Ο πεθαμένος Θεός

L
Ειρήνη Αγαπηδάκη

Ο πεθαμένος Θεός

Η ομοηχία της «Ειδομένης» με την «ιδωμένη» (παθητική μετοχή αορίστου β΄) μου προκάλεσε μια σειρά αλυσιδωτών συνειρμών. Ξαφνικά, οριοθετήθηκε έναν τόπο που εμπεριέχει ό,τι πιο τρομακτικό θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος: δυστυχία, αβεβαιότητα, εγκατάλειψη, αγωνία, πείνα, κρύο, αρρώστια. Μάλιστα, αυτά δεν αποτελούν απλά λέξεις, αλλά επενδύονται και με εικόνες, όπως του πατέρα που κλαίει ταΐζοντας τον γιο του, ενώ εκείνος προσπαθεί να τον παρηγορήσει. Μιλάμε δηλαδή για ένα βίωμα με ξεκάθαρα τραυματικά στοιχεία. Η «Ειδομένη» θα μπορούσε σε μεταφορικό επίπεδο να σηματοδοτεί έναν εσωτερικό-ψυχικό χώρο, όπου εμπεριέχονται όλα αυτά τα δύσκολα και επικίνδυνα στοιχεία έναντι των οποίων προσπαθεί κάθε άνθρωπος να επιβιώσει, αναπτύσσοντας αντίστοιχες άμυνες.

Υπό κανονικές συνθήκες, τα καταφέρνουμε να ζούμε μια δημιουργική και παραγωγική ζωή, αναχαιτίζοντας αποτελεσματικά, τόσο τα εξωτερικά στοιχεία που απειλούν τη ζωή μας, όσο και τα εσωτερικά που βάλλουν την ψυχική μας ομοιόσταση. Σε συνθήκες εμμένουσας κρίσης όμως, όπως αυτές που ζούμε, τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν την ψευδαίσθηση της αυτονομίας, της ασφάλειας και της σταθερότητας. Η εξωτερική στέρηση πυροδότησε το εσωτερικό άγχος, που πιθανώς συνδέεται και με μια βαθύτερη ενοχή για την έως τώρα δράση μας, καταλήγοντας στον φόβο για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν.

Στην Ειδομένη, αποκαλύφθηκε το πρόσωπο ενός ανύπαρκτου κράτους, το οποίο αδυνατεί ή δεν θέλει ή αρνείται να εκπληρώσει τον ρόλο του και να υπάρξει για χάρη των ανθρώπων. Τόσα χρόνια διατηρούσαμε μία ψευδαίσθηση περί παντοδύναμου κράτους, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κάποιος ότι χρησιμοποιούμε συχνά για το κράτος τις ίδιες εκφράσεις με εκείνες που συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε για τον Θεό: «Δεν υπάρχει Θεός/κράτος», «Αν υπήρχε Θεός/κράτος δεν θα συνέβαιναν αυτά» κ.ο.κ. Προβάλλουμε δηλαδή μια «παντοδυναμική» διάσταση στη λειτουργία του κράτους, που, ακόμη και όταν ακυρώνεται από την πραγματικότητα, πιστοποιεί ακριβώς τη δυνατότητά του να υφίσταται ως τέτοιο — δεν είναι ότι το κράτος δεν μπορεί να δώσει λύση, απλά δεν θέλει.

Αυτή η εμβαλωματική θεώρηση αποδείχτηκε πολύ ισχυρή και εξυπηρέτησε για πολλά χρόνια την αποφυγή της ανάληψης ατομικής ευθύνης για τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε η πραγματικότητα. Όμως, εκεί που ζούσαμε στη γνωστή μας αυτο-απορρόφηση, κατηγορώντας και θυματοποιώντας ο ένας τον άλλο, μέσα στην τύφλωση και την ολισθηρότητα της καταστροφικότητας, χωρίς καν να έχουμε καταλάβει ότι βρισκόμαστε ήδη στο σπιράλ του θανάτου και ταξιδεύουμε προς το τέλος, ήρθε ο «ξένος» και μας αποκάλυψε την «ιδωμένη». Ο «ξένος», ο «τρίτος», διατηρεί πάντα το προνόμιο της αποστασιοποίησης. Επειδή ακριβώς —ιδιαίτερα όταν είναι πρόσφυγας— βρίσκεται σε ανάγκη, μπορεί πολύ εύκολα να εντοπίσει αν ένα κράτος είναι σε θέση να καλύψει όλα εκείνα για τα οποία προορίζεται. Έτσι, από τόπος-κολαστήριο, η Ειδομένη μετατρέπεται σε τόπο αυτογνωσίας — μιας διόλου ευχάριστης συνειδητοποίησης που συνεπάγεται ότι η πείνα, η αρρώστια, η αγωνία, η αβεβαιότητα, ο φόβος, είναι συλλογικά βιώματα και ότι τα κράτη υπάρχουν ακριβώς για να εξαλείφουν το εύθραυστο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αν δεν υπάρχει κράτος για τους πρόσφυγες, δεν υπάρχει ούτε για μας. Η μοίρα μας είναι κοινή.

Η Ειδομένη δε θα ξεχαστεί — όπως συμβαίνει με όλα τα τραύματα, θα συνεχίσει να καθορίζει το μέλλον μας μέσα από τη συλλογική ενοχή, τον φόβο και το άγχος για όσα κάναμε, με άμεση ή έμμεση συμμετοχή. Από την άλλη, το τραύμα κρύβει πάντα από τη φύση του μια ευκαιρία. Μπορεί να αποτελέσει το ορόσημο για τη συνειδητοποίηση της ευαλωτότητας και της ευθύνης του ανθρώπου για τον εαυτό του, την κατάρρευση της φαντασίωσης του «παντοδυναμικού κράτους» — μπορεί να γίνει «ιδωμένη».

Οι πρόσφυγες μας έκαναν ένα μεγάλο δώρο, ας μην το σπαταλήσουμε.