Ειδικά θέματα ασφαλιστικού: ΔΕΗ

P
Αθανάσιος Τσιούρας

Ειδικά θέματα ασφαλιστικού: ΔΕΗ

Το συνταξιοδοτικό των υπαλλήλων της ΔΕΗ συμπυκνώνει πολλά από τα στραβά του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος και, κυρίως, πολλές από τις παρανοήσεις για τη φύση των εισφορών και τη φύση του δικαιώματος στη σύνταξη. Η ιδιαιτερότητα του συστήματος σήμερα είναι ότι οι υπάλληλοι της ΔΕΗ υπάγονται συνταξιοδοτικά στο ΙΚΑ, σε χωριστό κλάδο, ο οποίος χρηματοδοτείται με το ποσόν των 600 εκατομμυρίων ευρώ από το ελληνικό Δημόσιο. Η χρηματοδότηση αυτή επιτρέπει να παρέχονται μεγαλύτερες συντάξεις για τους συνταξιούχους της ΔΕΗ σε σχέση με τους υπολοίπους. Κάθε φορά που το θέμα ανακινείται, η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ σπεύδει να υπενθυμίσει ότι η παραπάνω ετήσια χρηματοδότηση δεν είναι παρά η ανταπόδοση του κράτους στους συνταξιούχους της ΔΕΗ για την αξία, την οποία η ίδια η ΔΕΗ απέκτησε χάρη στις εισφορές τους μέχρι το 1999, δηλαδή μέχρι τη μερική αποκρατικοποίησή της. Επισημαίνεται, επίσης, ότι η ανταπόδοση αυτή θεσμοθετήθηκε με σύμβαση μεταξύ του Δημοσίου και της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, σύμβαση που επικύρωσε με νόμο η Βουλή. Επομένως, το καθεστώς αυτό δεν πρέπει να θεωρείται προνομιακό σε σχέση με τα όσα ισχύουν για τους λοιπούς συνταξιούχους και, επίσης, δεν μπορεί να μεταβληθεί με νεότερο νόμο.

Γιά να δούμε λίγο τα πράγματα ιστορικά:

Το μακρινό 1966 ορίστηκε, με τον ν. 4491/1966, ότι η ΔΕΗ θα αναλάβει την ασφάλιση των εργαζομένων της. Ο νόμος προέβλεψε, στην παρ. 1 του άρθρου 7, τους πόρους που η ΔΕΗ θα αξιοποιούσε, προκειμένου να αναλάβει την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων της (εισφορά εργαζομένου, εισφορά συνταξιούχου, συμμετοχή άλλων ασφαλιστικών φορέων όπου απαιτείται και εισφορές από ασφαλισμένους που εξαγοράζουν χρόνο ασφαλίσεως — πλασματική ασφάλιση). Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται: «Οι εν τη προηγουμένη παραγράφω καθοριζόμενοι πόροι περιέρχονται εις την ΔΕΗ, η οποία αναλαμβάνει την πλήρη κάλυψιν των δαπανών και των εν γένει υποχρεώσεων της διά του παρόντος νόμου συνιστωμένης ασφαλίσεως». Αυτή είναι η φράση-κλειδί: «οι […] πόροι περιέρχονται εις την ΔΕΗ». Είναι η φράση, από την οποία ξεκίνησαν όλες οι παρανοήσεις.

Έχει πολύ μεγάλη σημασία να δούμε πώς καθορίζεται και η σύνταξη στον ίδιο νόμο. Στην παρ. 4 του άρθρου 8, ορίζεται: «Η σύνταξις συνίσταται εις ποσοστά των συνταξίμων αποδοχών κατά τα εν τη επομένη παραγράφω οριζόμενα». Στη συνέχεια, οι συντάξιμες αποδοχές ορίζονται ως ποσοστό επί του μέσου όρου των αποδοχών του ασφαλισμένου που εισέρχεται στη σύνταξη κατά το τελευταίο έτος της εργασίας του, και η σύνταξη υπολογίζεται ως κλάσμα των συνταξίμων αποδοχών πολλαπλασιαζόμενο επί τα έτη ενεργού υπηρεσίας που είχε ο κάθε συνταξιούχος. Υπάρχουν κάποια όρια, ανώτατα και κατώτατα, αλλά βασική παράμετρος για τον υπολογισμό της σύνταξης είναι ουσιαστικά ο μισθός που λάμβανε ο συνταξιούχος το τελευταίο έτος πριν τη συνταξιοδότησή του. Κρατάμε και αυτή τη διάταξη στον νου μας, επειδή από αυτήν προκύπτει και ο χαρακτήρας του συνταξιοδοτικού μοντέλου που ίσχυε για τους υπαλλήλους της ΔΕΗ μέχρι το 1999.

