Πεζοπόροι-κατάσκοποι

L
Στέφανος Καβαλλιεράκης

Πεζοπόροι-κατάσκοποι

Στις 16 Ιουλίου 1940, με απόλυτη μυστικότητα και μετά από έντονες παρασκηνιακές διαβουλεύσεις και πολιτικές διεργασίες που οδήγησαν σε πολλές υποχωρήσεις του Τσόρτσιλ έναντι των Εργατικών ιδρύεται μία υπηρεσία που θα συνδέσει τη δράση της κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Ελλάδας. Η SOE (Special Operations Executive / Υπηρεσία Ειδικών Επιχειρήσεων) υπάγεται στο νεοσύστατο υπουργείο Οικονομικού πολέμου ( Ministry of Economic Warfare). Σκοπός της είναι οι αποσταθεροποιητικές δραστηριότητες και οι δολιοφθορές εις βάρος του εχθρού με ενέργειες όπως η ενίσχυση της ανυπακοής στις κατεχόμενες χώρες, η οργάνωση ανταρτοπόλεμου, ο ανορθόδοξος πόλεμος και η δημιουργία αντιστασιακών οργανώσεων. Η υπηρεσία θα αποστείλει και μια σειρά κατασκόπων στην Ελλάδα. Ανάμεσά τους, κάποιοι που διαθέτουν κάποια ξεχωριστά χαρακτηριστικά: είναι απόφοιτοι καλών πανεπιστημίων, με βαθιές και στέρεες κλασικές σπουδές, λάτρεις της Ελλάδας, γνώστες ελληνικών και αρχαίων ελληνικών και μοιράζονται όλοι μια μεγάλη αγάπη, την πεζοπορία, διανύοντας συχνά μεγάλες και πολύωρες αποστάσεις και ξεπερνώντας κάθε είδους φυσικά εμπόδια, επιδεικνύοντας αντοχή, προσαρμοστικότητα και πάνω απ’ όλα θάρρος.

Θα εξετάσουμε τις πέντε πιο εμβληματικές περιπτώσεις, αδικώντας ίσως κάποιους άλλους, συνδέοντάς τους και με ένα αυτοβιογραφικό ή χαρακτηριστικό για τη παρουσία τους στην Ελλάδα βιβλίο.

 

John Pendlebury (1904-1941): Χωρίς υπερβολή, οι εμπνευστές του Ιντιάνα Τζόουνς θα πρέπει να είχαν μελετήσει τη ζωή του αποφοίτου του Cambridge με το γυάλινο μάτι και το μπαστούνι που μετατρεπόταν σε ξίφος, του αρχαιολόγου που θα χαράξει τον δρόμο στον οποίο θα βαδίσει αυτή η ιδιότυπη ομάδα κατασκόπων. Θα πρωτοβρεθεί στην Ελλάδα στον Μεσοπόλεμο (μεταξύ 1920-1930) στη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή, όπου θα γνωρίσει και τους Χάμοντ και Φέρμορ. Θα επισκεφτεί πλήθος ανασκαφών σε όλη τη χώρα. Τις φήμες για τις εξαιρετικές αθλητικές του ικανότητες από τα πανεπιστημιακά του χρόνια θα τις επιβεβαιώσει η διήγηση του Χάμοντ για την «πεζοπορία» τους από το Κολωνάκι στη Θήβα για να πιουν μια μπίρα και για το πόσο γρήγορα έφτασε αφήνοντας τους πάντες πίσω του. Τα επόμενα χρόνια θα τα μοιράσει σε ανασκαφές ανάμεσα στην Αίγυπτο και στη Κρήτη ως βοηθός του Έβανς στην Κνωσό. Τον Ιούνιο του 1940, επιστρέφει ως υποπρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας στο Ηράκλειο. Είναι ήδη λοχαγός του βρετανικού στρατού και αναλαμβάνει τη συγκρότηση του δικτύου κατασκοπείας και των αντιστασιακών ομάδων στην Κρήτη. Ντύνεται κρητικά, μιλάει, χορεύει, γλεντάει και λέει μαντινάδες σαν ντόπιος, διασχίζει πολλές φορές το νησί από τη μια άκρη στην άλλη με τα πόδια, και στρατολογεί τους Πετρακογιώργη, Μπαντουβά, Γρηγοράκη — με άλλα λόγια, τους βασικούς επικεφαλής των αντιστασιακών ομάδων τα επόμενα χρόνια στο νησί. Κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης τραυματίζεται βαριά από τα πυρά των γερμανικών Στούκας λίγο έξω από το Ηράκλειο. Συλλαμβάνεται και εκτελείται χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά του.

