Ισχύς εν τη ενώσει ή cheap talk;

D
Μιχάλης Μούτσελος

Ισχύς εν τη ενώσει ή cheap talk;

Ποια στάση θα ακολουθήσει η γερμανική κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις της εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Η απάντηση δεν είναι καθόλου ξεκάθαρη, επειδή οι πραγματικές προθέσεις των βασικών παικτών φυλάσσονται για μετά τις γερμανικές εκλογές του φθινοπώρου. Εξάλλου, το πέρασμα του χρόνου ευνοεί διαπραγματευτικά την ισχυρή πλευρά, δηλαδή αυτή που έχει να χάσει λιγότερα από μία μη συμφωνία — και αυτή η πλευρά είναι μάλλον το μπλοκ των 27 χωρών της Ένωσης. Έτσι, λίγους μήνες μετά το δημοψήφισμα του Brexit, οι μεν Γερμανοί μοιάζουν ακόμη να απορούν με τον τυχοδιωκτισμό και τη μικρόνοια των Βρετανών, αλλά το θέμα δεν αποτελεί προτεραιότητα στον κυβερνητικό συνασπισμό ή την κοινή γνώμη. Δεν είναι τυχαίο ότι τους τελευταίους μήνες Βρετανοί αξιωματούχοι επισκέπτονται επίσημα και ανεπίσημα το Βερολίνο κατά συρροή, αλλά όχι το αντίστροφο.

Οι σημαντικοί Γερμανοί αξιωματούχοι —η Καγκελάριος Μέρκελ, ο Μάρτιν Σουλτς, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο επικεφαλής των Συντηρητικών στο Ευρωκοινοβούλιο Μάνφρεντ Βέμπερ— έχουν, σε γενικές γραμμές, δηλώσει ότι θα πορευθούν με βάση την ενότητα της κρατών-μελών της Ένωσης. Κάτι που σημαίνει ότι δε θα υπάρξουν διμερείς διαπραγματεύσεις, δεν θα διασπαστούν οι βασικές ελευθερίες (εμπορευμάτων, κεφαλαίων, ανθρώπων, υπηρεσιών) για χάρη μιας ειδικής σχέσης με τη Βρετανία, όπως θέλει η βρετανική κυβέρνηση, και δεν θα χαριστούν χρήματα που οφείλονται από τους Βρετανούς. Με άλλα λόγια, η θέση της γερμανικής κυβέρνησης θα είναι ότι δεν υπάρχει θέση της γερμανικής κυβέρνησης, αλλά θέση της Ένωσης, ακολουθώντας την κλασική μεταπολεμική στρατηγική της Γερμανίας στην εξωτερική οικονομική πολιτική. Οι εννεασέλιδες κατευθυντήριες γραμμές της διαπραγμάτευσης που έδωσε στη δημοσιότητα ο Ντόναλντ Τουσκ την προηγούμενη εβδομάδα κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος. Οι Βρετανοί δεν θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν τα καλά από τα κακά κεράσια: θα πρέπει να πάρουν όλο το καλάθι.

Από την άλλη, οι Βρετανοί διπλωμάτες δηλώνουν ότι πρόκειται για μπλόφα και ότι οι Γερμανοί, όπως και οι άλλοι Ευρωπαίοι, έχουν πολλά πράγματα να χάσουν από μία μη συμφωνία. Πολλές γερμανικές εταιρείες έχουν εργοστάσια και θυγατρικές στη Βρετανία — πρόσφατη μελέτη ενός έγκριτου γερμανικού Ινστιτούτου έδειξε ότι οι αυτοκινητοβιομηχανίες (όπως η BMW), οι εταιρίες ενέργειας, οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρίες και οι εταιρίες λογιστικής θα ζημιωθούν εκατομμύρια ευρώ από τη μη πρόσβαση στη βρετανική αγορά και το πιθανό κλείσιμο μονάδων στο Νησί. Την ίδια στιγμή, άλλη έκθεση του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών που διέρρευσε στον Τύπο εστίασε στις αρνητικές συνέπειες για το χρηματοπιστωτικό σύστημα ενός σεναρίου «πτώσης από τον γκρεμό» τον Μάρτιο του 2019. Οι αναλυτές του υπουργείου, εκ θέσεως αλλεργικοί στην αβεβαιότητα, προκρίνουν μακρύτερες περιόδους προσαρμογής και ενδιάμεσες συμφωνίες. Το ίδιο φαίνεται ότι προτιμούν και κάποιοι Βαυαροί πολιτικοί, πιο ανοιχτοί σε διμερείς σχέσεις και σε μια ήπια στάση προς τη Βρετανία. Ακόμη και ο Σόιμπλε δήλωσε πρόσφατα ότι το Λονδίνο θα πρέπει να έχει ένα σημαντικό ρόλο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρώπης μετά το Brexit, έστω και αν, συμπλήρωσε, το δικαίωμα πρόσβασης στις ευρωπαϊκές αγορές συνεπάγεται υποχρεώσεις.

