Η καταγωγική μήτρα

P
Δημήτρης Σωτηρόπουλος

Η καταγωγική μήτρα

Η μεγάλη διεθνής φιλολογία περί λαϊκισμού, η οποία δικαίως απασχολεί άπαντες πλέον, ακαδημαϊκούς, ΜΜΕ και πολίτες, μετά τις τελευταίες δραματικές εξελίξεις στα μεγαλύτερα κέντρα του δυτικού κόσμου (Brexit, εκλογή Τραμπ, παρολίγον εκλογή ακροδεξιού Προέδρου της Δημοκρατίας στην Αυστρία, απειλή επικράτησης της Λεπέν στις επερχόμενες προεδρικές της Γαλλίας κλπ.) έχει, μεταξύ άλλων, προσφέρει κάτι πολύ θετικό: έχει δείξει τη στενή διασύνδεση της ελληνικής περίπτωσης, και της ανόδου των εδώ δυνάμεων του ριζοσπαστικού λαϊκισμού στην εξουσία, με αυτό το διεθνές κύμα του δημαγωγικού εθνολαϊκισμού, που υπερβαίνει εν μέρει τις παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές της Αριστεράς με τη Δεξιά. Μάλιστα, με δεδομένο ότι η άνοδος στην εξουσία και η συγκυβέρνηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ με την εθνολαϊκιστική Δεξιά των ΑΝΕΛ προηγήθηκε χρονικά όλων των ανάλογων εξελίξεων στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, θα μπορούσε κανείς βάσιμα να ισχυριστεί ότι για διάφορους λόγους, ιστορικούς, κοινωνιολογικούς και πολιτισμικούς (που έχουν δημιουργήσει εδώ ένα κράτος και μια κοινωνία με πολύ μεγάλες αντιφάσεις), η ελληνική περίπτωση, παρά το μικρό της μέγεθος και το μικρό ειδικό της βάρος, αποτέλεσε τον προπομπό όσων ακολούθησαν λίγο μετά σε μεγάλη κράτη όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, η «ανώριμη» Ελλάδα της κρίσης αποτέλεσε τη μικρογραφία της μεγάλης πολιτικής κρίσης που σαρώνει τις πλέον προοδευμένες και, υποτίθεται, ώριμες Δημοκρατίες της Δύσης. Ιδού λοιπόν που η παγκοσμιοποίηση δεν έχει λειτουργήσει ομογενοποιητικά μόνο στην οικονομία αλλά και στις πολιτικές συμπεριφορές και κουλτούρες: ο λευκός Τεξανός που θύμωσε με τα πεπραγμένα του Ομπάμα (άγνωστο ακριβώς γιατί), ο Άγγλος της επαρχίας που αναρωτιέται τι τη θέλουμε την Ευρώπη εμείς που ήμασταν κάποτε παντοδύναμοι αποικιοκράτες, ο Γάλλος Μαρσεγιέζος που απεχθάνεται τους σκουρόχρωμους και θέλει η Γαλλία να ανήκει στους Γάλλους, έρχονται να συναντηθούν με τον Κρητικό, στο νότιο άκρο της Μεσογείου, που δεν ανέχεται να του λένε οι Βρυξέλες και ο Σόιμπλε τι να κάνει και πώς να ζει.

Ενώ λοιπόν πράγματι ο δημαγωγικός εθνικολαϊκισμός, ανά τη δυτική υφήλιο, με τα απλουστευτικά ή συνωμοσιολογικά του σχήματα και τον θυμωμένο καταγγελτικό του λόγο κατά της παγκοσμιοποίησης, των ελίτ, των «καθεστωτικών» ΜΜΕ, των μεταναστών και των τραπεζών, κατάφερε να στεγάσει, κάτω από τη μεγάλη ομπρέλα του, λογής-λογής αιτήματα και φόβους, από το ένα άκρο του πολιτικού φάσματος μέχρι το άλλο, δεν σημαίνει ότι χάθηκαν οι τοπικές ιδιαιτερότητες και παραδόσεις. Θέλω να πω ότι όσο ισχυρές κι αν είναι αυτές οι κοινές παγκοσμιοποιημένες πολιτικές τάσεις, που μεταδίδονται με μεγάλες ταχύτητες —είναι αλήθεια— από τη μια χώρα στην άλλη, έρχονται πάντα να συναντηθούν και να ζυμωθούν με τις κατά τόπους ιδιοσυστασίες του ριζοσπαστισμού και του λαϊκισμού που πάνε αρκετά πίσω, ιστορικά, στον εκάστοτε εθνικό χρόνο.

