασία των ιδεών Ελλήνων διαφωτιστών όπως ο Κοραής και ο Ευγένιος Βούλγαρης εκτός του ελληνικού κόσμου ας τα κρίνουν οι ειδικοί).
Η ουσία όμως είναι ότι οι πολιτιστικές και εκπαιδευτικές υποδομές στον ελλαδικό χώρο μέχρι το 1800 ήταν ελάχιστες — και σε κάθε περίπτωση ασήμαντες σε σχέση με αυτές της υπόλοιπης κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, αλλά και ακόμη και άλλων περιοχών των Βαλκανίων. Αυτό είναι μία πραγματικότητα. Μία ιστορική πραγματικότητα η οποία — όπως όλες— είχε και έχει συνέπειες. Δεν χρειάζεται να υποστηρίξει κάποιος απλουστευτικές (monocausal) αιτιακές σχέσεις για να αναγνωρίσει ότι η δημιουργία και ανάπτυξη του ελληνικού κράτους — σε ό,τι αφορά τους γηγενείς κατοίκους— βασίστηκε σε μετάδοση, μετάφραση και κατανάλωση ιδεών του εξωτερικού, και όχι σε πρωτογενή παραγωγή τους. Το ότι για 400 χρόνια υπήρχε πιθανόν ένα μόνο τυπογραφείο όλο κι όλο και μηδέν πανεπιστήμια στη (σημερινή) ελληνική επικράτεια δεν αποδεικνύει ότι η Ελλάδα δεν πέρασε Διαφωτισμό. Αποδεικνύει όμως ότι η Ελλάδα στον γεωγραφικό της χώρο —στον ιστό των κοινοτήτων που συνθέτουν τη σημερινή κοινωνία— δεν είχε το όφελος μιας κληρονομιάς: της θεσμικής μνήμης, της φυσικής παρουσίας υποδομών, της τεχνογνωσίας παραγωγής, της ένταξης των ιδεών και της πνευματικότητας σε ένα πλαίσιο αγοράς και της συστηματικής εξαγωγής τους στη Δύση και αλλού (ενώ, όταν υπήρξαν προϋποθέσεις τέτοιας κληρονομιάς —όπως στην περίπτωση της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης—, αυτή δεν συντηρήθηκε· ενώ αντιμετώπισε και εσωτερική καταπίεση). Και αναδεικνύει μία από πολλές άλλες πιθανές αιτίες για την υστέρηση της πνευματικής παραγωγής, της αστικής κουλτούρας και του θεσμικού συστήματος τον 20ό και τον 21ο αιώνα (αν και άλλοι —όπως π.χ. ο ίδιος ο Κιτρομηλίδης— αποδίδουν την υστέρηση αυτή σε μεταγενέστερες εξελίξεις όπως ο Διχασμός).
Ο δεύτερος χάρτης του Magocsi δείχνει την ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου μέχρι το 1914. Για τα δεδομένα της εποχής, η Ελλάδα είχε ένα αρκετά εκτεταμένο δίκτυο που κάλυπτε ένα σημαντικό κομμάτι της Πελοποννήσου και την ένωνε μέσω της Κορίνθου με την Αθήνα και από εκεί μέχρι τον Βόλο και τη Λάρισα, με ένα δεύτερο τμήμα να διατρέχει τη Βόρεια Ελλάδα από τη Φλώρινα μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Το ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η σύγκριση με το σημερινό σιδηροδρομικό δίκτυο. Εκατό και πλέον χρόνια μετά, το ενεργό δίκτυο της Ελλάδας είναι μικρότερο από αυτό του 1914. Το δίκτυο της Πελοποννήσου έχει κλείσει, ενώ, με εξαίρεση τη συνένωση της Θεσσαλίας με τη Θεσσαλονίκη, δεν υπάρχει καμία άλλη επέκταση.
