Η άγρια χαρά

P
Μιχάλης Μητσός

Η άγρια χαρά

Ας κάνουμε μία υπόθεση εργασίας. Ας πούμε πως, πριν αναρτήσει τον περασμένο Ιούλιο ο Σταύρος Τσακυράκης το σχόλιό του για την πρόεδρο του Αρείου Πάγου, το έδειχνε σε ένα συνάδελφό του για να του πει τη γνώμη του. Κι εκείνος τού έλεγε ότι συμφωνούσε μεν απολύτως, αλλά ότι υπήρχε κίνδυνος η συγκεκριμένη δικαστής να του κάνει μήνυση. Τι θα έκανε, λέτε, ο Τσακυράκης;

Θα το ξανασκεφτόταν; Θα υπολόγιζε το ρίσκο; Θα ζύγιζε τα υπέρ και τα κατά; Τίποτε από όλα αυτά. Θα πάταγε απλώς το Post. Για δύο λόγους.

Πρώτον, γιατί δεν θα πίστευε πως υπήρχε πραγματικά κίνδυνος. Ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου δεν κάνει μηνύσεις. Δεν προβλέπεται εκ της θέσεώς του. Απαντά, σχολιάζει, επιδοκιμάζει, καταγγέλλει, αλλά δεν είναι δυνατόν να ζητήσει από κατώτερους δικαστές, ανθρώπους δηλαδή τους οποίους ελέγχει, να αποφανθούν επί μίας δικής του προσφυγής. Κάτι τέτοιο θα ήταν πρωτοφανές, θα ήταν αδιανόητο, θα ήταν εξωθεσμικό. Μπορεί να μην ήταν έγκλημα, θα ήταν όμως κάτι χειρότερο: θα ήταν λάθος.

Ο δεύτερος λόγος είναι πιο σημαντικός. Και έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του Τσακυράκη. Ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνει από απειλές. Και πιστεύει βαθιά στο πετσί του στην ελευθερία του λόγου. Τη διδάσκει καθημερινά στους φοιτητές του, που πίνουν νερό στ’ όνομά του. Τη διεκδικεί όταν αναλαμβάνει υποθέσεις —συνήθως με επιτυχία— είτε σε ελληνικά είτε σε ευρωπαϊκά δικαστήρια. Την υπερασπίζεται με την αρθρογραφία του, που χαρακτηρίζεται πάντα από ήπιους τόνους. Επιπλέον, γνωρίζει ότι το αδίκημα της περιύβρισης Αρχής έχει καταργηθεί από το 1993. Όπως γνωρίζει πολύ καλά και τα όρια ανάμεσα στην κριτική και την εξύβριση.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει, ας πούμε, αποφανθεί ότι ο χαρακτηρισμός «καραγκιόζης» για δικαστικό λειτουργό αποτελεί αξιολογική κρίση και προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εκείνος δεν χρησιμοποίησε καν τέτοιο χαρακτηρισμό για την κ. Βασιλική Θάνου, όταν επέκρινε μία πολιτικού περιεχομένου επιστολή της προς συναδέλφους της στην ΕΕ. Την είπε απλώς αφελή και πολιτικάντη. Και μέσα στον ενθουσιασμό του το παράκανε λίγο, καλώντας τους «ακέραιους δικαστές» να ζητήσουν την παραίτησή της. Αλλά η έκφραση επιθυμίας δεν συνιστά εξύβριση.

Επτά μήνες αργότερα, και με το αδιανόητο να έχει πλέον διαπραχθεί, λέτε ο Τσακυράκης να μετάνιωσε; Έχετε δίκιο να χαμογελάτε. Δεν είναι μόνο οι χιλιάδες, οι δεκάδες χιλιάδες ανώνυμοι και επώνυμοι που εκφράζουν με κάθε τρόπο τη συμπαράστασή τους στον καθηγητή. Δεν είναι μόνο οι 14 καθηγητές και αναπληρωτές καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου —μεταξύ των οποίων και η σύζυγος του υπουργού Δικαιοσύνης— που χαρακτηρίζουν τη μήνυση «νομικά αστήρικτη» και «ηθικά ελεγκτέα» και ζητούν από την πρόεδρο του Αρείου Πάγου να την αποσύρει. Είναι αυτή η πεποίθηση, όχι, αυτή η άγρια χαρά του διωκόμενου ότι έχει δίκιο. Και ότι η μάχη που θα δώσει δεν θα καταλήξει μόνο στην προσωπική του δικαίωση, αλλά και στην επιβεβαίωση μιας θεμελιώδους ανθρώπινης ελευθερίας: του δικαιώματος δηλαδή της άσκησης κριτικής προς δημόσια πρόσωπα, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται.

Δεν μιλάμε άλλωστε για την Τουρκία του Ερντογάν ούτε για τη Ρωσία του Πούτιν. Μιλάμε για την Ελλάδα.

Έστω, την Ελλάδα του ΣΥΡΙΖΑ.                 

[ Εικονογράφηση, Τζόρτζιο ντε Κίρικο, Μελαγχολία, 1916 ].