Καθώς, όμως, προτιμούμε να εστιάζουμε στις ομοιότητες της διεθνούς των δημαγωγών, ίσως και διότι αυτό παρέχει μια ανακουφιστική αίσθηση ότι δεν είμαστε οι μόνοι φορείς του ιού του λαϊκισμού παγκοσμίως, τείνουμε να υποτιμούμε την τοπικιστική διάσταση στην ελληνική περίπτωση. Τείνουμε δηλαδή να αποφεύγουμε να αποκαλύψουμε το άλλο μισό του προβλήματος, τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, εκείνο που εντέλει μας κάνει να διαφέρουμε και να διαφοροποιούμαστε ώς ένα βαθμό από τους υπόλοιπους της συνομοταξίας μας.

Και η τοπικιστική διάσταση στην ελληνική περίπτωση ακούει στο όνομα «κομουνιστική ιδέα».

Ωσάν να φοβόμαστε να βγάλουμε τους σκελετούς από τη ντουλάπα, αυτή τη διάσταση αποφεύγουμε να τη θίξουμε δημοσίως όταν αναφερόμαστε στην ιδιοτυπία του ΣΥΡΙΖΑ. Αποτελεί ωστόσο το μόνο κλειδί που θα μας επιτρέψει να αντιληφθούμε —και να αντιληφθούν και οι ξένοι εταίροι μας στους οποίους συχνά φαίνονται ακατανόητα πολλά πράγματα στο σημερινό κυβερνών κόμμα— γιατί η Ελλάδα αποτέλεσε τη μόνη περίπτωση των χωρών της ευρωκρίσης ή των χωρών που τέλος πάντων υπήρχε γενικευμένη αμφισβήτηση στο πολιτικό σύστημα, όπου έγινε εφικτή η ανάληψη της εξουσίας από ένα κόμμα με (κορυφαία) στελέχη που ποτέ δεν έκρυψαν την πίστη τους στο κομουνιστικό ιδεώδες υπό την ευρεία έννοια του, είτε στη μαρξιστική του εκδοχή είτε στη λενινιστική του, είτε σε διάφορες αιρέσεις του. Σε ένα κόμμα, επίσης, που ποτέ μέχρι ακόμη και σήμερα δεν έκρυψε τον θαυμασμό του για μονοπρόσωπα κομουνιστικά καθεστώτα όπως του Κάστρο στην Κούβα ή λαϊκιστικές ημιδημοκρατίες όπως των Τσάβες-Μαδούρο στη Βενεζουέλα. Ούτε στη Βρετανία, ούτε στις ΗΠΑ, ούτε στην Αυστρία, ούτε στην Ιρλανδία, ούτε στην Ισπανία, την Ιταλία ή την Κύπρο (όπου μάλιστα ήταν το τότε κυβερνών κομουνιστικό κόμμα που φέρει τη μεγάλη ευθύνη της κρίσης, και ποτέ αυτό δεν αποτέλεσε υποτιθέμενο φορέα λύσης), ούτε καν στη Γαλλία όπου η αριστερή διανόηση είναι κυρίαρχη πάνω από μισό αιώνα (η χώρα αυτή απειλείται από την Ακροδεξιά, αντιθέτως), είχαμε την περίπτωση ενός ριζοσπαστικού Αριστερού κόμματος να φλερτάρει και να κατακτά τελικά την εξουσία (οι αρχικά μεγάλες προσδοκίες του Podemos διαψεύστηκαν τελικά παταγωδώς, και είναι σήμερα μόλις τρίτο κόμμα στην Ισπανία).