Imogen Grundon, «The Rash Adventurer. A Life of John Pendlebury», London, Libri, 2007. (Αμετάφραστο ακόμη στα ελληνικά).

 

Patrick Michael Leigh Fermor (1915-2011): Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, ο Σερ Πάτρικ Λη Φέρμορ, γνωστός και ως Πάντι, υπήρξε o πιο γνωστός και ίσως ο πιο αγαπητός Βρετανός που δραστηριοποιήθηκε στην Ελλάδα. Αν και δεν αποφοίτησε από κάποιο πανεπιστήμιο, διάβαζε αρχαία ελληνικά και λατινικά από το πρωτότυπο, ενώ μιλούσε επίσης γαλλικά, γερμανικά και ρουμανικά. Διέσχισε όλη την Ευρώπη με τα πόδια, καταγράφοντας τις περιπέτειές του, και θεωρήθηκε ο σπουδαιότερος Βρετανός ταξιδιωτικός συγγραφέας της εποχής του. Διαδέχθηκε τον Pendlebury ως επικεφαλής της βρετανικής κατασκοπείας στην Κρήτη, συνδέοντας άρρηκτα το όνομά του με την απαγωγή του στρατηγού Κράιπε, του στρατιωτικού διοικητή του νησιού. Αγάπησε την Ελλάδα, έγραψε για αυτήν και την επέλεξε σαν δεύτερη πατρίδα του, επιλέγοντας να μείνει μόνιμα στη Καρδαμύλη της Μάνης, όπου πέθανε πλήρης ημερών το 2011.

Άρτεμις Κούπερ, «Πάτρικ Λη Φέρμορ. Μια Περιπέτεια» Αθήνα, Μεταίχμιο, 2013 (μτφρ. Ηλίας Μαγκλίνης).

 

J. Dunbabin (1911-1955): Αυστραλός αρχαιολόγος, απόφοιτος της Οξφόρδης με ειδίκευση στις αρχαιοελληνικές αποικίες της Ιταλίας, θα έμενε στην ιστορία απλώς σαν ένας γενναίος αξιωματικός που υπηρέτησε στον βρετανικό στρατό, αν σε ένα ερμάρι στην Τασμανία δεν αποκαλυπτόταν ένα ημερολόγιο που διατηρούσε ως μέλος της SOE στην Κρήτη από το 1942-44. Εξαιρετικός γνώστης των ελληνικών και της κρητικής διαλέκτου, θα μείνει γνωστός για την περίφημη μαύρη προβιά με κουκούλα με την οποία έκανε διάφορες παρακολουθήσεις, με κυριότερη εκείνη της κατασκευής του στρατιωτικού αεροδρομίου στο Τυμπάκι από τους Γερμανούς. Οι πληροφορίες του θα επιτρέψουν στη RAF να το βομβαρδίσει. Μετά τον πόλεμο, θα ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα. Με την επιμέλεια του συνονόματου και συνεπώνυμου ανιψιού του που το ανακάλυψε, κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση, αγγλικά και ελληνικά, το ημερολόγιο του:

Tom J. Dunbabin, «An archaeologist at War / Ένας αρχαιολόγος στον πόλεμο», Ηράκλειο, Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, 2015.

 