Το 1999, η τότε κυβερνητική πλειοψηφία προχώρησε στην απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, στη μετατροπή της ΔΕΗ σε ανώνυμη εταιρεία και στην παροχή τής καταρχήν δυνατότητας πώλησης των μετοχών της από το Δημόσιο. Όλα αυτά τα σπουδαία πράγματα έγιναν με τον ν. 2773/1999 (που καθιέρωσε και τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας με σκοπό να επιβλέπει τη χρήση των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος). Και, φυσικά, μία ΔΕΗ μερικώς ιδιωτικοποιημένη δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί ως ασφαλιστικός φορέας των εργαζομένων της: ποιος θα αγόραζε μετοχές μιας επιχείρησης που είχε αναλάβει υποχρεώσεις έναντι των εργαζομένων της (δηλαδή την καταβολή των συντάξεών τους) εις το διηνεκές; Κάπου εκεί θυμηθήκαμε ότι ένα μέρος της περιουσίας της ΔΕΗ είχε προέλθει από τις εισφορές των εργαζομένων της. Είναι η φράση-κλειδί, την οποία σημειώσαμε παραπάνω. Επομένως, εάν επρόκειτο η ασφάλιση των εργαζομένων να συνεχιστεί από άλλο φορέα, εάν δηλαδή κάποιος άλλος αναλάμβανε τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις που είχε μέχρι τότε η ΔΕΗ, δεν θα ήταν άραγε δίκαιο το μέρος της περιουσίας της ΔΕΗ που προήλθε από τις εισφορές να μεταφερθεί δίκην «προίκας» στον νέο φορέα, ώστε με βάση την προίκα αυτή να μπορούν να προσδιορίζονται και να καλύπτονται οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις υπό το νέο καθεστώς;

Με αυτή τη λογική, ο ν. 2773/1999 περιέλαβε και το περίφημο άρθρο 34 με τις εξής προβλέψεις: (α΄) συστάθηκε νέος ασφαλιστικός φορέας για τους εργαζομένους της ΔΕΗ, τον Οργανισμό Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ (ο φορέας αυτός το 2008 ενσωματώθηκε στο ΙΚΑ, αλλά διατήρησε την οικονομική και λογιστική αυτοτέλειά του), (β΄) αναγνωρίστηκε ότι μέρος της περιουσίας της ΔΕΗ προήλθε από τις εισφορές των εργαζομένων, (γ΄) προβλέφθηκε ότι το κράτος θα καταβάλει αντιπαροχή έναντι της περιουσίας της ΔΕΗ στον ΟΑΠ-ΔΕΗ και (δ΄) κυρώθηκε σύμβαση μεταξύ του ελληνικού Δημοσίου (εκπροσωπουμένου από τον κ. Ευάγγελο Βενιζέλο, υπουργό Ανάπτυξης τότε) και της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, επί τη βάσει της οποίας το Δημόσιο είχε αναλάβει όλες τις παραπάνω υποχρεώσεις, συν κάποιες ακόμη: ο νέος φορέας «θα καλύψει, θα εξασφαλίσει και θα προστατεύσει, εις το ακέραιο, όλες τις κάθε είδους ασφαλιστικές παροχές και υποχρεώσεις του ασφαλιστικού φορέα της ΔΕΗ […] κατ’ ελάχιστο στο επίπεδο και την έκταση που προβλέπεται σήμερα» (παρ. 5 της κυρωθείσας σύμβασης).