Γιατί άραγε πουθενά αλλού και μόνο εδώ;

Το βάρος της ιστορίας και η κληρονομιά του ΕΑΜ

Η απάντηση κρύβεται στη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική ιστορία της Ελλάδας, σε μια κοινωνία όπου το παρελθόν αποκτά ιδιαίτερες φορτίσεις και δρα συχνά καθηλωτικά πάνω της για διάφορους —ανθρωπολογικούς κυρίως— λόγους. Το κύμα που καβάλησε μέσα σε μια νύχτα ο ΣΥΡΙΖΑ, χονδρικά από τον Μάρτιο του 2012 και μετά, για να αναρριχηθεί στην εξουσία, ήταν ίσως συγκυριακό στον βραχύ πολιτικό χρόνο, δεν ήταν όμως καθόλου τυχαίο αν εξετάσει κανείς τη γενεαλογία του ελληνικού αριστερού ριζοσπαστισμού από τη γερμανική Κατοχή και μετά. Ο καταλύτης είναι εδώ το ΕΑΜ και η παράδοσή του. Σε εκείνη τη μεγάλη συλλογική εμπειρία, της οποίας ηγήθηκε το ελληνικό κομουνιστικό κόμμα, σε συνθήκες ξένης κατοχής και αντίστασης στον φασισμό ήταν που οικοδομήθηκε η μεγάλη φαντασίωση διαφόρων στρωμάτων αφενός για μια Ελλάδα «ανεξάρτητη» (μια αόριστη αλλά ισχυρή επιδίωξη σε μια χώρα με παρελθόν ξένων επεμβάσεων), αφετέρου για μια αγροτική και μικροαστική κοινωνία εξισωτική και κυρίως προστατευμένη από το κράτος, που σε αυτή την περίπτωση τύγχανε να το ενσαρκώνει φαντασιακά ένα κόμμα με μεγάλη περιεκτική δύναμη όπως το ΚΚΕ.

Ο κομουνισμός αυτός στην ελληνική του εκδοχή, παρότι ηττήθηκε εξαιτίας του Εμφυλίου, δεν εξαφανίστηκε ως ιδεώδες. Όχι τόσο χάρη στο ΚΚΕ, που ήταν ούτως ή άλλως στην παρανομία για τρεις δεκαετίες, αλλά διότι διατηρήθηκε ως ισχυρός φορέας αντίστασης —ερήμην εντέλει του ίδιου του κόμματος— απέναντι στην εθνικοφροσύνη της Δεξιάς και στον μιλιταρισμό των πραιτοριανών του στρατού ώς το 1974. Εν συνεχεία, το πνεύμα αυτό, κι αφού πρώτα συμβιβάστηκε ως κομματική έκφραση (στην ορθόδοξη ή ευρωκομουνιστική εκδοχή του) με τις εξελίξεις της Μεταπολίτευσης και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, απορροφήθηκε από τον επελαύνοντα σοσιαλισμό αλά γκρέκα του ΠΑΣΟΚ, και ενσωματώθηκε στις διάφορες εσωτερικές τάσεις του.

Κυρίως όμως εκφράστηκε μέσα από την κυρίαρχη πλέον ιδεολογία του κρατισμού που μαζί με το διάχυτο αίτημα του εξισωτισμού (το οποίο υπηρετούσε καλά το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα) έδινε μια ψευδαίσθηση «σοβιετικής» κοινωνίας/οικονομίας, με όλες όμως τις ελευθερίες και τις ανέσεις μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Η γενιά της αντι-παγκοσμιοποίησης

