Από μακριά έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους

L
Μιχάλης Μητσός

Από μακριά έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους

Στο Κύτταρο δεν θα πάω, παρόλο που λατρεύω την Ελένη Βιτάλη. Μου είπαν ότι γίνεται ντουμάνι από τον καπνό, και δεν έχω πια ανοχές, βαρέθηκα αυτό τον ελληνικό τριτοκοσμισμό με το τσιγάρο, η τελευταία μου παραχώρηση ήταν μια ώρα στο θρυλικό Batman, ήταν πολύ ωραία, άκουσα και τη Βιτάλη, εντάξει όχι live, αλλά το κάπνισμα ήταν αφόρητο, ένας φίλος που πηγαίνει συχνά σ’ αυτό το μπαρ μού είπε ότι έχει πάντα μια δεύτερη αλλαξιά στο αυτοκίνητο, αλλά εγώ μεγάλωσα πια για τέτοια.

Έσπευσα όμως να ακούσω αυτό το σαββατόβραδο τον Σαββόπουλο στη Σχολή Μωραΐτη, στην πρώτη από τις δύο συναυλίες του μαζί με την Παιδική Χορωδία του σχολείου. Εκεί ήξερα ότι δεν θα κάπνιζαν. Αυτό που δεν ήξερα, και που δεν μπορούσα να το φανταστώ, ήταν η συγκίνηση που θα μου προκαλούσε όλο το σκηνικό. Ένας καλλιτέχνης στα 71 του, που νιώθεις ότι δεν έχει γεράσει ούτε μια μέρα: βούρκωσα με το που έπιασε το μικρόφωνο. Μια χορωδία από υπέροχες παιδικές φωνές: η εκτέλεση του «Τι έπαιξα στο Λαύριο», με τον Διονύση να ομολογεί ότι δεν ξέρει «πια» τι να παίξει ούτε και στους μεγάλους, και τα παιδιά να του απαντούν για το όνειρο που τρίζει σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς τους, ήταν απλώς συγκλονιστική. Καταπληκτικά, μέσα στο ψάρωμά τους, και τα πιτσιρίκια της ΣΤ΄ Δημοτικού που έπαιζαν βιολί, τσέλο και σαξόφωνο.

Ο Σαββόπουλος ήταν εμφανώς συγκινημένος: στο συγκεκριμένο σχολείο φοίτησαν τα παιδιά του και φοιτά σήμερα ο εγγονός του. Αλλά η επικοινωνία του με τρεις γενιές, και η δύναμη της σκηνικής του παρουσίας, είναι πάνω από τέτοια. Τον ακούς στη «Συννεφούλα» και σιγοτραγουδάς. Τον ακούς στην «Πρωτομαγιά» και νοσταλγείς. Τον ακούς στον «Πολιτευτή» και χειροκροτάς. Τον ακούς και του συγχωρείς ό,τι μπορεί κατά καιρούς να σε στενοχώρησε, και τις αρχαιότητες, και την ορθοδοξία, και τα ήξεις-αφήξεις με το δημοψήφισμα. Δεν έχουν σημασία όλα αυτά, είναι αρκετό να κλείσεις τα μάτια και να τον ακούσεις για μιαν ακόμη φορά να διηγείται την ιστορία με τον κότσυφα τον Σταύρο, τις μπεκάτσες, τις τσίχλες, τα περιστέρια, τα αηδόνια, τους τσαλαπετεινούς και τα παγόνια, κι όλα τα κακά σκορπούν, όλες οι πληγές κλείνουν, όλοι οι φόβοι εξαφανίζονται, ακόμη και τον ΣΥΡΙΖΑ μπορείς να δεις με άλλο μάτι. Να ’ναι καλά ο άνθρωπος.

Δεν μου είπε το «Είδα την Άννα κάποτε». Όπως εξήγησε άλλωστε στο κοινό, που συναγωνιζόταν σε παραγγελιές στα ανκόρ, η μουσική δεν υπακούει σε δημοκρατικές διαδικασίες. Μου είπε άλλα. Κι εκεί όπου η συναισθηματική φόρτιση γινόταν επικίνδυνη, όπως με το «Ας ερχόσουν για λίγο» του Σουγιούλ, ήξερε να την εκτονώνει με ένα καλαμπούρι και μια ιστορία. Το πράγμα πήγε να ξεφύγει όταν στο τέλος έπιασε το «Να με προσέχεις», αλλά ευτυχώς στο κρίσιμο σημείο κάτι έγινε με τον ήχο, ακούστηκε ένα εκκωφαντικό βούισμα, ο Διονύσης σταμάτησε, αγριοκοίταξε τους τεχνικούς, είπε, «Ώρα να ευθυμήσουμε», και τελείωσε με τον Καραγκιόζη.

Κι έτσι γλίτωσα το απόλυτο ρεζίλι.