Μονοπώλιο μέθης

D
Νικόλ Πρεβεζάνου

Μονοπώλιο μέθης

Ένα από τα πράγματα που παρατηρεί κανείς όταν κατοικεί στη Σουηδία είναι οι τεράστιες ουρές στα καταστήματα πώλησης αλκοόλ της αλυσίδας Systembolaget, της κρατικής εταιρείας δηλαδή που κατέχει το μονοπώλιο του αλκοόλ στη χώρα.

Φουριόζοι όλοι, την Παρασκευή αμέσως μετά τη δουλειά (καθώς το κατάστημα κλείνει στις 19:00) ή το Σάββατο μετά τα οικογενειακά ψώνια (τότε κλείνει στις 13:00, ή αν είσαι τυχερός στις 15:00), στήνονται στις ουρές των ταμείων του Systembolaget με ένα καλάθι ποτά στο ένα χέρι και το δίπλωμα οδήγησης (το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο έγγραφο απόδειξης ταυτότητας) στο άλλο, απαραίτητο για την αγορά, ειδικά αν μικροδείχνεις.

Μπαίνοντας στο κατάστημα, εάν δεν έχεις μεγαλώσει με αυτό στην καθημερινότητά σου, σε πλημμυρίζει ένα αίσθημα περιορισμού. Δεν το προκαλεί κανείς, ίσα-ίσα· οι εργαζόμενοι, ευγενέστατοι, προσφέρονται πάντοτε να σε συμβουλεύσουν για το ιδανικό κρασί που θα ταίριαζε με το δείπνο που θα ετοιμάσεις. Μπορείς να αγοράσεις όμως μόνο τα προϊόντα που προμηθεύεται η κρατική εταιρία. Οι κάβες, τα καταστήματα μικρών παραγωγών, οι εκθέσεις ποτών, κομμένα. Μιλάμε ουσιαστικά για ένα σουπερμάρκετ αλκοόλ, που λειτουργεί υπό πολύ αυστηρούς όρους. Επίσης, καλό είναι να μην το παρακάνει κανείς με τις ποσότητες, για να μην δεχτεί περίεργες ερωτήσεις στο ταμείο: «Γιατί αγοράζετε τόσα μπουκάλια βότκα;» («Μήπως σκέφτεστε να τα μεταπωλήσετε;» η επόμενη ερώτηση που υπονοείται από τον χαμογελαστό υπάλληλο).

Το αλκοόλ και η πώληση του στη Σουηδία έχει μια ταραγμένη ιστορία, γεγονός που εξηγεί την ανάδειξή του ως θέμα ταμπού και την ενοχική αντιμετώπισή του. Ας τη δούμε συνοπτικά.

Το 1766, ο Σουηδός βασιλιάς Adolf Frederick, μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες ρύθμισης της κατανάλωσης αλκοόλ στη χώρα, αποφασίζει να καταργήσει όλους τους περιορισμούς. Αποτέλεσμα αυτού ήταν σχεδόν κάθε νοικοκυριό να παράγει το δικό του αλκοόλ, παραγόμενο κυρίως από τον φλοιό πατάτας ή από σιτάρι. (Γνωστό ως brännvin, burn-wine κλπ.) Η κατάχρηση του αλκοόλ από τον ανδρικό πληθυσμό σε συνδυασμό με την ύπαρξη περίπου 175.000 ιδιωτικών αποστακτηρίων μέχρι τις αρχές του 1800, οδήγησε σε ελλείψεις στα αποθέματα που θα χρησίμευαν για τροφή… Με την κατάσταση εκτός ελέγχου, το 1850 αρχίζει η κρατική ρύθμιση στο αλκοόλ, με τη μορφή ελέγχου και περιορισμών σε επίπεδο δήμων.

Το 1860 ανοίγει και το πρώτο μπαρ με τις κρατικά εγκεκριμένες προδιαγραφές πώλησης αλκοόλ στο Göteborg. Η πώληση γινόταν για επιτόπου κατανάλωση και υπήρχε πολιτική αποκλεισμού των μεθυσμένων ή/και αντικοινωνικών ατόμων. Περισσότερα τέτοια καταστήματα άνοιξαν, καθώς εμφάνισαν τεράστια επιτυχία, και το 1870 αποφασίστηκε τα έσοδα να πηγαίνουν αποκλειστικά στο κράτος, με τους υπαλλήλους τις επιχείρησης να γίνονται ουσιαστικά δημόσιοι υπάλληλοι.

