Το αυστριακό εθνικό σπορ

D
Ελένη Θωμίδου

Το αυστριακό εθνικό σπορ

Το σπορ της γκρίνιας είναι γνωστό παγκοσμίως, με φανατικούς οπαδούς αλλά και άλλους τόσους γκρινιάρηδες εχθρούς. Στην Αυστρία, με πρωταθλήτρια τη Βιέννη, έχει αναχθεί σε επιστήμη. Εδώ, γκρινιάζουμε όλοι. Ως μονάδες και ως ομάδες. Γκρινιάζουμε για τα πάντα, στιγμιαία αλλά και συνεχόμενα. Κυρίως συνεχόμενα. Ειδικότερα ακατάπαυστα. Γκρινιάζουμε από το πρωί ώς το βράδυ και είμαστε και πολύ περήφανοι γι’ αυτό.

Γιατί;

Τι γιατί; Δεν υπάρχει γιατί. Γιατί έτσι! Για τα πάντα.

Εντάξει, ναι, υπάρχουν και αγαπημένα θέματα ανάλογα με την εποχή, ανάλογα με την ώρα της ημέρας και τον τόπο. Ολ τάιμς κλάσικ είναι, τι άλλο, ο καιρός. Η γκρίνια είναι παντός καιρού!  Αλλά και παντός τόπου και χρόνου. Άλλο διαχρονικά αγαπημένο θέμα γκρίνιας είναι, φυσικά, το φαγητό. Στο σπίτι, στο εστιατόριο, στον δρόμο. Πάντα κάτι δεν είναι αρκετά νόστιμο, αρκετά πολύ και αρκετά καλό. Δεν είναι το θέμα αν θα το φτιάχναμε εμείς καλύτερο. Όχι! Το θέμα είναι να σχολιάσουμε με πνεύμα, να διαμαρτυρηθούμε, αλλά όχι εντόνως, να γκρινιάξουμε και να ξεδώσουμε, βρε αδερφέ! Στο τοπ φάιβ της γκρίνιας είναι πάντα η κίνηση στους δρόμους, ανεξαρτήτως αν οδηγούμε ή όχι, αλλά και οι διαπροσωπικές σχέσεις, με έμφαση στις ερωτικές.

Μετά από μακροχρόνια παρατήρηση, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι γκρινιάζουμε πάντα για τα ίδια και τα ίδια θέματα, σε όλες τις πιθανές παραλλαγές και όλους τους τόνους. Αλλά δεν σταματάμε για να το σκεφτούμε ή να το συζητήσουμε! Όχι! Ποτέ! Απλά γκρινιάζουμε ακατάπαυστα.

Είμαι πλέον πεπεισμένη. Η γκρίνια είναι τρόπος εκτόνωσης. Γι’ αυτό και την αποκαλώ σπορ. Και εξηγούμαι:

Δεν είναι η έκφραση επιθυμίας για αλλαγή κατάστασης. Ίσως στην αρχή υπάρχει η σκέψη ή η αίσθηση ότι κάτι πρέπει να αλλάξει. Αλλά, μετά από τη μετάβαση στη μονότονη, μόνιμη συχνότητα της γκρίνιας, μάλλον το αντίθετο φαίνεται να συμβαίνει: η γκρίνια, αυτή η πανταχού παρούσα κατάσταση —σχεδόν σε κάθε εταιρικό γραφείο, σχεδόν σε κάθε μακροχρόνια σχέση—, είναι ο συνοδευτικός ήχος των υφιστάμενων συνθηκών, μια εξάσκηση στο αναπόφευκτο, μια ωδή στην παθητικότητα. Και αυτό γίνεται ολοφάνερο όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια λύση του προβλήματος για το οποίο γκρινιάζουμε. Το γνωστό παράδειγμα της φίλης που γκρινιάζει μήνες για τον σύντροφό της. Ε, χώρισέ τον να τελειώνουμε, χρυσή μου! Εκεί, σου κόβει ίσως και την καλημέρα. Γιατί είσαι κακή φίλη και θες να τους χωρίσεις. Και μη χειρότερα… Αυτός που γκρινιάζει σημαίνει τελικά ότι θέλει να μείνουν όλα ως έχουν.

Θα μου πείτε καλά όλα αυτά, αλλά γιατί αναφέρομαι ειδικά στην Αυστρία και τη Βιέννη. Τι αυστριακό ημερολόγιο είναι αυτό! Ιδού λοιπόν: χαρακτηριστικό της αυστριακής και δη της βιεννέζικης αυθεντίας στην γκρίνια είναι η πληθώρα συνωνύμων της ίδιας τής λέξης (η οποία γκρίνια μόλις ανακάλυψα ότι είναι ιταλικής προέλευσης!): jammern, sudern, nörgeln, raunzen, schimpfen, motzen, bizeln, murren, mosern, brummen, maulen, grollen… Αυτά τα ολίγα. Χώρια στις υπόλοιπες διαλέκτους εκτός Βιέννης, μιλάμε για χιλιάδες και εκατομμύρια συνώνυμα!

Τα βαθύτερα αίτια της γκρίνιας και της αρνητικότητας είναι πλέον αντικείμενο μελέτης της Ψυχολογίας. Κάποιοι γερμανόφωνοι μελετητές αποδίδουν την ιδιαιτερότητα αυτή στη νοοτροπία των Αυστριακών (και των Γερμανών), σε ιστορικά δεδομένα όπως η απολυταρχία, οι πρωσικές αρετές, η «μαύρη» παιδαγωγική, η ναζιστική περίοδος, η αυταρχική ορθοδοξία της πίστης και η προσήλωση στους κανόνες ή σε ένα ισχυρό «χέρι» που οδήγησε σε μια κοινωνία πάντα κάπως ανικανοποίητη. Άλλοι πάλι επικεντρώνονται στη σύγχρονη εποχή και αποδίδουν τις ρίζες της σημερινής ακατάπαυστης γκρίνιας στις απαρχές της ψυχανάλυσης και στον Φρόυντ, ο οποίος ενθάρρυνε τους ασθενείς του να μιλούν για οτιδήποτε τους απασχολεί ή τους στενοχωρεί με κάθε λεπτομέρεια.

Παρεμπιπτόντως, ο Ζίγκμουντ Φρόυντ μεγάλωσε και σπούδασε στη Βιέννη. Τυχαίο; Δεν νομίζω!

Κλείνοντας τονίζω ότι το κείμενο δεν είναι τυχαία γραμμένο σε πρώτο πληθυντικό.

[ Εικονογράφηση, Gabriella Cleuren, Very angry people, 2015 ].