Τουρκία και Ευρώπη
Είχα σκοπό σήμερα να ασχοληθώ με την ομιλία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του επικεφαλής του ALDE, του Guy Verhofstadt, σχετικά με την ανάγκη να ιδρυθεί ένα ευρωπαϊκό FBI. Όμως χθες ξεκίνησε στο Παρίσι η παγκόσμια σύνοδος για το κλίμα (γνωστή με το ακρωνύμιο COP21). Και, βέβαια, είχαμε την πολύ φρέσκια και πρόσφατη συνάντηση κορυφής μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας, το αποτέλεσμα της οποίας αποτυπώθηκε σε κοινό ανακοινωθέν. Θα παρακολουθούμε τις ημέρες που έρχονται την COP21 —εισαγωγικά μπορείτε να διαβάσετε το διαφωτιστικό κείμενο της Στέλλας Κρούσκα—, αλλά, με αφορμή τα χθεσινά ευρωτουρκικά, τα οποία εν πολλοίς επηρεάζουν και επηρεάζονται από την Ελλάδα και την Κύπρο, ας θυμηθούμε λίγο την ιστορία της τουρκικής προσέγγισης με την ΕΟΚ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πόσο η εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Τουρκία, τα πραξικοπήματα, το επίπεδο της πολιτικής ελευθερίας και ελευθερίας του λόγου, τα ατομικά δικαιώματα, αλλά κυρίως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις απομάκρυναν ή οδηγούσαν στην προσέγγιση τις δύο πλευρές.
Η Τουρκία αρκετά νωρίς θέλησε να συμμετάσχει στην πορεία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ήταν το 1959 όταν υπέβαλε το αίτημα για να συνάψει συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ. Η Συνθήκη Σύνδεσης της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση υπογράφηκε το 1963 στην Άγκυρα και άρχισε να ισχύει από την αμέσως επόμενη χρονιά. Η Τουρκία της εποχής εκείνης ήταν συνέχεια του κεμαλικού κράτους, ήδη εντεταγμένη στο ΝΑΤΟ με καίριο γεωστρατηγικό ρόλο στον Ψυχρό Πόλεμο (πολύ αργότερα μάθαμε ότι στο έδαφος της Τουρκίας είχαν εγκατασταθεί πύραυλοι, κοντά στα σύνορά της με τη Σοβιετική Ένωση, που απομακρύνθηκαν μετά την κρίση στην Κούβα του 1962). Είχε καλές σχέσεις με την Ελλάδα, μέχρι να αναμειχθεί από το 1955 και έπειτα στο Κυπριακό (η ανάμειξη αυτή εκδηλώθηκε και με τα «Σεπτεμβριανά», το πογκρόμ κατά των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955). Μεταξύ του 1959 και του 1964 είχε μεσολαβήσει το πραξικόπημα του 1960, που οδήγησε στην εκτέλεση του Μεντερές, που ήταν ο πρωθυπουργός της Τουρκίας κατά τα Σεπτεμβριανά και είχε κατηγορηθεί, μεταξύ άλλων, και για τον ρόλο του στα επεισόδια και την προβοκάτσια που είχε προηγηθεί του πογκρόμ. Το πραξικόπημα αυτό «διόρθωσε» μία διαφαινόμενη στροφή της κυβέρνησης Μεντερές προς τη Σοβιετική Ένωση. Το 1970, στη Συμφωνία Σύνδεσης προστέθηκε και ένα ακόμη πρωτόκολλο, λίγο πριν και το πραξικόπημα του 1971 (το λεγόμενο «πραξικόπημα του τελεσιγράφου»).