Nicholas Geoffrey Lemprière Hammond (1907-2001): Αναμφισβήτητα ο πιο διαπρεπής ακαδημαϊκός αυτής της ομάδας, με 24 βιβλία και 130 άρθρα στο ενεργητικό του πάνω στην ελληνική ιστορία, την αρχαιολογία, τη γεωγραφία, τη νομισματική επιστήμη και την αρχαία τραγωδία. Γεννημένος στη Σκωτία και απόφοιτος του Cambridge, ειδικεύεται στην αρχαία ιστορία και ιδιαίτερα στην ιστορία της Μακεδονίας. Το 1929, σε ηλικία μόλις 22 ετών, περπάτησε τα βουνά της Πίνδου και της Βορείου Ηπείρου υπό αντίξοες συνθήκες, φτάνοντας από την Άρτα ώς τον Αυλώνα, από τα Γρεβενά και την Κόνιτσα ώς το Άργος Ορεστικό και την Καστοριά, και από τη Φλώρινα μέχρι την Κορυτσά. Όταν ξανασυναντιέται στο Λονδίνο το 1940 με τον Πεντλέμπουρι, και ενώ εκπαιδεύονται για να έρθουν στην Ελλάδα, για λόγους μυστικότητας επιλέγουν να συνεννοούνται στα ελληνικά: εκείνος τα μιλά με την ηπειρώτικη προφορά, ενώ ο αρχαιολόγος συνάδερφός του απαντά στην κρητική διάλεκτο. Η ειδίκευσή του στις δολιοφθορές στη Μέση Ανατολή θα του προσδώσει το προσωνύμιο Λοχαγός Βαμβακοπυρίτης, ενώ στην Ελλάδα θα αποκτήσει το προσωνύμιο Κάπτεν Χ, ως επικεφαλής του κλιμακίου τού εν Ελλάδι στρατηγείου της Μέσης Ανατολής.

N. G. L. Hammond, «Venture into Greece: With the Guerrillas, 1943-44», London, William Kimper & Cο, 1983. Αν και γραμμένο το 1944, θα εκδοθεί μόλις το 1983 και ακολούθως θα μεταφραστεί στα ελληνικά («Με τους αντάρτες, 1943-1944», Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική [χ.χ.]).

 

Christopher Montague Woodhouse, 5ος βαρόνος του Τέρινγκτον (1917-2001): Ο Κρις ή Μόντι, όπως έγινε γνωστός στην Ελλάδα, είναι αναμφισβήτητα ο φορέας του πιο αριστοκρατικού τίτλου αλλά και ο πιο ενταγμένος στο πολιτικό πεδίο από τους πέντε, καθώς θα διατελέσει επικεφαλής της βρετανικής αποστολής στην Ελλάδα και μετά τον πόλεμο, για πολλά χρόνια, ως βουλευτής πλέον των Συντηρητικών στην Αγγλία. Η πληθωρική παρουσία του στην Ελλάδα, είτε στο στρατιωτικό είτε στο διπλωματικό πεδίο, θα τον καταστήσει βασικό στόχο εκ μέρους της Αριστεράς ως κατεξοχήν εκπροσώπου του βρετανικού κατεστημένου. Απόφοιτος της Οξφόρδης στον τομέα των κλασικών σπουδών, μιλά και αυτός ελληνικά και είναι και αυτός περίφημος πεζοπόρος. Κατόπιν εντολής του προκατόχου του στην ηγεσία της βρετανικής αποστολής στην Ελλάδα Έντι Μάγιερς, θα περπατήσει 15 ώρες μέσα από δύσβατα μονοπάτια για να συναντήσει τον Ζέρβα. Θα συνδέσει το όνομά του με την καταστροφή της γέφυρας του Γοργοποτάμου, ενώνοντας τις αντίπαλες ομάδες της Εθνικής Αντίστασης. Μετά το τέλος του πολέμου έγραψε βιβλία για τον Καποδίστρια και τη Ναυμαχία στο Ναβαρίνο, ενώ, λίγο πριν τον θάνατο του, θα μεταφράσει στα αγγλικά τη δεκάτομη «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.

Christopher Montague Woodhouse, «Το μήλο της Έριδος. Η Ελληνική Αντίσταση και η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων», Αθήνα, Εξάντας, 1976. Γραμμένο το 1948, απεικονίζει γλαφυρά την πολιτική κατάσταση της εποχής.

 

[ Βιβλιογραφική σημείωση: Μοναδικό στο είδος του, ένας πραγματικός θησαυρός άγνωστων πληροφοριών και γεγονότων σχετικά με τη δράση της βρετανικής κατασκοπείας στην Ελλάδα, το ογκώδες έργο του Π. Στ. Μακρή, «Ο Άγγλος Πρόξενος. Ο υποπλοίαρχος Noël C. Rees και οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, 1939-1944», Αθήνα, Ωκεανίδα, 2011 ].

[ Φωτογραφία (από αριστερά): λοχαγός Γουίλιαμ Στάνλεϊ Μος, στρατηγός Χάινριχ Κράιπε, Πάτρικ Λι Φέρμορ ].