Η ΕΕ για την κλιματική αλλαγή
Στο σημείωμα της 27ης Οκτωβρίου ξεκινήσαμε με μια γενική, εισαγωγική κουβέντα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Αφορμή ήταν η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Σύνοδο των Παρισίων, όπου θα συναντηθούν τα μέλη της Σύμβασης-Πλαίσιο για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ. Αναφέρθηκε εκεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται στην παγκόσμια πρωτοπορία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ότι τα μέλη της συμμετέχουν όλα στο Πρωτόκολλο του Κιότο και ότι έχει θέσει στόχους για τη μείωση στις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου με συγκεκριμένα χρονικά όρια.
Ειδικότερα, για το 2020 η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε τους εξής στόχους: (α΄) θα μειώσει συνολικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 20% σε σχέση με το 1990, (β΄) 20% της ενέργειας θα παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, και (γ΄) θα βελτιωθεί κατά 20% η ενεργειακή αποδοτικότητα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βασικά εργαλεία για να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είναι η αγορά εκπομπών ρύπου και οι εθνικοί στόχοι για τους ρύπους που βρίσκονται εκτός αγοράς ρύπων (ο στόχος για την Ελλάδα είναι η μείωση των εκπομπών κατά 4%). Τέθηκαν επίσης εθνικοί στόχοι για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (στόχος για τη χώρα μας είναι η παραγωγή του 18% της ενέργειας που καταναλώνεται εντός Ελλάδος από ανανεώσιμες πηγές) και παρασχέθηκαν κίνητρα για την ανάπτυξη πράσινων τεχνολογιών. Επίσης, προβλέφθηκαν προγράμματα για την εξοικονόμηση ενέργειας — χαρακτηριστική είναι η Οδηγία για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, η οποία έχει οδηγήσει στην υποχρέωση για την έκδοση ενεργειακού πιστοποιητικού κάθε ακινήτου που πωλείται και στο πολύ γνωστό πρόγραμμα «εξοικονομώ», που χορήγησε κίνητρα για την εργασίες μέσα σε σπίτια που βελτιώνουν την ενεργειακή τους απόδοση.
Οι στόχοι για το 2030 είναι ακόμη περισσότερο φιλόδοξοι: 40% μειωμένες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με το 1990, 27% παραγωγή της καταναλισκόμενης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και 27% βελτίωση στην ενεργειακή απόδοση. Η περαιτέρω μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου προσδοκάται ότι θα επιτευχθεί αφενός μέσω της αγοράς ρύπων (που θα πρέπει να μειώσει τις εκπομπές των αερίων που ρυθμίζει κατά 43% σε σχέση με το 2005), αφετέρου δε μέσω των στόχων εκούσιας συμμόρφωσης των κρατών-μελών, οι δεσμευτικοί στόχοι των οποίων αποσκοπούν σε μείωση 30% σε σχέση με το 2005. Σημαντική, όμως, είναι και η προσπάθεια για μια νέα διεθνή συμφωνία για την κλιματική αλλαγή με δεσμευτικούς στόχους για περισσότερα κράτη. Σε σχέση με τη βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση, θεωρείται ότι απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις, ύψους 38 δισεκατομμυρίων ευρώ, οι οποίες όμως θα αντισταθμισθούν από την ενέργεια που θα εξοικονομηθεί μέχρι το 2030.
Για το 2050 η φιλοδοξία είναι να μειωθούν κατά 80% οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με το 1990 (με ενδιάμεσους σταθμούς το 40% το 2030, που έχει ήδη καταστεί δεσμευτικός στόχος, και το 60% το 2040). Ειδικά ο τομέας της παραγωγής ενέργειας, σύμφωνα με τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να εξαλείψει εντελώς την παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα, εάν βασίζεται σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε ελαχιστοποίηση της παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα (στον σχεδιασμό περιλαμβάνεται και η παραγωγή πυρηνικής ενέργειας). Σημαντικό ρόλο θα παίζουν και τα έξυπνα δίκτυα μετάδοσης της παραγόμενης ενέργειας, τα οποία θα παρουσιάζουν πολύ λιγότερες απώλειες προς το περιβάλλον (ώστε να απαιτείται πρωτογενώς πολύ λιγότερη παραγωγή ενέργειας). Στις μεταφορές επιδιώκεται η κυκλοφορία όλο και περισσότερων ηλεκτρικών ή υβριδικών οχημάτων ή οχημάτων που θα λειτουργούν με βιοκαύσιμα. Η εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου από κτίρια αναμένεται να μειωθεί κατά περισσότερο από 90%, μέχρις εξαφανίσεως, καθώς τα κτίρια θα εξοικονομούν ενέργεια με την ανακατασκευή τους, ενώ και στο μαγείρεμα και σε άλλες δραστηριότητες που απαιτούν ενέργεια, αυτή θα παρέχεται μέσω ηλεκτρικού ρεύματος και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η επένδυση που υπολογίζεται ότι θα απαιτηθεί για τη μετάβαση αυτή στις επόμενες δεκαετίες ανέρχεται σε 270 δισεκατομμύρια ευρώ.