Ο τρίτος χάρτης του Magocsi παρουσιάζει τη βιομηχανική ανάπτυξη από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1945) μέχρι την πτώση του Τείχους του Βερολίνου (1989). Στον χάρτη σημειώνονται αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου, μείζονα κοιτάσματα πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, καθώς επίσης και μείζονα βιομηχανικά κέντρα που είτε προϋπήρχαν του 1945 και αναπτύχθηκαν, είτε δημιουργήθηκαν εξ ολοκλήρου μεταπολεμικά. Για μία ακόμη φορά η υστέρηση της Ελλάδας σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη πλην της Τουρκίας (όση τουλάχιστον περιλαμβάνεται στον χάρτη) είναι σημαντική. Πλην της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης —δύο προϋπάρχοντα κέντρα που αναπτύχθηκαν περαιτέρω—, μεταπολεμικά δεν υπήρξε καμία σημειωτέα δημιουργία ή ανάπτυξη βιομηχανικών ζωνών ή εκμετάλλευση δικτύων και πόρων στην υπόλοιπη επικράτεια.
Είναι προφανές ότι ανάλυση της ιστορικής πορείας της Ελλάδας δεν μπορεί να βασιστεί σε δύο ή τρεις μεμονωμένους χάρτες με διαφορετικά αντικείμενα σε διαφορετικές εποχές — άλλωστε, άλλος είναι ο σκοπός του παρόντος άρθρου. Οι χάρτες αυτοί αποτυπώνουν πτυχές μιας πραγματικότητας και ανάπτυξη ή υστέρηση σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια. Ωστόσο είναι μάλλον ξεκάθαρο ότι —ασχέτως αιτιών— η νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα ξεκίνησε τον βίο της ως κράτος με μία σημαντική έλλειψη πολιτιστικής και εκπαιδευτικής υποδομής, θεσμικής μνήμης και κουλτούρας πνευματικής παραγωγής· και φαίνεται να «σπατάλησε» —σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου και της βιομηχανίας της— το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, υστερώντας σημαντικά σε αυτούς τους τομείς σε σχέση με όλες τις άλλες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης.
[Χωρίς να εμπλακούμε σε συζήτηση για τις αιτίες αυτής της υστέρησης, και με την ευκαιρία της αναφοράς στους χάρτες του Magocsi, προτείνουμε το λεύκωμα του Κ. Α. Δοξιάδη (1947) για τις επιπτώσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής στις υποδομές της χώρας, το οποίο διέθεσε πριν λίγα χρόνια η Καθημερινή — με την πρόσθετη σημείωση (προς αποφυγή παρεξηγήσεων) ότι αντίστοιχες εάν όχι χειρότερες ζημιές υπέστησαν και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες· ενώ αξίζει να αναφέρουμε επίσης το πρόσφατο άρθρο του Νίκου Βατόπουλου σε σχέση με τις καταστροφές στην πόλη της Αθήνας οι οποίες έγιναν μετά την απελευθέρωση — από τους ίδιους τους Έλληνες].
Υπό το φως αυτών των σκέψεων, λίγες μέρες μετά, στην ίδια βιβλιοθήκη στο Σάλτσμπουργκ, ανακάλυψα έναν χοντρό φάκελο. Ο φάκελος αυτός περιέχει τα σημαντικότερα κείμενα και παραρτήματα της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, καθώς επίσης και ενημερωτικά δελτία, εισηγήσεις και ενημερώσεις της διπλωματίας των ΗΠΑ. Η ΔΑΣΕ (CSCE) —η προετοιμασία της οποίας ξεκίνησε το 1972— ιδρύθηκε με την Τελική Πράξη του Ελσίνκι το 1975 και αποτέλεσε την κορυφαία διαδικασία διαλόγου σχετικά με την ασφάλεια της Ευρώπης (την οποία τώρα θεωρούμε δεδομένη, αλλά δεν είναι).
