Βδελύσσομαι, άρα υπάρχω

L
Ειρήνη Αγαπηδάκη

Βδελύσσομαι, άρα υπάρχω

Μια ημέρα πριν τις πρόσφατες εκλογές, βρέθηκα σε ένα καφέ. Ήταν απόγευμα και υπήρχαν πολλές παρέες που συζητούσαν δυνατά για την πολιτική κατάσταση στη χώρα. Δυστυχώς, είμαι από εκείνους που παλαιότερα παρασύρθηκαν σε ένα (αρκετά λαϊκιστικό και) ατελέσφορο παιχνίδι διαπιστώσεων, για την ανωριμότητα του Έλληνα πολίτη, την ψυχοσύνθεσή του, την αυτοκαταστροφικότητά του και πλείστα άλλα. Σίγουρα, όλα αυτά τα στοιχεία, τα άσχημα, υπάρχουν, αλλά δεν αρκούν για να εξηγήσουν πλήρως την ψήφο ενός ανθρώπου, ή περισσοτέρων. Πρόκειται ουσιαστικά για μια ταυτολογία. Παρατηρώντας προσεκτικά τους ανθρώπους εκείνο το απόγευμα, κατάλαβα ότι, πάνω-κάτω, τα ίδια θέλουμε όλοι: μια καλή δουλειά, έναν (τουλάχιστον) άνθρωπο να μας αγαπά, άλλους να μας θαυμάζουν και να μας υπολήπτονται, μια αρμονική ζωή. Πιθανώς να διαφέρει ο τρόπος με τον οποίο τη διεκδικούμε, ακόμη και ο λειτουργικός προσδιορισμός καθενός από αυτά τα ζητούμενα: καλή δουλειά, αγάπη κλπ., αλλά τα ζητούμενα παραμένουν ως τέτοια.

Είναι δύσκολο να σκεφτεί κάποιος πως ένα λογικό ον μπορεί να δρα και να σκέφτεται ανορθολογικά. Αυτό εξυπηρετεί άριστα τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο «εμείς οι λογικοί» και οι «άλλοι οι ψεκασμένοι». Εμείς θέλουμε το καλό της χώρας, το καλό των συμπολιτών μας, την ευημερία, την πρόοδο και κοπιάζουμε γι’ αυτό. Και οι άλλοι, τι θέλουν; Θέλουν να «τη γλιτώσουν φτηνά», γι’ αυτό δεν διστάζουν να πιστέψουν οτιδήποτε εξυπηρετεί αυτόν τον σκοπό.

Αν ήταν έτσι τα πράγματα, θα ήταν σίγουρα απλά. Μια ενδεχόμενη λύση θα μπορούσε να είναι η οριστική διχοτόμηση σε επίπεδο αφήγησης ή ακόμη και της χώρας — εφόσον το επιλέξουν οι πολίτες. Ωστόσο, η πραγματικότητα σπάνια είναι απλή και μονοσήμαντη. Ακόμα και οι πιο ορθολογιστές, μπορεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες να διατηρούν ανορθολογικές πεποιθήσεις. Οι θεωρίες συνωμοσίας και οι εικασίες μπορούν να γίνουν βεβαιότητες όταν η πραγματικότητα είναι πολύπλοκη και ρευστή, όταν αυτό διαρκεί πολύ και τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας για να την ελέγξουμε είναι φτωχά. Ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να αισθάνεται ότι δεν είναι έρμαιο και μπορεί να ασκήσει στοιχειώδη έλεγχο σε διάφορους παράγοντες που επηρεάζουν τη ζωή του. Όταν αποτυγχάνει, οπισθοχωρεί σε «παρηγορητικού» τύπου προσεγγίσεις, που επιβεβαιώνουν ακριβώς το ότι είναι ανήμπορος. Είναι σαν να λέει κάποιος, «Δεν είμαι εγώ που αποτυγχάνω, η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου». Επιπλέον, πολλές φορές, οι παράλογες εξηγήσεις έχουν λογική και εξηγούν δύσκολες καταστάσεις. «Δεν έφερε η Κρίση το Μνημόνιο, αλλά το Μνημόνιο την Κρίση».

Ωραία, κάναμε τις διαπιστώσεις μας. Τι χρειάζεται όμως, για να αλλάξει η κατάσταση; Σίγουρα όχι αυτομαστίγωμα, ούτε ένα ακόμη κόμμα. Ειδικά όταν οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια νέα ευρωπαϊστική κομματική δύναμη είναι αντίθετοι στην «εκπαίδευση» των πολιτών, θεωρώντας αυτή τη διαδικασία πατερναλιστική. Κι έχουν φυσικά δίκιο, η εκπαίδευση έχει πατερναλιστικά στοιχεία, απαραίτητα στην αναζήτηση και την κατάκτηση της γνώσης. Ίσως αυτό που χρειαζόμαστε να είναι μια νέα πολιτική δύναμη, ένα «κυτταρόπλασμα» που θα αποτελέσει την ημιδιαπερατή μεμβράνη ανάμεσα στον πολιτικό κοινοβουλευτικό πυρήνα και στο εξωτερικό τοίχωμα που λέγεται «κοινωνία», όπως το κύτταρο. Ένα advocacy group που να μπορεί να εκπαιδεύσει τους πολίτες στη συμμετοχική πολιτική διαδικασία, μέσα από συγκεκριμένα κανάλια, να τους μάθει τρόπους και μέσα πίεσης Δυτικού τύπου, ώστε να απαλλάξουμε πια τον ψυχισμό μας από τις ατέρμονες, ατελέσφορες και «αυτιστικές» διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Να μάθει στους πολίτες πώς να συνηγορούν υπέρ ή κατά κάποιου πράγματος και πώς να ζητούν «λογοδοσία» από τις πολιτικές δυνάμεις. Μιλάμε δηλαδή, για εκπαίδευση των πολιτών σε αυτό που λέγεται: ατομική ευθύνη και πολιτική δραστηριότητα.