Ακολούθησε ένα ακόμη πραξικόπημα, το 1980, και, μετά την πολιτικοποίηση του στρατιωτικού καθεστώτος, υπεβλήθη το 1987 αίτημα πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Είχαν μεσολαβήσει, όμως, και άλλα γεγονότα: η εισβολή στην Κύπρο το 1974, η κατάληψη του 40% του εδάφους της, η ανακήρυξη και αναγνώριση, από την Τουρκία, κράτους που καλύπτει την κατεχόμενη περιοχή το 1983, και ο διαρκής εποικισμός της Κύπρου με πληθυσμούς από την Ανατολία. Η Τουρκία μέχρι σήμερα αρνείται να αναγνωρίσει την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως νόμιμη κυβέρνηση. Πέραν τούτων, η κρίση του 1986 με το πλοίο «Σισμίκ» (όπως παλαιότερα με το «Χόρα»), κατά την οποία η Τουρκία με την Ελλάδα έφτασαν στα πρόθυρα του πολέμου, είχαν οδηγήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο ναδίρ, και η χώρα μας αναμενόταν να μπλοκάρει με βέτο οποιαδήποτε προοπτική περαιτέρω συμμετοχής της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Νέες κορυφώσεις στην κρίση των ελληνοτουρκικών σχέσεων (Ίμια, υπόθεση Οτσαλάν) είχαν ως συνέπεια το πάγωμα της τουρκικής ένταξης για όλη τη δεκαετία του ’90. Μόλις όμως ανέλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών ο Γιώργος Παπανδρέου (μετά την παραίτηση Πάγκαλου, που είχε ακολουθήσει την υπόθεση Οτσαλάν), οι ελληνοτουρκικές σχέσεις άρχισαν να βελτιώνονται σημαντικά. Εν τω μεταξύ, είχε δρομολογηθεί η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποσυνδεδεμένη από την επίλυση του Κυπριακού. Το 2002 τις τουρκικές εκλογές κέρδισε καθαρά το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, του Ερντογάν, το οποίο, προς γενική έκπληξη, προχώρησε σε πολλές φιλοευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις, καταργώντας τη θανατική ποινή (γλιτώνοντας τον καταδικασθέντα σε θάνατο Οτσαλάν από την εκτέλεση), ανοίγοντας την αγορά, επιτρέποντας την κουρδική γλώσσα, αυξάνοντας την ελευθερία του Τύπου και οδηγώντας τη χώρα σε μία πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη. Ήταν μία περίοδος που φαινόταν να διαψεύδει όλους τους φόβους για τον ισλαμικό χαρακτήρα του κόμματος του Ερντογάν και δημιούργησε μία ψευδαίσθηση φιλελευθεροποίησης του τουρκικού κράτους, ενώ οι σχέσεις με την Ελλάδα βελτιώθηκαν θεαματικά (με αποτέλεσμα ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός, Κώστας Καραμανλής, να είναι κουμπάρος στον γάμο του γιου του Ερντογάν).
Ήταν η περίοδος που η χώρα μας έγινε η μεγαλύτερη υποστηρίκτρια της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, η οποία το 2005 συνδέθηκε με την Ευρωπαϊκή Ένωση με τελωνειακή ένωση (ενώ ξαφνικά άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, που δεν μπορούσαν να κρύβονται πίσω από το ελληνικό βέτο, άρχισαν να διατυπώνουν αντιρρήσεις για τη θέση της Τουρκίας στην Ευρώπη). Από ελληνικής πλευράς ελπιζόταν, κατά τα φαινόμενα τότε βάσιμα, ότι μία Τουρκία που θα ενσωματώνει το ευρωπαϊκό κεκτημένο θα προχωρούσε στη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, ενώ και οι σχέσεις της με την Ελλάδα θα κατέληγαν σε σχέσεις καλής γειτονίας — και, το σπουδαιότερο: η Τουρκία θα υποχρεωνόταν να αναγνωρίσει τη νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου.
Και… και κάπου εκεί το πράγμα σκάλωσε. Η Κύπρος έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Τουρκία ήθελε να ενταχθεί σε μία ένωση κρατών με τη συναίνεση και ενός κράτους που δεν αναγνώριζε καν. Η εμμονή της να μην αναγνωρίζει αυτό που αποκαλούσε «ελληνική διοίκηση της Κύπρου» οδήγησε σε αδιέξοδο και οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις πάγωσαν.
Εν τω μεταξύ, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης άρχισε να δείχνει, δειλά-δειλά, τον ηθικιστικό του χαρακτήρα. Η πολιτική ανοχής προς τους Κούρδους άρχισε να μετατρέπεται σε νέα καταπίεση. Η οικονομία άρχισε να βρίσκεται σε στασιμότητα. Ο αντιδυτικός λόγος επανήλθε στην επιφάνεια και άρχισε να κυριαρχεί εκ νέου, μαζί με ένα νέο αντισημιτισμό (σε πλήρη αντίθεση με τις άριστες τουρκοϊσραηλινές σχέσεις του πρώτου μισού της δεκαετίας του 2000), και η Τουρκία άρχισε να οδεύει, κάπου εκεί, στην αλλαγή της δεκαετίας, προς τον αυταρχισμό. Βλέπαμε τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις της πρώτης κυβέρνησης Ερντογάν να αναστρέφονται και την καταπίεση της αντίθετης άποψης να κυριαρχεί. Φαινόταν ότι η Τουρκία ακολουθούσε πλέον πορεία απομάκρυνσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχοντας και τα προβλήματα χρέους που αντιμετώπιζαν διάφορες χώρες της Ευρωζώνης, είχαμε ξεχάσει την Τουρκία. Μέχρι που ξαφνικά…
Ξαφνικά, αναπάντεχα, η λεγόμενη «αραβική άνοιξη» έφερε αστάθεια στη Μέση Ανατολή. Προκάλεσε αλλαγές καθεστώτων και μεγάλη αβεβαιότητα, με εμφυλίους πολέμους στη Βόρειο Αφρική και τη Συρία, παραδοσιακή εχθρό της Τουρκίας. Στο χάος αυτό, μέσα στο οποίο εμφανίσθτηκε και έδρασε το Ισλαμικό Κράτος, που με πρωτοφανή βαρβαρότητα εξόντωνε οτιδήποτε θα μπορούσε να μη θυμίζει τον Προφήτη, ένα κύμα προσφύγων, δύο εκατομμύρια ψυχές, μετακινήθηκαν από τη Συρία στην Τουρκία. Και, από το φετινό καλοκαίρι, εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες (μαζί με πρόσφυγες από άλλες ταλαιπωρημένες περιοχές, όπως από το σε μεγάλη έκταση ταλιμπανοκρατούμενο Αφγανιστάν) επιχειρούν να μεταφερθούν στην Κεντρική και στη Βόρειο Ευρώπη.
