Ο αέρας που αναπνέεις στα λιμάνια

D
Ξενοφώντας Κονταργύρης

Ο αέρας που αναπνέεις στα λιμάνια

Ενάμισης ακριβώς χρόνος στο Αμβούργο. Είναι απίστευτο πόσο γρήγορα περνά ο καιρός… Ακόμα και τώρα, όποτε ανοίγω την ντουλάπα να πάρω κάποιο ρούχο και το μάτι μου πέφτει στο κάτω-κάτω ράφι, βλέπω τις τρεις βαλίτσες που έφερα μαζί μου ερχόμενος και μου φαίνεται λες και τις άδειασα μόλις το προηγούμενο βράδυ! Τρεις εβδομάδες από την ημέρα που οριστικοποιήθηκαν όλα, τρεις το ξημέρωμα το ξυπνητήρι για να φτάσω εγκαίρως στο αεροδρόμιο για την πτήση χωρίς εισιτήριο επιστροφής, τρεις βαλίτσες με μια ολόκληρη ζωή μέσα.

Όταν σου δίνεται η ευκαιρία που κυνηγούσες για δέκα χρόνια πάνω που μπαίνεις στα τριάντα, δεν είναι ούτε λίγο ούτε απλό πράγμα: έρχεσαι αντιμέτωπος με το μεγάλο «ναι» ή το μεγάλο «όχι» και ξέρεις ότι, πιθανότατα, η ίδια αυτή ευκαιρία δεν θα έρθει ξανά. «Θα τα σκεφτώ όλα και θα αποφασίσω», είχα πει στη μάνα μου όταν έφτασαν τα νέα ότι γινόμουν δεκτός στη θέση στο πανεπιστήμιο εδώ, που κυνηγούσα χωρίς να το βάλω κάτω επί τέσσερα χρόνια. «Θα πας! Επειδή το θες και επειδή πρέπει», μου απάντησε εκείνη. Φυσικά είχε δίκιο. Και έτσι έγινε…

Μέσα σε αυτό τον ενάμιση χρόνο αναπνέω τον αέρα ενός από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Ευρώπης και του κόσμου. Το Αμβούργο είναι μέρος με λιμανίσιο DNA, χτισμένο πάνω σε φλούδες γης που τις χωρίζει ο Έλβας — η ήσυχη κοίτη του σε βγάζει κατευθείαν στην αγκαλιά της Βόρειας Θάλασσας. Από τον 11ο αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται ως λιμάνι-κόμβος. Έναν παραθαλάσσιο τόπο που γίνεται πύλη όπου ενώνονται οι ωκεανοί με τη στεριά χίλια ολόκληρα χρόνια τον σημαδεύουν ανεξίτηλα! Στους δρόμους του συναντιούνται οι φυλές όλου του κόσμου, στα στενά του και στις γειτονιές θα ακούσεις να μιλιούνται εκτός από τα γερμανικά πάμπολλες άλλες γλώσσες, στα εστιατόριά του μπορείς να γευτείς τις κουζίνες όλου του πλανήτη.

Χάρισε βέβαια και πολύ πλούτο το λιμάνι στο Αμβούργο: πλούτο υλικό, που το κάνει να είναι αυτή τη στιγμή η πόλη με την εντονότερη οικοδομική δραστηριότητα στη Γερμανία και να ζητά να προσλάβει μηχανικούς από όλη τη χώρα αλλά και από το εξωτερικό. Πλούτο πολιτισμικό, που το κάνει να είναι από τα πιο ανεκτικά αστικά κέντρα της χώρας: στον ενάμιση χρόνο που τη ζω, η πόλη έχει κατά το πλείστον μείνει ανεπηρέαστη από τις εξάρσεις εθνικισμού σε άλλα σημεία της Γερμανίας και όσοι πρόσφυγες κατάφεραν να φτάσουν μέχρι εδώ τον τελευταίο χρόνο που έχει ενταθεί η έξοδος των αλύτρωτων της Συρίας και του Αφγανιστάν δεν έχουν απειληθεί από επεισοδιακές αντιδράσεις των ντόπιων. Αντίθετα, μάλιστα. Και, βέβαια, είναι και πλούσιο πολιτιστικά το Αμβούργο, όντας η τρίτη μεγαλύτερη αγορά μιούζικαλ στον κόσμο, μετά το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, και μόνιμος σταθμός κάθε τραγουδιστή, χορευτή ή άλλου καλλιτέχνη που βρίσκεται σε ευρωπαϊκή ή παγκόσμια περιοδεία.