Στη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, οι περιορισμοί έγιναν πολύ αυστηρότεροι. Εισήχθη ένα «βιβλίο κατανάλωσης», όπου καταγράφονταν οι αγορές αλκοόλ ανά άτομο, αρχικά σε τοπικό και έπειτα σε εθνικό επίπεδο. Επιτρεπόταν η αγορά 2 λίτρων ποτού ανά τρίμηνο, και η μπίρα απαγορεύτηκε τελείως. Οι άνεργοι και οι παντρεμένες γυναίκες απαγορευόταν να αγοράσουν οτιδήποτε.

Οι περιορισμοί αυτοί οδήγησαν σε μια πολύ έντονη αντιπαράθεση σε ό,τι αφορούσε την αγορά του αλκοόλ, φτάνοντας τελικά στο δημοψήφισμα του 1922, με το ερώτημα αν θα έπρεπε να απαγορευθεί διά παντός η κατανάλωση αλκοόλ. Με ποσοστό μόλις 51% κέρδισε το ΟΧΙ.

Τελικά, το 1955 άρθηκαν οι περιορισμοί στην αγορά αλκοόλ, και πλέον επιτρεπόταν ο καθένας να αγοράζει «όσο θέλει» από την κρατική αλυσίδα, αρκεί να ήταν 21 ετών, να ήταν νηφάλιος και να μην υπήρχε υποψία για το ότι σκόπευε να μεταπωλήσει τα προϊόντα. Πάνω-κάτω το ίδιο πλέγμα κανόνων ισχύει και σήμερα, με μικρές παραλλαγές.

Τα παραπάνω εξηγούν εν πολλοίς την ενοχική αντίληψη για το αλκοόλ στη Σουηδία, την αμηχανία στις ουρές του Systembolaget, τους αυστηρούς κανόνες στα μπαρ, όπου δεν επιτρέπεται να πάρεις το ποτήρι σου εκτός του «χώρου σερβιρίσματος», κλπ.

Αυτό που εντυπωσιάζει, και θα το δούμε και σε άλλα παραδείγματα σε επόμενα journals, είναι η αντίθεση που παρατηρείται σε μια χώρα με ύψιστη αξία την ιδιωτικότητα, με απόλυτο σεβασμό —υποτίθεται— στην ατομική επιλογή, να υφίστανται ευχαρίστως οι κάτοικοί της αυτόν τον εξευτελιστικό περιορισμό στα αλκοολούχα ποτά. Λέω ευχαρίστως, γιατί, στο διάστημα που έμεινα εκεί, ούτε ένας δεν εξέφρασε κακή γνώμη για το σύστημα αυτό. Ούτε ένας άνθρωπος, ούτε μία οργάνωση (με κάποια απήχηση), ούτε μία πολιτική δύναμη.

Τι γίνεται όμως με την ΕΕ; Είναι όλα αυτά συμβατά με τη συμμετοχή της Σουηδίας στην Ένωση; Είναι. Με μικρές παραλλαγές, για να μην παραβιάζονται οι κανόνες για το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ των χωρών-μελών, το κρατικό μονοπώλιο διατηρείται, ως θέμα που αφορά τη δημόσια υγεία.

Ενοχλεί; Τους ντόπιους προφανώς όχι. Είναι απολύτως καθησυχασμένοι που το κράτος φροντίζει να βάζει αυτούς τους περιορισμούς, οι οποίοι και τηρούνται κατά συντριπτική πλειοψηφία. Προσωπικά ενοχλούμαι από αυτό το καθεστώς. Γιατί, παρατηρώντας τους, βλέπω να φορτώνονται με μπουκάλια στη χειραποσκευή από τα duty free των αεροδρομίων. Γιατί, ενώ στη Σουηδία γενικώς απαγορεύεται η διάθεση αλκοολούχων ποτών πριν τις 11 το πρωί, στο αεροδρόμιο, όπου δεν ισχύει αυτό, πίνουν pints από τα χαράματα. Γιατί ακούω συζητήσεις δεκαοχτάρηδων για το αλκοόλ, και καταλαβαίνω ότι, πριν καν ξεκινήσουν τη χρήση, έχουν μέσα τους την τάση για κατάχρηση. Γιατί, τελικά, πίσω από αυτή την περιοριστική πολιτική δεν υπάρχει καμία ιδιαίτερη τοπική κουλτούρα, παρά μόνο η ανάγκη επιβίωσης της κοινωνίας, της σωτηρίας της από την κατάχρηση: εντέλει, η αδυναμία της να εξυγιάνει τις παθογένειές της χωρίς την κρατική πατρωνία. Οι πολίτες οικειοθελώς εκχωρούν στο κράτος μέρος των ελευθεριών τους, γνωρίζοντας ότι χωρίς τους περιορισμούς αυτούς η κοινωνία τους θα βρεθεί σε κίνδυνο ξανά. Η ομαλή κοινωνική ζωή έχει κρατική σφραγίδα.