Τα φλούδια και τα κουκούτσια

P
Ρηγούλα Γεωργιάδου

Τα φλούδια και τα κουκούτσια

 

Ήταν μια μέρα με πνιγηρή ζέστη κι ακίνητο αέρα. Περνώντας μέσα από τους δρόμους της Β΄ Πειραιά, μια περίεργη νέκρα και στη μέση σαν νησί το εκλογικό κέντρο: ένα σχολείο με τη θάλασσα και το μεταβιομηχανικό τοπίο φάτσα του και πίσω ψηλό πρανές με σκαρφαλωμένες θεόρατες μακρόστενες πολυκατοικίες. Μπαλκόνια με θέα.

Αναρωτιόμουν αν για τη ΛΑΕ αυτές οι γειτονιές θα ήταν κάτι σαν προνομιακό πεδίο, αν θα σάρωνε όπως είχε σαρώσει και το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Οι πρώτες ενδείξεις (κάτι θλιβερά τραπεζάκια εκεί κοντά στα Μανιάτικα, με κάτι μούρες ανέκφραστες κι αμίλητες) κρατήθηκαν ως υποσημείωση γιατί μάλλον προμηνούσαν το βραδινό αποτέλεσμα.

Αυτό το ενσταντανέ της οθόνης ήταν ίσως η μόνη πηγή ικανοποίησης. Θλίψη και απαισιοδοξία, με μόλις ανιχνεύσιμα ρινίσματα από κάτι που έμοιαζε με άγρια χαρά. Ή, μάλλον, με σκληρή ικανοποίηση. Όχι επειδή αυτό που είχα ψηφίσει τα είχε πάει ελαφρώς καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα —δεν είναι λόγος να χαίρεσαι επειδή σέρνεσαι με βαρύ πολιτικό αυτοάνοσο και δεν πήγες καλιά σου όπως άλλοι—, αλλά χάρη στο σουπεράκι και στο εκ δεξιών ξινισμένο μούτρο.

Ναι, ήταν ωραία αυτή η ήττα. Ήταν ικανοποιητική. Ήταν κάτι σαν δικαίωση, μέσα σ’ ένα γενικό αποτέλεσμα που επί ώρες άφηνε μόνο ένα βάρος σαν μολύβι στο στήθος. Ήταν χαρά να ξέρεις πως οι εμμονικοί της δραχμής, που ξεβράστηκαν ως τον εικοστό πρώτο αιώνα χάρη στην αδράνεια της Ιστορίας, και μια αισχρή πρώην ΠτΒ που επί μήνες ασελγούσε στο Θεσμό δεν θα έχουν πια θέση στη ζωή της χώρας παρά μόνο ως ασήμαντοι κομπάρσοι. Ότι κάπου εκεί τερματιζόταν ο διαλυτικός ρόλος τους.

Γυρίζοντας στο σπίτι αργά το βράδυ, μέσα στο αμάξι, με το ραδιόφωνο ανοιχτό κι έχοντας μόνο ήχο χωρίς εικόνα, νιώθαμε να επιβεβαιώνεται για πολλοστή φορά: η Ιστορία όντως επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Ήταν η εκφορά του λόγου, ο τόνος της φωνής, οι θριαμβικές φράσεις, αλλά πάνω απ’ όλα η αποστροφή πως θα σηκώσει τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα. Την επομένη, μπήκε απότομα το φθινόπωρο.

«Βλέπεις; Ο Έλληνας θα χρειάζεται για πολύ καιρό ακόμα τον Παπανδρέου του», μουρμούρισα. Έστω και ερζάτς, έστω με άλλο όνομα, έστω χωρίς δείγμα από τις περγαμηνές του αυθεντικού, έστω χωρίς πακέτα Ντελόρ και Ολοκληρωμένα Μεσογειακά, έστω χωρίς δανεικά-και-κατά-προτίμηση-αγύριστα. Το παλιό είν’ εδώ, ενωμένο-δυνατό κάτω από τον μπερντέ του «νέου» και «άφθαρτου» και με τις κολεγιές που του αξίζουν. Και με φιλοδοξία και ορίζοντα τετραετίας.

Δημοκρατία το λένε, θα το φάμε και με τα φλούδια του και με τα κουκούτσια του. Όμως, όπως έγραψε καλός φίλος, «379.578 άτομα μου προκαλούν αηδία και σιχασιά. Όξω από εδώ, φασιστόμουτρα».