Λοιδορία, διπλωματία και εθνικό συμφέρον

P
Ρωμανός Γεροδήμος

Λοιδορία, διπλωματία και εθνικό συμφέρον

Την περασμένη Δευτέρα, λίγο πριν ξεκινήσει η σκληρή διαπραγμάτευση Ευρωπαϊκής Ένωσης - Τουρκίας για το προσφυγικό, ο Τούρκος πρωθυπουργός είπε ότι, «Όλο το μέλλον της ηπείρου μας [Ευρώπης] βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων» (μάλιστα η δήλωση αυτή μεταφέρθηκε σε κάποια ελληνικά μέσα ως, «Όλο το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων»). Προσπαθώ να φανταστώ ηγέτες άλλων εποχών να συναντούνται σε διμερή διάσκεψη κορυφής (γιατί ουσιαστικά διμερής ήταν η διάσκεψη), ο ένας ηγέτης να λέει στον άλλο, «Το μέλλον της χώρας σου βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων», και ο δεύτερος να το ακούει χαμογελαστός και να συνεχίζει τη διαπραγμάτευση. Ουσιαστικά αυτό ακριβώς έγινε την περασμένη Δευτέρα.

Η κυβέρνηση της Τουρκίας εργαλειοποίησε από την πρώτη στιγμή το Προσφυγικό: άδραξε την ευκαιρία που της παρείχε η επέκταση του Ισλαμικού Κράτους, για να εμφανιστεί ως παράγοντας περιφερειακής σταθερότητας, τη στιγμή ακριβώς που η ίδια πολεμά τους Κούρδους, τους μόνους δηλαδή που προσπαθούν έμπρακτα να σταματήσουν την επέκταση του Ισλαμικού Κράτους στην περιοχή. Χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί τις προσφυγικές ροές — τις οποίες και η ίδια πλέον παραδέχεται ότι μπορεί να ρυθμίσει κατά το δοκούν— ως διαπραγματευτικό χαρτί, ως μέσο πίεσης (α΄) για να πάρει χρήματα της ΕΕ, χρήματα δηλαδή των Ευρωπαίων φορολογουμένων (6 δισεκατομμύρια ευρώ), (β΄) για να αποκτήσουν τα 75 εκατομμύρια των Τούρκων πολιτών ελεύθερη πρόσβαση στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς βίζα (τη στιγμή που όσοι ταξιδεύουν συχνά σε ευρωπαϊκά αεροδρόμια θα έχουν διαπιστώσει εδώ και μήνες ότι το ελληνικό διαβατήριο αντιμετωπίζεται πλέον με δυσπιστία και σε κάποιες περιπτώσεις και ως μη επαρκές αποδεικτικό ταυτοπροσωπίας) και (γ΄) για να προχωρήσει η διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Η στρατηγική της τουρκικής κυβέρνησης απέναντι στη Δύση θυμίζει λίγο νονούς της νύχτας που σου σπάνε το μαγαζί μέχρι να δεχτείς να τους πληρώσεις προστασία, οπότε και — ως διά μαγείας— τα περιστατικά βίας παύουν ξαφνικά. Ταυτόχρονα, η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε τη συνδρομή του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο για να επισημοποιήσει και να νομιμοποιήσει όλες τις διεκδικήσεις της επί ελληνικού εδάφους, χωρικών υδάτων και εναέριου χώρου. Ό,τι όλα αυτά τα χρόνια αποφύγαμε (ακόμα και με το αίμα των τριών αξιωματικών που έχασαν τη ζωή τους στα Ίμια) — δηλαδή το να υποχρεωθούμε να καθίσουμε σε ένα τραπέζι με ένα χάρτη και να μας πουν οι σύμμαχοι «βρείτε τα» στη λογική των «ίσων αποστάσεων»— αρχίζει πλέον να γίνεται πραγματικότητα.