Φυσικά, αυτή η κομουνιστική ιδέα υπέστη διάφορες μεταμορφώσεις στην πιο πρόσφατη περίοδο, ιδίως όταν άρχισε να ξεπερνά το μεγάλο σοκ της διάλυσης της ΕΣΣΔ και των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού στην ανατολική Ευρώπη. Ανανεώθηκε, πιο συγκεκριμένα, από το διεθνές κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης των αρχών του 21ου αιώνα, με έντονα τα αντικαπιταλιστικά και τα αντιτραπεζικά στοιχεία, κίνημα στο οποίο άλλωστε συμμετείχε ενεργά τότε και ο νυν επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ και πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Σε αυτή τη φάση μάλιστα ήταν που ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ απώλεσε δύο παλαιά βασικά του χαρακτηριστικά: τη σημασία της κομματικής γραφειοκρατίας, καθώς έκλινε πλέον προς την κινηματική-αριστερίστικη δράση, και την απεμπόληση της μαρξιστικής ανάλυσης, εφόσον η κριτική στις αντιφάσεις του καπιταλισμού με τα κλασικά εργαλεία της πολιτικής οικονομίας αντικαταστάθηκε είτε από μεταμοντέρνες ασκήσεις αναζήτησης νέων επαναστατικών υποκειμένων, εφόσον δεν υπήρχε πια το παραδοσιακό προλεταριάτο, είτε από την αναθέρμανση διαφόρων λαϊκιστικών μοτίβων που αποθέωναν τον αντισυστημισμό σε κάθε του έκφραση (Laclau, Žižek), είτε από μια τυφλή και επαναλαμβανόμενη καταδίκη του «νεοφιλελευθερισμού», της ΕΕ του Μάαστριχτ, της παγκοσμιοποίησης και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος (χωρίς βαθύτερη ανάλυση). Ως αντιπρότυπο στα «παραπαίοντα» καπιταλιστικά συστήματα αναδείχτηκαν διάφορα εξωτικά λαϊκιστικά αριστερά καθεστώτα της νοτίου Αμερικής (Βενεζουέλα, Βολιβία) που είχαν ανταλλάξει την οικονομική αυτάρκειά τους (βλ. διεθνή απομόνωση) με τη γενικευμένη εξαθλίωση του πληθυσμού τους. Η στροφή αυτή θα επικυρωθεί με την αλλαγή ηγεσίας στο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ και την έλευση του Αλ. Αλαβάνου, το 2004, και βεβαίως θα οριστικοποιηθεί με την επιλογή να δοθεί το χρίσμα σε έναν κατεξοχήν εκπρόσωπο της γενιάς της αντι-παγκοσμιοποίησης, στα καθ’ ημάς, δηλαδή στον Αλέξη Τσίπρα, το 2008.

Είναι απαραίτητο εδώ να εξηγήσουμε ότι αναφερόμαστε συνειδητά σε «κομουνιστική ιδέα» («κομουνιστική υπόθεση» όπως την ονομάζει ο Αλ. Μπαντιού, στο ομότιτλο βιβλίο του) διότι ένα σχέδιο εγκαθίδρυσης «(νεο)κομουνιστικού καθεστώτος» σε ένα δυτικό κράτος και μάλιστα της Ευρωζώνης κινούνταν απλώς στη σφαίρα της φαντασίας, ιδίως από έναν πολιτικό χώρο με εκλογική επιρροή κάτω του 5%. Ωστόσο, η εν λόγω ιδέα, με την ευρεία της έννοια, συνέχιζε να επιβιώνει στην ημεδαπή και να τροφοδοτείται για δεκαετίες στη Μεταπολίτευση με ποικίλους μύθους και λόγους διανοουμένων, καλλιτεχνών, δημοσιολόγων και δημοσιογράφων, διάχυτη σε πολλούς χώρους, ακόμη και μέσα στις οικονομικές ελίτ. Μπορούμε να την σκεφτούμε σαν μια επαναλαμβανόμενη και υπονοούμενη φιλολογία, σαν μια «υπόθεση (hypothèse)» και μια δυνατολογία που αφορούσε κάποιο αόριστο, όμορφο μέλλον, που ναι μεν κανείς δεν την εννοούσε στην κυριολεξία της και stricto sensu, τη φαντασιωνόταν όμως με τον τρόπο που λειτουργεί ένας μύθος: ως νομιμοποίηση ενός αιτήματος που πρέπει να μένει πάντα ζωντανό ανά τους αιώνες, μέχρι να ’ρθει η κατάλληλη στιγμή για να ευοδωθεί.