Αυτά είναι, πάνω-κάτω, τα όσα προηγήθηκαν και που δικαιολογούν, υποτίθεται, την ετήσια καταβολή ποσού 600.000.000 στον τομέα ΟΑΠ-ΔΕΗ του ΙΚΑ ως αντιπαροχή έναντι της περιουσίας της ΔΕΗ. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η παροχή αυτή δεν μπορεί να διακοπεί, ούτε με νόμο, αλλά πρέπει να συνεχίζεται επ’ αόριστον. Τα βασικά επιχειρήματα έχουν ήδη γίνει αντιληπτά: (α΄)  πρόκειται για «αντιπαροχή» του κράτους προς τους εργαζομένους της ΔΕΗ, επειδή ένα μέρος της περιουσίας της ΔΕΗ είναι δική τους, καθώς σχηματίστηκε από τις εισφορές τους, (β΄) το κράτος εγγυήθηκε προς τους υπαλλήλους της ΔΕΗ τη διατήρηση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων ως είχαν το 1999, (γ΄) στο κάτω-κάτω το κράτος δεσμεύτηκε συμβατικά απέναντι στη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, επομένως δεν μπορεί να υπαναχωρήσει. Στην επιφάνειά τους τα επιχειρήματα αυτά φαντάζουν ακλόνητα· ωστόσο, μία πιο προσεκτική εξέτασή τους οδηγεί στο αντίθετο συμπέρασμα: τα επιχειρήματα αυτά δεν στέκουν σε νομικό επίπεδο και η επίκλησή τους από όσους δεν θέλουν να πειράξουν ένα καθεστώς πρόδηλης εύνοιας υπέρ μιας ομάδας με ισχυρά συνδικαλιστικά θεμέλια είναι προσχηματική.

Ας δούμε, λοιπόν, το βασικό επιχείρημα, αυτό της αντιπαροχής: το κράτος, με τις ετήσιες επιχορηγήσεις του, επιστρέφει στους υπαλλήλους και ήδη συνταξιούχους της ΔΕΗ το μέρος εκείνο της περιουσίας της ΔΕΗ το οποίο είχε σχηματιστεί με τις εισφορές τους. Το επιχείρημα αυτό πάσχει τόσο σε οικονομικό, όσο και σε λογικό και νομικό επίπεδο.

Η οικονομική του αβασιμότητα έχει επισημανθεί κατ’ επανάληψη, κυρίως από τον Στέφανο Μάνο: ακόμη κι εάν ήθελε υποτεθεί ότι μέρος της περιουσίας της ΔΕΗ ανήκε στους εργαζομένους της, οι ετήσιες παροχές τόσων ετών το έχουν υπερκαλύψει. Από το 2000 μέχρι και το 2016 έχουν δοθεί περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια ευρώ ως «αντιπαροχή». Με καμία μέτρηση δεν μπορεί να βρεθεί ότι η αντιπαροχή αυτή υπολείπεται της παροχής έναντι της οποίας δίνεται. Στην υψηλότερη κεφαλαιοποίησή της, η αξία της ΔΕΗ δεν ξεπερνούσε τα 12 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ σήμερα η συνολική της κεφαλαιοποίηση ανέρχεται σε κάποιες εκατοντάδες εκατομμύρια. Δηλαδή, η αποτίμηση του συνόλου της περιουσίας της ΔΕΗ (και αυτής που δεν σχηματίστηκε, υποτίθεται, από τις εισφορές των εργαζομένων της, αλλά από άλλες πηγές) ήταν μικρότερη από το ποσόν που έχει όλα αυτά τα χρόνια δοθεί ως αντιπαροχή για την αξία μέρους αυτής που υποτίθεται ότι στερήθηκαν ως ασφαλιστικό κεφάλαιο οι συνταξιούχοι της. Η αντιπαροχή έχει ήδη προ πολλού ξεπεράσει την παροχή, επομένως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η συνέχιση της καταβολής της.