Η μεγαλύτερη ειρωνεία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας είναι ότι αυτοί που παραδοσιακά έπαιξαν το χαρτί τού (υποτιθέμενου) σκληροπυρηνικού εθνοπατριωτισμού — αυτοί που εξελέγησαν με τη σημαία της υπερηφάνειας, της ανεξαρτησίας και της σκληρής διαπραγμάτευσης — κατάφεραν τη μεγαλύτερη ζημιά στο διπλωματικό και γεωστρατηγικό κεφάλαιο της χώρας, ενώ αυτοί που επί δεκαετίες λοιδορούνταν για μειοδοσία ή και προδοσία κατάφεραν να διαχειριστούν τεκτονικές αλλαγές με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για το εθνικό συμφέρον.

Ο κ. Καμμένος, ο οποίος εδώ και 20 χρόνια ωρύεται σε Κοινοβούλιο, κανάλια και κοινωνικά μέσα, ο κ. Κοτζιάς, ο οποίος ακριβώς πριν από ένα χρόνο προσπάθησε ανεπιτυχώς να αναπροσανατολίσει την εθνική στρατηγική κοιτώντας προς τη Ρωσία, και φυσικά ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, που έχτισε την καριέρα του ως αρχηγός κόμματος και πρωθυπουργός πάνω στο ρητορικό σχήμα της αντίστασης στους κακούς ξένους, ετοιμάζονται να παραδώσουν μία Ελλάδα με τα βόρεια σύνορά της κλειστά, με τα ανατολικά της σύνορα σε έναν εφιαλτικό συνδυασμό διεθνούς επιτήρησης, αμφισβήτησης και προσφυγικών ροών που ελέγχονται από την Τουρκία, και με την οικονομία και τις δομές πολιτικής προστασίας να θυμίζουν απροστάτευτο ελληνικό δάσος με ισχυρούς ανέμους και θερμοκρασία 40 βαθμών Κελσίου.

Ταυτόχρονα, πολιτικοί τής τόσο απαξιωμένης μεταπολίτευσης κατάφεραν να κάνουν την Ελλάδα υπολογίσιμη δύναμη στην καρδιά της Ευρώπης. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Γεώργιος Ράλλης, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Ξενοφών Ζολώτας, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Κώστας Σημίτης —για να αναφερθούμε στους πρωθυπουργούς πριν τον εκτροχιασμό, την κρίση και το Μνημόνιο— ήταν μεν εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες, είχαν διαφορετικές προσεγγίσεις και παρήγαγαν διαφορετικά αποτελέσματα, αλλά είχαν όλοι ένα κοινό στοιχείο: έβλεπαν τον εαυτό τους ως ισότιμο παίκτη στη διεθνή σκακιέρα και την Ελλάδα ως ισότιμο εταίρο στην Ευρώπη, με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται αυτό. Είχαν την πείρα, την παιδεία, τη συμπεριφορά, τις γνωριμίες, τα δίκτυα, το κίνητρο, την αντίληψη και τον σεβασμό των άλλων, στοιχεία που απαιτούνται, όχι μόνο για να διοικήσουν τη χώρα στο εσωτερικό, αλλά και για να διασφαλίσουν τα συμφέροντα της στο εξωτερικό.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πήρε ένα κράτος στο χείλος του ολοκληρωτισμού, της πολιτικής αποσύνθεσης και της εθνικής καταστροφής και το έβαλε στην ΕΟΚ των 10. Έχαιρε της εκτίμησης ηγετών όπως ο Βαλερί Ζισκάρ Ντ’Εστέν και εκμεταλλεύτηκε το brand της Ελλάδας ως κοιτίδας του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου διατήρησε τον στρατηγικό αυτό προσανατολισμό, εξασφάλισε γενναιόδωρες χρηματοδοτήσεις και υποστήριξε εμπράκτως την ειρηνική επανάσταση του προέδρου της Επιτροπής Ζακ Ντελόρ. Παρά τη συχνά δεινή οικονομική θέση της Ελλάδας, διαπραγματεύτηκε ως ίσος προς ίσον με μία θρυλική γενιά ηγετών (Θάτσερ, Μιτεράν, Κολ), προϊόν της οποίας είναι τα ευρωπαϊκά κεκτημένα της ασφάλειας, της ευημερίας, της ελευθερίας και της απρόσκοπτης κίνησης που απολαμβάνουμε εδώ και 30 χρόνια.