Η ελληνική κρίση και ο «γάμος»

Και μετά (το 2010), ήρθε η ελληνική κρίση, μια κρίση την οποία η ελληνική Αριστερά συνέδεσε αποκλειστικά με μια υποτιθέμενη γενικευμένη κρίση του διεθνούς καπιταλισμού, μετά την αμερικανική χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2008, αγνοώντας επιδεικτικά τα καθοριστικά εσωτερικά της αίτια. Έτσι, ως κρίση αποκλειστικά της Ευρωζώνης και του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου, ήταν προφανώς και ευκολότερο να επιβεβαιωθεί το αριστερό επιχείρημα της αντι-παγκοσμιοποίησης: αναβίωση της παλιάς ισχυρής εθνικής κυριαρχίας (ακόμη και με την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα), πολιτικοποίηση του οικονομικού, συντριβή του «παλαιού συστήματος» και των φερέφωνών του (βλ. ΜΜΕ), με χρήση μιας διχαστικής ρητορικής («Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν»). Μέσα σε συνθήκες κατάρρευσης του μεταπολιτευτικού μοντέλου ανάπτυξης και τυφλής οργής του πλήθους (εδώ ήταν κρισιμότατη η συμπόρευση του κόμματος με τους Αγανακτισμένους) ήταν λοιπόν που οριστικοποιήθηκε ο γάμος του νεοκομουνισμού τού ΣΥΡΙΖΑ, που αφορούσε την ιστορική συγκρότησή του στη μεταπολεμική περίοδο, με τον εθνικολαϊκισμό, που ήταν πλέον ένα διεθνές φαινόμενο και μια υπερεθνική τάση.

Χωρίς, λοιπόν, την κομουνιστική παράμετρο, η κατανόηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ελλιπής. Ο εθνικολαϊκισμός του είναι βεβαίως εκείνη η μεταμοντέρνα πλευρά του που του επιτρέπει να συγκυβερνά, και μάλιστα με έκδηλο ενθουσιασμό και από συνειδητή επιλογή, με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, άσχετα αν το κόμμα αυτό προέρχεται από τη δεξιά πολιτική οικογένεια, ακριβώς διότι η ατζέντα τους συναντιέται στον τρόπο που αντιλαμβάνονται το αντιμνημονιακό αφήγημα — ότι η κρίση είναι μια επινόηση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου για να καθυποτάξουν τα κυρίαρχα κράτη. Ωστόσο, ο (νεο)κομουνιστικός πυρήνας του είναι εκείνος που του προσδίδει τη σκληρή ιδεολογική ταυτότητά του. Χωρίς αυτόν, μια σειρά από επιλογές, σε μια σειρά από εφαρμοζόμενες πολιτικές του (από το μεταναστευτικό μέχρι την παιδεία, το νομοσχέδιο για την αποσυμφόρηση των φυλακών, την ανοχή έναντι του αντιεξουσιαστικού χώρου και την επιλογή της άγριας φορολόγησης αντί της προώθησης μεταρρυθμίσεων), θα ήταν απλώς αδύνατες.

Ας μη φοβηθούμε να δούμε κατάματα αυτή την εικόνα, όσο παρωχημένη κι αν μας φαίνεται. Και κυρίως δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζουν οι όποιοι παροδικοί τακτικισμοί του κυβερνώντος κόμματος προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία, τηρώντας έτσι στάση αναμονής για το μέλλον. Οι ιδέες είναι που μετράνε εδώ, και αυτές, αν επιβιώνουν, είναι μόνο μέσα από τις μεταμορφώσεις τους στον χρόνο, και μέσα από τη ζύμωσή τους με καινούργια κάθε φορά φαινόμενα και καταλύτες.

Ωστόσο, για να τις αποκαλύψουμε και να τις κατανοήσουμε καλύτερα, ο μόνος τρόπος είναι να τις αποφλοιώσουμε και να μπούμε σε εκείνο το μεδούλι που συγκροτεί την καταγωγική τους μήτρα. Και ας νομίζαμε κάποτε ότι αυτή ήταν οριστικά νεκρή.