Το επιχείρημα, όμως, ότι δήθεν οι εισφορές των εργαζομένων της ΔΕΗ είναι αυτές που έχτισαν την εταιρεία και δημιούργησαν την περιουσία της, δεν στέκει λογικά ούτε επί της αρχής. Όπως είδαμε, οι εισφορές των εργαζομένων της ΔΕΗ θα έπρεπε, σύμφωνα με τον ν. 4491/1966, να περιέρχονται στην ίδια την ΔΕΗ. Τι σήμαινε αυτό στην πράξη; Ότι η ΔΕΗ, όταν πλήρωνε μισθούς, απλώς τους πλήρωνε μειωμένους κατά το μέρος που αυτοί αντιστοιχούσαν στις εργοδοτικές εισφορές. Η παρακράτηση ήταν, με άλλα λόγια, μία λογιστική εγγραφή και τίποτε παραπάνω. Η περιουσία της ΔΕΗ προφανώς δεν προήλθε από τις εγγραφές αυτές, αλλά από τα χρήματα που όλοι ως καταναλωτές της πληρώνουμε με τους λογαριασμούς μας. Η ΔΕΗ δεν αγόρασε μηχανήματα ούτε πλήρωσε μισθούς από τα χρήματα που της έδωσαν, ως εργατική εισφορά, οι υπάλληλοί της. Το να λέμε το αντίθετο θυμίζει το γνωστό ανέκδοτο με τον Σκοτσέζο και τον γιο του: ο γιος του καυχήθηκε ότι έβγαλε μία λίρα, όσο ήταν το εισιτήριο ενός λεωφορείου, επειδή το ακολούθησε τρέχοντας και δεν επιβιβάστηκε σ’ αυτό — ο πατέρας του τον επιτίμησε, λέγοντας ότι, αν, αντί για λεωφορείο, ακολουθούσε ταξί, θα είχε βγάλει δώδεκα λίρες.

Το πιο βασικό, όμως, είναι ότι το επιχείρημα της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ δεν στέκει σε νομικό επίπεδο. Είδαμε τα εξής χαρακτηριστικά στον ν. 4491/1966: Πρώτον, ότι η εργατική εισφορά ανήκει στη ΔΕΗ, σύμφωνα με τον νόμο. Δεύτερον, και σπουδαιότερο, ότι η σύνταξη που ελάμβαναν, σύμφωνα με τον νόμο αυτό, οι συνταξιούχοι της ΔΕΗ δεν υπολογιζόταν επί των εισφορών που είχαν «παρακρατηθεί» για λογαριασμό τους, αλλά με βάση τον μισθό του τελευταίου έτους της απασχόλησής τους. Είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι ο ασφαλιστικός φορέας των εργαζομένων της ΔΕΗ (όπως και οι άλλοι ασφαλιστικοί φορείς στην Ελλάδα) λειτούργησε με βάση το αναδιανεμητικό σύστημα. Δεν υπήρχε ούτε άμεσος, ούτε έμμεσος συσχετισμός των συνολικών εισφορών ενός εργαζομένου στη ΔΕΗ (ακόμη και εάν αυτές τις λογιστικές εγγραφές τις εξομοιώσουμε πλήρως με εισφορές) με τη σύνταξη που θα ελάμβανε. Συνεπώς, οι εισφορές των εργαζομένων, ακόμη και αν ήταν πραγματικές και όχι λογιστικές, από τη στιγμή που θα έμπαιναν στο ταμείο θα έπαυαν να είναι περιουσία τους. Το δικαίωμα που θα είχαν θα ήταν να λάβουν σύνταξη υπό τις προϋποθέσεις και στην έκταση που ίσχυε με βάση τις δυνατότητες του ασφαλιστικού συστήματος. Κατά τούτο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ συνεισέφεραν στον ασφαλιστικό τους φορέα κατά τρόπο που να τους παρέχει περισσότερα δικαιώματα από τους εργαζομένους σε άλλους τομείς της οικονομίας και σε άλλες επιχειρήσεις.

Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να δούμε και την αξία που έχει η εγγύηση, από το κράτος, των ασφαλιστικών δικαιωμάτων που είχαν οι υπάλληλοι της ΔΕΗ υπό το προηγούμενο καθεστώς. Όταν το κράτος εγγυήθηκε τις συνταξιοδοτικές παροχές στο επίπεδο και την έκταση που ίσχυαν το 1999, εγγυήθηκε ότι ο ΟΑΠ-ΔΕΗ δεν θα προσέφερε χειρότερη ασφαλιστική κάλυψη από την ίδια τη ΔΕΗ. Δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το κράτος εγγυάται ότι ο υπολογισμός των συνταξίμων αποδοχών και, στη συνέχεια, των συντάξεων θα παρέμενε ο ίδιος εσαεί, καθώς στο αναδιανεμητικό σύστημα που εφήρμοζε η ΔΕΗ δεν ενυπήρχε μία τέτοια υπόσχεση. Επιπλέον, δεν θα μπορούσε η σύμβαση να ερμηνευτεί ούτε και ως παρέχουσα ειδικά προνόμια σε μία κατηγορία εργαζομένων σε σχέση με τους υπολοίπους. Σε κάθε περίπτωση, θα θεωρείτο αντισυνταγματική και, γι’ αυτό, άκυρη η νομοθετική κύρωση της σύμβασης, με την οποία θα παρείχοντο αδικαιολόγητα προνόμια σε μία ομάδα ασφαλισμένων.

Τα παραπάνω επιχειρήματα κλονίζουν και τον ισχυρισμό ότι, επειδή η Πολιτεία με σύμβαση ανέλαβε κάποιες υποχρεώσεις, δεν μπορεί να υπαναχωρήσει από αυτές. Αφού επαναλάβουμε ότι η έκταση των υποχρεώσεων που ανέλαβε και συμβατικά η Πολιτεία είναι, στην πραγματικότητα, πολύ διαφορετική από αυτήν που προβάλλει η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, πρέπει να επισημάνουμε ότι και οι συμβατικές δεσμεύσεις είναι άκυρες, εάν αντίκεινται στον νόμο, ενώ κάμπτονται και σε ορισμένες περιπτώσεις. Είναι πρόδηλη η αντίθεση στο άρθρο 4 του Συντάγματος, κατά το οποίο οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της σύμβασης που κυρώθηκε με το άρθρο 34 ν. 2773/1999, εάν αυτή ερμηνευθεί όπως θέλει η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ. Αλλά και έτσι να ήταν, η απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών δικαιολογεί ακόμη και κάμψη στη δεσμευτικότητα των συμβατικών υποχρεώσεων, μέχρι και πλήρη ακύρωση μιας σύμβασης. Στην προκειμένη περίπτωση, η οικονομική κρίση και η αδυναμία του κράτους να διατηρήσει τις συντάξεις στο ίδιο ύψος συνιστούν λόγους που δικαιολογούν την τροποποίηση των υποχρεώσεων του κράτους. Δεν μπορεί, δηλαδή, να αξιώνει η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ να εξακολουθεί η Πολιτεία να χορηγεί την «αντιπαροχή» των 600 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, όταν η οικονομία και, ειδικότερα, το συνταξιοδοτικό καταρρέουν.

Η ετήσια καταβολή 600 εκατομμυρίων υπέρ μίας μικρής ομάδας συνταξιούχων είναι προφανώς άδικη για όλους τους υπολοίπους. Ειδικά δε στις σημερινές συνθήκες, συνιστά πρόκληση. Εάν το 1999 θα μπορούσε, κάπως, να δικαιολογηθεί, σήμερα η συνέχιση μιας τέτοιας καταβολής δεν έχει ούτε ηθικό, ούτε νομικό, ούτε λογικό έρεισμα. Και όποιος θέλει να δει τι σημαίνει πολυδιασπασμένο ασφαλιστικό σύστημα και πώς μία ομάδα πίεσης έχει επιβάλει τη θέλησή της εις βάρος του συνόλου της κοινωνίας έχει ένα χειροπιαστό παράδειγμα μπροστά του.