Ο Ξενοφών Ζολώτας —ένας τεχνοκράτης τον οποίο η διεθνής κοινότητα διαχρονικά σεβόταν όσο ελάχιστους άλλους— πήρε ένα κράτος στα όρια της χρεοκοπίας το 1989 (και ένα πολιτικό σύστημα με Ειδικά Δικαστήρια και πολιτικές δολοφονίες) και μέσα σε λίγους μήνες κατάφερε να το σταθεροποιήσει.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μέσα σε τρία χρόνια πρωθυπουργίας διαχειρίστηκε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, τον Πόλεμο του Κόλπου, τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τις απαρχές του πολέμου στα Βαλκάνια. Κάθε ένα από αυτά τα γεγονότα θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει υπαρξιακές και γεωστρατηγικές προκλήσεις για την Ελλάδα. Η Ελλάδα όμως βγήκε ενισχυμένη στην Ευρώπη και ταυτόχρονα με μία πολύτιμη και σταθερή συμμαχία με τις ΗΠΑ, χωρίς η εικόνα της να αντιμετωπίζει πρόβλημα στη Μέση Ανατολή. Ο Μητσοτάκης λοιδορήθηκε όσο λίγοι για το Μακεδονικό. Η πραγματικότητα σήμερα όμως είναι ότι στους χάρτες, στα διεθνή ΜΜΕ, στα κοινωνικά δίκτυα, στην καθομιλουμένη σε όλο τον πλανήτη —πλην ελάχιστων εξαιρέσεων που επιβάλλονται από τις αρχές του ΟΗΕ— η γειτονική χώρα αναφέρεται ξερά και σκέτα ως Μακεδονία και η γλώσσα τους ως μακεδονική.

Ο Κώστας Σημίτης, μεταξύ άλλων, έβαλε την Ελλάδα στην ΟΝΕ και την Κύπρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διαχειρίστηκε τον αντίκτυπο της 11ης Σεπτεμβρίου και τον διχασμό της ΕΕ για τον δεύτερο Πόλεμο του Κόλπου, καθώς επίσης και τη διεύρυνση της Ένωσης προς την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Ο Σημίτης, που επίσης λοιδορήθηκε για τα Ίμια και την υπόθεση Οτσαλάν, προώθησε το εθνικό συμφέρον με τρόπο έμπρακτο — με απτά αποτελέσματα.

Χωρίς γνώση των κωδικών επικοινωνίας και διαπραγμάτευσης, χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό —αντίληψη του εθνικού συμφέροντος, των στόχων και των μέσων που έχουμε στη διάθεσή μας, των προκλήσεων και των ευκαιριών—, χωρίς τη θεσμική μνήμη και την υποστήριξη ολόκληρης της γραφειοκρατίας του διπλωματικού σώματος και των τεχνοκρατών (άλλες δύο απαξιωμένες ομάδες αφανών ηρώων), η Ελλάδα δεν θα είχε πετύχει τίποτε από αυτά. Όσοι μεγαλώσαμε με μία Ελλάδα που αντιμετωπιζόταν —και, το κυριότερο, αντιμετώπιζε πρωτίστως η ίδια τον εαυτό της— ως Ψωροκώσταινα, είδαμε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας αισθητή διαφορά στη συμπεριφορά, όχι μόνο των διεθνών ΜΜΕ ή των συνομιλητών μας σε διεθνείς οργανισμούς και συνέδρια, αλλά και σε αυτήν του απλού κόσμου.

Ακόμη και οι μνημονιακές κυβερνήσεις των Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά-Βενιζέλου, που περιέργως (παρά την εκ των πραγμάτων απόλυτη δικαίωσή τους) εξακολουθούν να λοιδορούνται για τα Μνημόνια, το PSI και τον ερχομό της Τρόικας, με τις πολλές αδυναμίες τους, την έλλειψη προετοιμασίας, πρωτογενούς διαπραγματευτικής ατζέντας, στρατηγικού σχεδιασμού και στελεχιακού δυναμικού, έσβησαν δισεκατομμύρια χρέους από το «κοντέρ» της Ελλάδας, κινητοποίησαν και εκμεταλλεύτηκαν την κοινοτική αλληλεγγύη ουκ ολίγες φορές και φυσικά δεν διαπραγματεύτηκαν, ούτε έθεσαν ποτέ σε κίνδυνο, την εθνική κυριαρχία, και σίγουρα δεν μετέτρεψαν τη χώρα σε Νήσο Έλις της Ευρώπης.