Ταυτόχρονα, η πόλη περνά την κρίση ταυτότητας που περνούν λίγο-πολύ όλα τα παλιά μεγάλα λιμάνια της Δύσης. Παλεύει να ισορροπήσει μεταξύ του κραταιού παρελθόντος και των μεγάλων τζακιών που έχτισαν τη φήμη τους χάρη στον πλούτο που έφερνε το υπερπόντιο εμπόριο και στην απώλεια μέρους του εμπορίου αυτού από άλλα ανερχόμενα λιμάνια του πλανήτη. Άνοιξε τις αγκάλες της και φιλοξενεί σημαντικού μεγέθους γραφεία από σχεδόν όλους τους κολοσσούς της πληροφορικής και των media της εποχής μας —«media capital της Γερμανίας» την αποκαλούν—, ενώ πασχίζει ακόμα να συμβιβαστεί με τον δυναμικό χαρακτήρα των εταιρειών αυτών. Στο πέρασμά τους, τα new media φέρνουν τα πάντα στο φως, κι αυτό δεν είναι τόσο συμβατό ακόμα με την αγέρωχη, σχεδόν ολιγαρχική, ιδιωτικότητα στην οποία ήταν μαθημένος ο γερμανικός Βορράς. Νομίζω ότι η πιο γλαφυρή στιγμή αυτού του συνεχούς αγώνα που δίνει η πόλη με τον ίδιο της τον εαυτό, όσο τουλάχιστον ζω εγώ εδώ, ήταν η απόφασή της να απορρίψει με δημοψήφισμα το να είναι υποψήφια πόλη για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024: στη διαδρομή μέχρι το δημοψήφισμα, οι περισσότεροι περίμεναν ότι το αποτέλεσμα της κάλπης θα έδινε το πράσινο φως για να κατατεθεί και επίσημα ο φάκελος υποψηφιότητας. Η επικρατούσα ρητορική ήταν μάλιστα ότι, με όχημα τους Ολυμπιακούς, το Αμβούργο θα επιχειρούσε να ξανασυστηθεί στην παγκόσμια κοινότητα. Τελικά, η πλειοψηφία των κατοίκων τάχθηκε με το «Όχι» στην υποψηφιότητα και η πόλη επικεντρώνει εκ νέου τις δυνάμεις της στα έργα βάθυνσης της κοίτης του Έλβα προκειμένου το λιμάνι να γίνει προσβάσιμο στα σύγχρονα θηριώδη υπερωκεάνια και κρουαζιερόπλοια.

Τον χαρακτήρα του Αμβούργου τον έχει υπαγορεύσει βέβαια σε καθοριστικό βαθμό και το ότι είναι μια από τις τρεις πόλεις-κρατίδια της Γερμανίας, μαζί με το Βερολίνο και τη Βρέμη, η ίδια η πόλη δηλαδή είναι ταυτόχρονα και ένα από τα ομόσπονδα κρατίδια της χώρας. Σε αντίθεση με τη Βρέμη, που δεν έχει επενδύσει τόσο πολύ σε αυτό, το Αμβούργο διεκδικεί επίμονα και με πυγμή την αυτάρκεια και το ξεχωριστό στίγμα του στον χάρτη της Γερμανίας, χωρίς ποτέ όμως να καταδεχτεί να παίξει τον άχαρο ρόλο της συμπρωτεύουσας. Όσοι έχετε ταξιδέψει αρκετά στη Γερμανία πιθανώς θα συμφωνήσετε ότι το Βερολίνο και το Αμβούργο δεν ταυτίζονται με το αρχέτυπο της γερμανικής πόλης. Επιδιώκουν πάντα να στέκονται πάνω από αυτό και να λειτουργούν ως ο καθρέφτης της Γερμανίας στον κόσμο.

16 Οκτωβρίου του 2014 έφτασα στο Αμβούργο με τις τρεις βαλίτσες μου· η μία πιο μικρή από την άλλη. Μέχρι τότε είχα επισκεφτεί τις περισσότερες πόλεις κατά μήκος των δυτικών συνόρων της χώρας, καθώς και το Βερολίνο, αλλά όχι το Αμβούργο. Στη διάρκεια του ταξιδιού, θυμάμαι, παρακαλούσα η νέα μου πατρίδα να έχει κάτι από την πολυχρωμία του Βερολίνου, την οικονομική ζωή της Φρανκφούρτης και το νεύρο της Κολωνίας, αλλά να μην είναι μια τυπική γερμανική πόλη. Τελικά, δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά. Είναι το Αμβούργο, το «μεγάλο μου λιμάνι», όπως συνηθίζω να το αποκαλώ! Και, καθώς είναι ο τρίτος τόπος διαμονής της ενήλικης ζωής μου, μετά τη Θεσσαλονίκη και τις Βρυξέλλες, με έχει διδάξει ήδη δύο πράγματα: ακόμα και ο βουνίσιος στην καταγωγή σαν εμένα μεσογειακός άνθρωπος νιώθει τόσο πολύ καλύτερα όταν ζει κοντά στην ανοιχτή θάλασσα. Κι ακόμα, οι πόλεις με λιμάνι είναι σαν να βρίσκονται στα σύνορα μεταξύ μιας όασης και μιας ερήμου: αν ανοιχτούν προς τη θάλασσαν έχουν να ωφεληθούν τόσα πολλά — αν αδιαφορήσουν γι’ αυτήν, αδικούν τόσο πολύ τον εαυτό τους…