Πριν μετατραπεί στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) —τον μεγαλύτερο διακρατικό οργανισμό για την διαφύλαξη της ασφάλειας στον κόσμο—, η ΔΑΣΕ ήταν το «διπλωματικό τραπέζι» στο οποίο αναπτύχθηκαν σταδιακά Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και Ασφάλειας (Confidence and Security-Building Measures) ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις· το τραπέζι στο οποίο χτίστηκε η υποδομή του μεταψυχροπολεμικού πλαισίου συνεργασίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ελευθερία του Τύπου και την προστασία του περιβάλλοντος, μεταξύ άλλων· η «σκηνή» στην οποία παίχτηκε η τελευταία πράξη του δράματος και σφραγίστηκε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου με τη Χάρτα των Παρισίων για τη Νέα Ευρώπη (αλλά και η πρώτη πράξη του δράματος της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας) και υπογράφηκε η Συμφωνία για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη (CFE) που συνέβαλε στην αποκλιμάκωση των εξοπλισμών (η αποχώρηση της Ρωσίας μετά το 2007 ήταν μία ακόμη ένδειξη του Νέου Ψυχρού Πολέμου).
Η Ελλάδα —η ίδια χώρα που υστερούσε της υπόλοιπης κεντρικής, δυτικής και ανατολικής Ευρώπης σε υποδομές και βιομηχανία— ήταν εκεί από την αρχή. Υπέγραψε την Τελική Πράξη του Ελσίνκι συνιδρύοντας τη ΔΑΣΕ το 1975. Συμμετείχε σε όλες τις διαπραγματεύσεις. Και συνυπέγραψε, μαζί με άλλα 21 κράτη —τα ισχυρότερα τότε κράτη του πλανήτη—, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την αρχιτεκτονική της Νέας Ευρώπης. Όλα αυτά δεν συνέβησαν ασφαλώς τυχαία και δεν ήταν καθόλου δεδομένα (αρκεί να δει κανείς τον χάρτη με τα 22 κράτη που υπέγραψαν τα κείμενα της ΔΑΣΕ το 1989-1991). Οφείλονται πρωτίστως στη διπλωματία του Κωνσταντίνου Καραμανλή τη δεκαετία του 1970, στη ρεαλιστική στροφή του Ανδρέα Παπανδρέου τη δεκαετία του 1980, και στο statesmanship του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος στάθηκε ίσος προς ίσον απέναντι στους άλλους ηγέτες της ΔΑΣΕ. [Στην αναμνηστική φωτογραφία της Διάσκεψης των Παρισίων ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πίσω από την Πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας Margaret Thatcher και τον Πρωθυπουργό της Ιταλίας Giulio Andreotti. Στις δύο πρώτες σειρές μεταξύ άλλων διακρίνονται ο Πρόεδρος των ΗΠΑ George H. W. Bush, ο Πρόεδρος της Γαλλίας François Mitterrand, ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jacques Delors, και ο Καγκελάριος της Γερμανίας Helmut Kohl].
Μία έστω και γρήγορη ματιά στα κείμενα της ΔΑΣΕ (τα οποία σκάναρα ή/και συγκέντρωσα ηλεκτρονικά εδώ) προκαλεί μελαγχολία. Σχεδόν 30 χρόνια μετά τη Διάσκεψη των Παρισίων και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η αρχιτεκτονική της συνεργασίας και της ασφάλειας στην Ευρώπη δέχεται επιθέσεις και αμφισβήτηση εκ των έσω και από το εξωτερικό της. Ακόμη πιο σημαντικό όμως είναι ότι όλη αυτή η διπλωματική υποδομή —οι δομές της διαπραγμάτευσης, οι κοινοί κώδικες επικοινωνίας, η σημασία του «τραπεζιού» αλλά και η ίδια του η ύπαρξη— φαίνεται να έχει καταρρεύσει. Η κρίση ταυτότητας στη Δύση αποτελεί στρατηγική απειλή και νέοι παίκτες θα καθορίσουν την νέα αρχιτεκτονική. Ποια από τις «δύο Ελλάδες» θα αποτυπωθεί στα νέα ιστορικά κείμενα; Η Ελλάδα της υστέρησης ή η Ελλάδα της στρατηγικής σκέψης;
* Οι χάρτες του Magocsi είναι συγκεντρωμένοι εδώ και τα κείμενα της ΔΑΣΕ εδώ. Ευχαριστώ τους φίλους που συμμετείχαν στη σχετική συζήτηση στο Facebook.