Το ερώτημα που προκύπτει από όλα αυτά είναι: πώς ορίζουμε το εθνικό συμφέρον και πώς κρίνουμε το ποιος το εξυπηρετεί καλύτερα; Κρίνουμε με βάση τις εύκολες εξαγγελίες, τις σκληροπυρηνικές ρητορείες και τις ευχάριστες υποσχέσεις; ή με βάση το αποτέλεσμα και το πρακτέο, με βάση αυτό που καταλήγουμε να βιώνουμε;

Πραγματικά είναι κρίμα. Η βιβλιογραφία της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής είναι τόσο πλούσια. Αιώνες διπλωματικής ιστορίας και θεωρίας του πολέμου και της στρατηγικής, από τον Θουκυδίδη μέχρι τον Κονδύλη και τον Κίσινγκερ. Εξαιρετικοί τόμοι για την ελληνική διπλωματία και εξωτερική πολιτική, από τον Δερτιλή μέχρι τον Σβολόπουλο. Άπειρες βιογραφίες και μαρτυρίες ηγετών, τεχνοκρατών, δημοσιογράφων. Ένας ωκεανός από ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις και έρευνες. Προτάσεις για το μέλλον της Ευρώπης και στρατηγική σκέψη, όπως το πρόσφατο βιβλίο του Ζισκάρ Ντ’Εστέν. Ένα ολόκληρο σώμα πρακτικής και πείρας για το πώς ασκείται η εξωτερική πολιτική, για το πού πάει η Ευρώπη, για το πώς γίνονται οι διαπραγματεύσεις. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία. Η φύση και το διεθνές σύστημα μισούν το κενό ισχύος. Άγνοια των νόμων της διεθνούς πολιτικής τιμωρείται με εθνική ζημία.

Η διαχείριση του εσωτερικού ακροατηρίου, του κρατικού και κομματικού μηχανισμού και του εκλογικού σώματος και η διαχείριση διαπραγματεύσεων και σχέσεων με συμμάχους και αντιπάλους είναι δύο διαφορετικές δραστηριότητες που απαιτούν εντελώς διαφορετικές γνώσεις και δεξιότητες (εξ ου και λίγοι ηγέτες είναι ταυτόχρονα εξαιρετικοί τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές πεδίο). Αυτό που ενώνει τα δύο αυτά πεδία —τις διεθνείς σχέσεις και την εσωτερική πολιτική— είναι η ισχύς. Ο αρχηγός ενός κράτους ή μίας κυβέρνησης πρέπει σε κάθε δεδομένη στιγμή να διατηρεί τόσο την ισχύ του ως πρόσωπο και θεσμός στο εσωτερικό της χώρας, ισχύς που του παρέχει νομιμοποίηση και χρόνο ζωής, όσο και την ισχύ της ίδιας της χώρας στη διεθνή σκακιέρα. Την απλή αλλά και ταυτόχρονα τόσο ευαίσθητη αυτή εξίσωση την αντιλαμβάνονταν πάρα πολύ καλά όλοι οι προαναφερθέντες πρωθυπουργοί. Ένα από τα λάθη του Αλέξη Τσίπρα είναι ότι χρησιμοποιεί εργαλεία εσωτερικής κατανάλωσης (π.χ., παιχνίδια με τις λέξεις) στη διεθνή σκηνή. Τη γλώσσα, βέβαια, και τις πρακτικές ελέγχου και χειραγώγησης του κρατικού και κομματικού μηχανισμού, του εσωτερικού κοινού, των εγχώριων ΜΜΕ, προφανώς τις κατέχει σε βαθμό ικανό ώστε να κερδίσει δύο εκλογές και ένα δημοψήφισμα και να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων. Μα είναι μία εργαλειοθήκη ενός ιστορικά, επαγγελματικά και ιδεολογικά περιχαρακωμένου —σχεδόν αιμομικτικού— ακροατηρίου, η οποία δεν έχει κανένα αντίκρισμα εκεί όπου κρίνεται η τύχη της χώρας για τα επόμενα τριάντα χρόνια.