Δυόμισι χιλιάδες χρόνια εφηβεία

L
Νίκος Δασκαλάκης

Δυόμισι χιλιάδες χρόνια εφηβεία

Το ταξίδι είναι πάντα ταξίδι, ακόμα και όταν πρόκειται για δουλειά, για μια τετριμμένη συμβατική υποχρέωση. Πολλοί ταλαιπωρούνται και μόνο στη σκέψη του νεκρού χρόνου μέσα στο λεωφορείο, στο τρένο ή στο πλοίο. Για εμένα πάλι είναι χρόνος πολύτιμος: ώρες ολάκερες, διαθέσιμες για νέες εικόνες τοπίων και φυσιογνωμιών, για την προσεκτική ακρόαση ενός νέου δίσκου, για την αναγνωστική καταβρόχθιση ενός βιβλίου ή απλά των καθημερινών εφημερίδων. Είναι πολύτιμος ο νεκρός χρόνος της μετακίνησης, λείπει πολύ από την καθημερινότητά μας — μας λείπει η συγκέντρωση, το focus, η απόλαυση των μικρών ερεθισμάτων. Στον τελικό προορισμό, πάντα υπάρχει χρόνος για βόλτες και ανακαλύψεις, πριν ή μετά την αναπόφευκτη γραφειοκρατική διαδικασία, τις σφραγίδες και τα ένσημα, την εργασιακή ρουτίνα που είναι πάντα η ίδια σε μητροπόλεις και χωριά, σε όρη και νησιά.

Στη Νάξο, στα ορεινά μαρμαροχώρια, εκεί όπου ο ανθρώπινος μόχθος, πολλούς αιώνες τώρα, αναμετριέται με τους απρόσιτους όγκους των βουνών και αποδίδει κατάλευκα μαρμάρινα καλντερίμια, αρχαίους ναούς και έργα τέχνης, υπάρχει μια μαρμάρινη ανθρωπόμορφη εφηβική μορφή που υποδέχεται τους επισκέπτες εδώ και 2,5 χιλιάδες χρόνια. Δεν δείχνει να ξαφνιάζεται με την άφιξή μας, για την ακρίβεια παραμένει νωχελικά ξαπλωμένη και δείχνει να προσπαθεί να τεντώσει τα ογκώδη πόδια της για να ξεπιαστεί, ενώ το κεφάλι έχει μία ελαφριά κλίση προς τη μεριά του μονοπατιού, σαν να πάει να γείρει από περιέργεια για να διακρίνει αυτούς που την παρατηρούν. Μοιάζει σαν έφηβος στην παραλία που δεν μπορεί να βολευτεί πάνω στην άμμο, αλλά που ταυτόχρονα βαριέται υπερβολικά για να αλλάξει στάση, το σώμα του βρίσκεται σε εκείνη τη φάση της μετάλλαξης από αγόρι σε άντρα, στη φάση που τα πόδια σου μακραίνουν απότομα, τα χέρια σου αυτονομούνται και η φωνή σου βαθαίνει, τότε που νιώθεις ξένος και μονίμως άγαρμπος μέσα σε ένα σαρκίο δανεικό, στενό, δυσκολοφόρετο.

Γεννήθηκε μέσα από τα σπλάχνα των λατομείων του μαρμάρου, γύρω στο 570 π.Χ., παραγγελιά για κάποιον άρχοντα, φεουδάρχη ή θαλασσοκράτορα — ποιος να ξέρει. Όταν οι λαξευτές πήγαν να μεταφέρουν το ύψους 5,5 μέτρων κορμί του, εκείνο ξέφυγε από τα χέρια τους, έπεσε πάνω στους βράχους και έσπασε το ένα του πόδι. Οι τεχνίτες απόθεσαν την τραυματισμένη του κορμοστασιά πάνω σε ένα στρώμα από φύλλα, κάτω τον ίσκιο των δέντρων, και τον άφησαν εκεί να ξεκουραστεί.

Ο Κούρος των Μελάνων, όπως είναι το όνομά του, βρίσκεται πάντοτε εκεί, ξάπλα σε ένα χωραφάκι, μόνος του το χειμώνα αλλά υπερκοινωνικός το καλοκαίρι. Ένας αιώνιος έφηβος που δεν χρειάστηκε ποτέ να αποχωριστεί την ορεινή μητρική του οπή, δεν στάθηκε ποτέ όρθιος, σε στάση προσοχής, να δεσπόζει μπροστά από τις πύλες ενός παλατιού όπως τόσοι και τόσοι άλλοι Κούροι της γενιάς του που δεν υπάρχουν πια. Εκείνος στάθηκε τυχερός και δεν μεγάλωσε ποτέ, συνεχίζει την αιώνια και αδιατάρακτη ουρανοσκόπησή του, χωρίς άγχος, χωρίς ευθύνες, δοξάζεται από το οικουμενικό κοινό του χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα.

Πόσο μα πόσο νεοελληνικό είναι αυτό το μνημείο: ένας αιώνια ξαπλωμένος έφηβος, ράθυμος και χαλαρός, να καταφέρνει να είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος όλου του κόσμου — όλες οι ταμπέλες της περιοχής να αναγράφουν το όνομά του, όλα τα βέλη να δείχνουν αυτόν, τον γιγάντιο νάρκισσο, που δεν θα σηκωθεί όρθιος ποτέ.