Όπως είδαμε, σημαντικό ρόλο στην ευρωπαϊκή πολιτική για τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου (και ιδίως του διοξειδίου του άνθρακα) παίζει το ευρωπαϊκό σύστημα αγοράς ρύπων. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, καθορίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο το σύνολο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που θα είναι επιτρεπτές και βγαίνει σε πλειστηριασμό το δικαίωμα για εκπομπή των ποσοτήτων αυτών. Στη συνέχεια, τα δικαιώματα που αποκτώνται με τη δημοπρασία μπορούν να πωλούνται μεταξύ των βιομηχανιών που συμμετέχουν στο σύστημα, ώστε να διασφαλισθεί ότι συνολικά δεν θα γίνει υπέρβαση των ανωτάτων ορίων, αλλά η κατανομή μεταξύ των βιομηχανιών θα γίνει κατά τον βέλτιστο τρόπο.
Το σύστημα αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα, που δείχνει έναν καινοτόμο τρόπο συνεργασίας μεταξύ κρατικών Αρχών και φορέων της αγοράς, αλλά ενδεχομένως και τους περιορισμούς και των δύο. Καταδεικνύει επίσης και αρκετά χαρακτηριστικά του προβλήματος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, στον βαθμό που συνέχεται με την κλιματική αλλαγή. Ας πούμε, δείχνει ότι το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν εθνικό, καθώς, ως εκ της φύσεώς της, η ατμοσφαιρική ρύπανση δεν γνωρίζει σύνορα. Τα αέρια που παράγονται από μία χώρα μπορούν να ρυπάνουν την ατμόσφαιρα της γειτονικής της, ενώ η αύξηση της θερμοκρασίας λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου δεν περιορίζεται μόνο στις χώρες που παράγουν τους πιο πολλούς ρύπους, αλλά καλύπτει με τις επιπτώσεις της το σύνολο του πλανήτη.
Βασικό, όμως, είναι ότι το σύστημα αυτό αντιμετωπίζει την εκπομπή των αερίων του θερμοκηπίου ως προκαλούμενη βλάβη χρηματικώς αποτιμητή. Εδώ βλέπουμε τα όρια και της κρατικής λειτουργίας, αλλά και της λειτουργίας της αγοράς. Η αγορά από μόνη της, με τον μηχανισμό των εκούσιων συναλλαγών, δεν μπορεί να δώσει λύση σε ένα πρόβλημα για την επίλυση του οποίου θα έπρεπε να συνεννοηθούν πολλοί παράγοντες που δεν θα ήταν δυνατόν να συντονιστούν μεταξύ τους. Με πιο απλά λόγια, δεν θα μπορούσαμε να αναμένουμε όλοι οι εργοστασιάρχες να βρεθούν εθελοντικά και να συμφωνήσουν να κατανείμουν μεταξύ τους τους ρύπους που θα έχουν το δικαίωμα να παράγουν — ενώ ακόμη πιο δύσκολος θα ήταν ο καθορισμός, μέσω της αγοράς, του σημείου μετά το οποίο οι συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έχουν σοβαρό βλαπτικό αποτέλεσμα για το περιβάλλον. Από την άλλη, η κρατική παρέμβαση, στον βαθμό που θα καθόριζε τους επιτρεπόμενους ρύπους σε επίπεδο επιχείρησης, δεν θα έκανε τη βέλτιστη κατανομή — ενώ δεν θα μπορούσε και να εκτιμήσει, για λογαριασμό τής κάθε επιχείρησης, εάν θα ήταν περισσότερο ή λιγότερο συμφέρουσα η δαπάνη για την αγορά δικαιωμάτων ρύπων σε σχέση με τη δαπάνη για την εγκατάσταση συστημάτων που θα περιόριζαν τους ρύπους. Επίσης, επί της αρχής, πάντοτε θα υπάρχει διαμάχη για το εάν η συνολική ποσότητα επιτρεπομένων αερίων είναι υπερβολικά μεγάλη ή μικρή — και η σχετική απόφαση, στον βαθμό που προέρχεται από κρατικό φορέα, υπάρχει κίνδυνος να επηρεάζεται περισσότερο από lobbying ή ψηφοθηρία παρά από επιστημονικά δεδομένα.
Υπάρχουν πολλές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τη λειτουργία του συστήματος αγοράς ρύπων. Κριτική, επιτεύγματα, περισσότερα ερωτήματα (όπως το λεγόμενο backloading). Αλλά γι’ αυτά, όπως και για τη συμμόρφωση της χώρας μας επί του προκειμένου, σε επόμενο σημείωμα.