Μέσα σε αυτή την ανθρωπιστική κρίση, η Τουρκία ξαφνικά έγινε και πάλι απαραίτητη στους Ευρωπαίους, ως ανάχωμα στη μαζική μετανάστευση των προσφύγων προς την Ευρώπη. Και ξαφνικά (εσκεμμένη η πολλαπλή επανάληψη του επιρρήματος αυτού) θυμηθήκαμε ότι έχουμε και μία ενταξιακή διαπραγμάτευση που κάπου είχαμε αφήσει στη μέση — αυτό, ειδικά μετά τον κίνδυνο να εκμεταλλευτούν οι ισλαμιστές τρομοκράτες την ανθρωπιστική κρίση και έτσι να διέλθουν λάθρα στην Ευρώπη ή να στρατολογήσουν κόσμο για τους καταστροφικούς σκοπούς τους.
Στην ανακοίνωση του Συμβουλίου διαφαίνεται η αγωνία για συνεργασία στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Γίνεται και λόγος για τη χρηματοδότηση της Τουρκίας με το ποσό των 3 δισεκατομμυρίων ευρώ. Δεν γίνεται λόγος για την πρόσφατη φυλάκιση δημοσιογράφων που αποκαλύπτουν φερόμενα σκάνδαλα της οικογένειας Ερντογάν. Δεν γίνεται λόγος για τη μη αναγνώριση της Κύπρου. Πολλοί θεωρούν το αποτέλεσμα της συνόδου κορυφής ως επιτυχία της τουρκικής διπλωματίας και ήττα της χώρας μας και της Κύπρου.
Ανεξαρτήτως αυτής της θεώρησης, όμως, είναι γεγονός ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις γνώρισαν άνθηση (και οι όποιες εντάσεις γνώρισαν ύφεση) τη δεκαετία του 2000. Οι μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία έγιναν όσο υπήρχε η ενταξιακή προοπτική ζωντανή. Εάν η Τουρκία ενσωματώσει πλήρως το κοινοτικό κεκτημένο και κατά τρόπο ουσιαστικό —λ.χ., εφαρμόζοντας πλήρως την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου—, θα αποκτήσει ουσιαστικές άμυνες απέναντι σε προσπάθειες για εξισλαμισμό του κράτους. Ίσως να είναι και η μόνη της ελπίδα να ξεφύγει από τον αυταρχισμό, προς τον οποίο φαίνεται να την οδηγεί ο Ερντογάν. Τέλος, ο ρόλος της στην αντιμετώπιση του προσφυγικού είναι καίριος, όπως και να το κάνουμε. Για τον λόγο αυτό και πρέπει να αντιμετωπίζεται θετικά, εν γένει, η επανέναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Να ελπίζουμε, δηλαδή, ότι δεν πρόκειται για μία ευκαιριακή εξέλιξη, ένα καλόπιασμα της Τουρκίας, που υπαγορεύεται από την απελπισία για το προσφυγικό, αλλά για επανέναρξη ενός ουσιαστικού διαλόγου για τις ευρωπαϊκές αξίες που η Τουρκία οφείλει να ενστερνιστεί, προκειμένου να συμμετάσχει στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Τώρα, εάν η κυβέρνησή μας δεν είναι ικανή να συνδέσει τις διαπραγματεύσεις αυτές με σαφείς δεσμεύσεις για τήρηση της διεθνούς νομιμότητας από την Τουρκία, αυτό είναι κάτι που αφορά εμάς και τον δικό μας συλλογικό καθρέφτη.
ΥΓ. Μιλώντας για την Τουρκία, δεν μπορώ να μη προτείνω ολόθερμα την ανάγνωση των καταπληκτικών άρθρων του Αλέξανδρου Χαρκιολάκη. Τα καλά (που είναι πάρα πολλά!) και τα στραβά της γείτονος από έναν συγκροτημένο και ευαίσθητο συμπατριώτη μας που ζει και εργάζεται στην Κωνσταντινούπολη.