On duty

L
Ξένια Κουναλάκη

On duty

Στην εφημερίδα περνάω τη μισή μου ζωή. Μπαίνω μέσα, συνήθως μούρτζουφλη, σπάνια χαιρετάω τους συναδέλφους μου, ο λόγος είναι πρακτικός. Αν χαιρετάω κάθε μέρα τόσους ανθρώπους, έναν-έναν, πόσο πολύτιμο χρόνο θα έχω χάσει από τη ζωή μου; Είκοσι δυο χρόνια είμαι στην ίδια δουλειά, πόσες φορές να πει κανείς «γεια σου» στους ίδιους και τους ίδιους; Συχνά δεν ξέρω τα ονόματα ανθρώπων που κάθονται δυο γραφεία πιο κάτω, πόσα παιδιά έχουν, αν οι γονείς τους ζουν, αν ζορίζονται οικονομικά.

Κάθε τόσο, μια τυχαία πληροφορία με αιφνιδιάζει. Μια συντάκτρια ύλης είναι παντρεμένη με ένα διάσημο συγγραφέα. Μια συνομήλική μου δημοσιογράφος πήρε μαύρη ζώνη στο καράτε. Δύο νέοι ρεπόρτερ ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και έκαναν παιδί, κι ας μην τους έχω δει ποτέ να λένε κουβέντα μεταξύ τους.

Έχουν πλεχτεί πολλά ειδύλλια, αρχικά στη Σωκράτους και μετά στο Νέο Φάληρο. Ματιές πονηρές και φλερτ, ξαφνικά μια κοπέλα περπατάει πιο καμαρωτά και ντύνεται πιο προκλητικά, ένα αγόρι χάνει κιλά και ομορφαίνει, χαχανίζουν εφηβικά όταν συναντιούνται στην τουαλέτα ή στο καφενείο, το ίδιο βράδυ μπορεί να τους εντοπίσεις σε κάποιο σκοτεινό πεζοδρόμιο της Αθήνας να βουλιάζουν σε παράνομες αγκαλιές. Συχνά, άνθρωποι βυθισμένοι πίσω από τους υπολογιστές τους ανταλλάσσουν φλογερά, ποιητικά μηνύματα. Πάντα αυτές οι σχέσεις κουβαλούν το βάρος μιας ακατανόητης παραβατικότητας, λες και δεν επιτρέπεται συνάδελφοι να ερωτεύονται, λες και είναι εκτός νόμου ή κάτι τέτοιο.

Θα έπρεπε, παράλληλα με την εφημερίδα, να γράφεται και να κυκλοφορεί μια επιθεώρηση εσωτερικής χρήσης που θα περιγράφει τα μίση και τα πάθη, τους καβγάδες και τους ανεκπλήρωτους έρωτες, τα αστεία και τους μεταξύ μας κώδικες, αλλά και την ψυχρότητα, τη σκληρότητα μετά από χρόνια και χρόνια «συγκατοίκησης». Ένας άνθρωπος απολύεται, μαζευόμαστε όλοι γύρω του, τον αγκαλιάζουμε, δίνουμε υποσχέσεις και όρκους αιώνιας αλληλεγγύης και συμπαράστασης και λίγους μήνες μετά έχουμε ξεχάσει την ύπαρξή του. «Πώς τον έλεγαν αυτόν που καθόταν εκεί, δίπλα στα βιβλία, και δεν πολυμιλούσε;»

Νομίζω, από όλα περισσότερο μου αρέσει η σύσκεψη. Λέμε τις ειδήσεις της ημέρας, γελάμε, κάνουμε μπούλινγκ στον πιο ψαρωμένο εμείς «οι παλιοί», παρατηρούμε ο ένας τον άλλο, ποιος γλείφει, ποιος βγάζει γλώσσα, ποιος τσεκάρει διαρκώς το Twitter. Καμιά φορά ξεφεύγει η κατάσταση, οι (πολυπληθέστεροι) άντρες λένε χοντράδες για σεξ και ποδόσφαιρο, κάνουν χιούμορ γυμνασιακού επιπέδου, οι μειοψηφούσες γυναίκες μιλούν για τέχνη και πρόσφυγες, είναι δύσκολο να σταθείς σ’ αυτό το τραπέζι αν δεν έχεις χιούμορ και τσαμπουκά, σε λένε πολιτικά ορθή και φεμινίστρια (εννοούν «αγάμητη») και δεν υπάρχει χειρότερο από αυτό.

Μου λείπει το καπνιστήριο, το έχει ξαναπεί αυτό —επειδή μου λείπει—, εκεί γίνονται οι πιο ενδιαφέρουσες ζυμώσεις, πολιτικές συζητήσεις και εξομολογήσεις. Πιστεύω ότι η άγνοιά μου για τις προσωπικές ιστορίες των συναδέλφων μου οφείλεται και στο κόψιμο του τσιγάρου. Η κοινωνικοποίηση στην Καθημερινή περνά μέσα από τη νικοτίνη και το ουίσκι. Εγώ δεν πίνω on duty. Ζαλίζομαι και γράφω βλακείες.

Πολλές φορές έχω σπαράξει στο κλάμα μέσα στην εφημερίδα. Είτε για επαγγελματικούς είτε για προσωπικούς λόγους. Και είναι τόσο δύσκολο να κρυφτώ μέσα σ’ αυτό τον αχανή χώρο, τόσα γραφεία δίπλα-δίπλα, ακούγονται οι λυγμοί σε όλη την αίθουσα, και τα κόκκινα μάτια δεν μπορώ να τα πλένω κάθε τρεις και λίγο στην τουαλέτα γιατί καρφώνομαι.

Όταν τελειώνω τα βράδια, είμαι πτώμα, γιατί δεν σηκώνομαι καθόλου, είναι ένας συνδυασμός τεμπελιάς και ψυχαναγκασμού, είμαι επί ώρες καρφωμένη στην οθόνη και στην καρέκλα και μετά πονάει το σώμα μου, τα μάτια μου βλέπουν αστραπές, οι ώμοι μου πιάνονται, και το δεξί μου χέρι είναι σαν να έχει πάθει αγκύλωση από το πληκτρολόγιο που εναλλάσσεται με το κινητό. Είναι αρκετές οι φορές όμως που φεύγω ικανοποιημένη, όχι κάτι φοβερό, αλλά ας πούμε ότι πήρα μια ωραία συνέντευξη, έγραψα ένα καλό άρθρο, γέλασα με τα παιδιά του τμήματός μου. Συχνά έχω ένα αίσθημα πληρότητας.

Δεν θα μπορούσα να κάνω άλλη δουλειά, μάλλον.

[ Εικονογράφηση, Norman Rockwell, Norman Rockwell Visits A Country Editor ].