Ένα σενάριο θα ήταν να καθίσει η μπίλια κάπου στη μέση, και η γερμανική κυβέρνηση, ακολουθώντας τα ένστικτα των τεχνοκρατών του υπουργείου Οικονομικών, και των επιχειρήσεων που δεν θα μπορούν εύκολα να μεταφέρουν αλλού τις οικονομικές τους δραστηριότητες, να δεχτεί ένα de facto ειδικό καθεστώς για τη Βρετανία. Το ελεύθερο εμπόριο θα συνεχιζόταν απρόσκοπτα, με κάποια αναγνώριση της βρετανικής νομοθεσίας για διμερή ζητήματα, και τα δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών στη Βρετανία θα αναγνωρίζονταν, με κάποιους σημαντικούς περιορισμούς για τα φτωχότερα κράτη μέλη της ΕΕ (όπως, π.χ., η Πολωνία). Η διαπραγματευτική δύναμη της Γερμανίας θα κατευθυνόταν όχι μόνο προς τους Βρετανούς αλλά και προς άλλα κράτη-μέλη της Ένωσης, για να πείσει τα τελευταία ότι μια τέτοια συμφωνία είναι μια αναγκαία εξαίρεση. 

Ένα δεύτερο σενάριο προβλέπει μια πιο συγκρουσιακή στάση προς τους Βρετανούς. Το σενάριο αυτό λέει ότι οι Βρετανοί υποτιμούν την ικανότητα των διεθνών και γερμανικών τραπεζών και βιομηχανιών να μεταφέρουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (και φυσικά στη Γερμανία) τις δραστηριότητές τους, μαζί με ευκαιρίες για κέρδη και απασχόληση. Η γερμανική κοινή γνώμη δεν είναι σε καμία περίπτωση ευνοϊκά προσκείμενη να δοθούν χάρες στους Βρετανούς, και οι συμμετέχοντες σε έναν πιθανό κυβερνητικό Συνασπισμό (οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Οικολόγοι, ακόμη και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες) είναι όλοι ακόμη πιο Ευρωπαϊστές από τους Χριστιανοδημοκράτες. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα καλοέβλεπε τη μετακόμιση χρηματοπιστωτικών συναλλαγών σε ευρώ, η πλειοψηφία των οποίων γίνεται τώρα στο Λονδίνο, σε μια χώρα της Ευρωζώνης, για λόγους ευκολότερης επιτήρησης.

Οι Βρετανοί επίσης υποτιμούν, όπως άλλωστε υποτιμούσαν όλα αυτά τα χρόνια, τους δεσμούς των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης και το αξιακό υπόβαθρο που προσδίδουν οι γερμανικές ελίτ σε αυτούς τους δεσμούς. Διαβλέπουν, σωστά, ότι το ειδικό βάρος της Γερμανίας στην Ένωση έχει αυξηθεί (γι’ αυτό επιδιώκουν διμερείς σχέσεις), αλλά παραβλέπουν ότι η Γερμανία διαφυλάσσει την ενότητα με τα άλλα κράτη-μέλη ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση της ευρωστίας της χώρας σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Ο σεβασμός στην ενότητα και την αποφυγή εθνικιστικών τυχοδιωκτισμών δεν είναι γερμανική μπλόφα, αλλά έχει, είκοσι εφτά χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, απλώσει βαθιές ρίζες. Επίσης δεν γίνεται, όπως λέει ο βρετανικός Τύπος, μόνο και μόνο για να παραδειγματιστούν οι εθνικιστές εντός της Ένωσης, αλλά γιατί η «ισχύς εν τη ενώσει» είναι προϊόν στέρεας αξιακής συναίνεσης. Αυτά είναι πράγματα που αναφέρουν οι σημαντικότεροι Γερμανοί πολιτικοί στις δημόσιες ομιλίες τους εδώ και χρόνια, και με αυξημένο πλέον ρίσκο οι Βρετανοί ερμηνεύουν ως μπλόφες και cheap talk.

Αν τελικά το δεύτερο συγκρουσιακό σενάριο για τη θέση της γερμανικής κυβέρνησης έναντι του Brexit επικρατήσει, όπως πιστεύει ο γράφων, οι Βρετανοί δεν θα καθίσουν με σταυρωμένα τα χέρια και θα καταφύγουν στα δικά τους ισχυρά χαρτιά. Δηλαδή τα δικαιώματα των Ευρωπαίων υπηκόων που διαμένουν στη Βρετανία, την επιρροή της χώρας τους στο ΝΑΤΟ και την ειδική σχέση της Γερμανίας με τις ΗΠΑ. Δεν θα είναι τότε ευχάριστο θέαμα να παζαρεύονται θέματα στρατιωτικής ισχύος και ελεύθερης μετακίνησης ανθρώπων έναντι της πρόσβασης των βρετανικών οικονομικών συμφερόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντιθέτως, θα είναι ένα ιστορικό πισωγύρισμα για την Ευρώπη να μπαίνουν στο ίδιο ζύγι ζητήματα άμυνας, δικαιωμάτων και οικονομικών συμφερόντων και ένα πλήγμα για το πρεστίζ της Βρετανίας που θέλει να βρίσκεται στην αβαν-γκαρντ του φιλελεύθερου κόσμου. Θα είναι επίσης ενδιαφέρον να δούμε αν οι βρετανική κυβέρνηση και η βρετανική κοινή γνώμη έχουν αρκετά γερό στομάχι για τις παράπλευρες απώλειες του δημοψηφίσματος, στο οποίο, προς το παρόν, ομνύουν.

Οι Γερμανοί, πάντως, δεν φαίνονται να βιάζονται.