Υποσχέσεις και δεσμεύσεις

L
Ειρήνη Αγαπηδάκη

Υποσχέσεις και δεσμεύσεις

Η συνύπαρξη δεν είναι εύκολη υπόθεση. Στο πεδίο των σχέσεων κάθε είδους, ερωτικών, φιλικών, εργασιακών, παίζονται ξανά και ξανά σκηνές από το πρωταρχικό «έργο» της ζωής μας, που δεν είναι άλλο από τη σχέση μας με τους γονείς μας, και από τη σχέση των γονιών μας μεταξύ τους. Οι δυσάρεστες, δύσκαμπτες πτυχές αυτών των σχέσεων είναι οι πρώτες που αναπαράγουμε στην ενήλικη ζωή μας. Αν, για παράδειγμα, έχουμε βιώσει την αγάπη και το νοιάξιμο της μητέρας μέσα από την επιθετικότητα και την επικριτικότητα, είναι πιθανό να δείχνουμε στον σύντροφό μας αγάπη με παρόμοιο τρόπο, επιθετικά και επικριτικά, ή να επιλέγουμε να έχουμε στη ζωή μας ανθρώπους που μοιάζουν σε αυτό το βασικό χαρακτηριστικό με τους γονείς μας. Κάθε τέτοια σχέση συνιστά μια επανάληψη του «πρωταρχικού σκηνικού», που μπορεί μεν να είναι επώδυνο, αλλά κρύβει μια ευκαιρία: να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας. Εξελισσόμαστε μέσα από την επανάληψη, καθώς καμία σχέση δεν είναι πανομοιότυπη με την προηγούμενη, έστω και αν διατηρούνται σταθερά κάποια πυρηνικά χαρακτηριστικά.

Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτά τα δυσάρεστα κομμάτια, συνήθως τα αρνούμαστε. Δεν είναι εύκολο να αντιμετωπίζει κάποιος τον εαυτό του χωρίς «εξιδανικευτικά γυαλιά». Πολλές φορές σε τέτοιες περιπτώσεις η επιθυμία για αλλαγή εκφράζεται με μια υπόσχεση, είτε προς τον εαυτό μας είτε προς τον Άλλο. Τα συνεχή παράπονα, για παράδειγμα, ή η ρητή δήλωση κάποιου ότι μια πράξη μας τον πλήγωσε έχουν σαν αποτέλεσμα να αισθανθούμε ενοχή. Αυτή η ενοχή γυρεύει άμεση ανακούφιση, και η υπόσχεση μπορεί να λειτουργήσει γρήγορα και κατευναστικά. Έτσι, μπαίνουμε συχνά στη διαδικασία να υποσχόμαστε στον εαυτό μας ή στους άλλους διάφορα — πράγματα που σπανίως εκπληρώνονται. Αφού επιθυμούμε τόσο πολύ να εκπληρώσουμε τις υποσχέσεις μας, γιατί το καταφέρνουμε τόσο σπάνια; Κανένα ερώτημα που σχετίζεται με την ανθρώπινη συμπεριφορά δεν έχει μία απάντηση, ωστόσο κάποιες παράμετροι μπορούν να μας βοηθήσουν να στοχαστούμε πάνω στο θέμα.

Οι υποσχέσεις συνήθως αποτελούν προϊόντα παρορμητικής επιθυμίας και όχι αποτέλεσμα δευτερογενούς διεργασίας (της σκέψης, δηλαδή, που ακολουθεί την επιθυμία). Έτσι, η «ατζέντα» των υποσχέσεων προκύπτει είτε από την ανάγκη μας για εξιδανίκευση (π.χ., θεωρώ τον εαυτό μου «καλό άνθρωπο», όμως κάνω πράγματα που πληγώνουν τον σύντροφό μου, οπότε υπόσχομαι να αλλάξω, αλλά σύντομα διαπιστώνω ότι δεν το μπορώ, οπότε τη διάψευση ακολουθεί νέα υπόσχεση, και μετά άλλη, κ.ο.κ.) είτε εξαιτίας της ανάγκης μας να εξουσιάσουμε τον Άλλο (π.χ., όταν κάποιος περιμένει να αλλάξεις ενώ έχεις κάνει 100 φορές το ίδιο πράγμα και έχεις υποσχεθεί άλλες τόσες ότι θα σταματήσεις, η παραμονή του στη σχέση και η πίστη στην υπόσχεση που δίνεις ισοδυναμεί με ομολογία εξάρτησης). Ωστόσο, έτσι κερδίζουν χρόνο και προσωρινή ανακούφιση και τα δύο μέρη. Το πλαίσιο της σχέσης «σώζεται», γεγονός που συχνά αποτελεί το ισχυρότερο κίνητρο. Οι άνθρωποι προτιμούν να μένουν σε μια σχέση που δεν καλύπτει τις ανάγκες τους, παραβιάζοντας ακόμη και βασικές τους επιθυμίες — η ελευθερία και η αυτοπραγμάτωση έχουν υψηλότατο κόστος.

Η υπόσχεση μπορεί επίσης να εκμαιευτεί: να ζητηθεί από τον άλλο. Σε αυτή την περίπτωση, η κατάληξη συνήθως είναι δυστυχής. Πολλές φορές μάλιστα η υπόσχεση μας ζητείται ακριβώς επειδή δεν μπορούμε να την τηρήσουμε. Αποτελεί ένα είδος «τιμωρίας» για μας, επειδή δεν είμαστε κατά 100% αυτός που ήθελαν ή πίστευαν ότι ήμαστε: αντί να απογοητευτούν, προτιμούν να θυμώσουν και να μας τιμωρήσουν.

Η αλλαγή προϋποθέτει δέσμευση, και η δέσμευση ανάληψη ατομικής ευθύνης. Πρόκειται δηλαδή για μια διαδικασία, όχι για μια στιγμιαία αντίδραση σε κάποιο γεγονός, όπως είναι συνήθως η υπόσχεση. Οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνουμε και υπηρετούμε με αξιόπιστο τρόπο προκύπτουν από βαθιά επιθυμία, ανταποκρίνονται στα βαθύτερα «θέλω» και δίνουν προσωπικό νόημα στην ύπαρξή μας. Γι’ αυτό και αναλαμβάνουμε να υποστούμε και το τίμημα που τις συνοδεύει. Η δέσμευση είναι μια διαδικασία δυναμική και το αντικείμενό της δεν είναι το «καλό», αλλά το «σωστό για μένα». Η τήρηση της δέσμευσης προϋποθέτει συνέπεια, αυτοπειθαρχία και σύγκρουση με τις υποσχέσεις. Μάλιστα, η σχέση της υπόσχεσης με τη δέσμευση είναι αλληλο-υπονομευτική: η μία σαμποτάρει την εκπλήρωση της άλλης. Μπορεί, για παράδειγμα, να ξέρω ότι ο σύντροφός μου θέλει να περνάμε περισσότερες ώρες μαζί, να του υπόσχομαι ότι θα το κάνω, αλλά να θέλω περισσότερο να είμαι επιτυχημένος στη δουλειά μου. (Μπορεί, φυσικά, να ισχύει και το αντίστροφο). Αυτό που με δεσμεύει ψυχικά, αυτό που με αφορά κυρίως, είναι το δεύτερο, οπότε, αν είμαι αρκετά τυχερός (ή/και ώριμος), θα βρω ένα σύντροφο με παρόμοιες ανάγκες, ή θα αναγκαστώ να επαναλάβω πολλές φορές το «δράμα» υπόσχεση-διάψευση, ώσπου να αντέξω να πάρω τις αποφάσεις που θα με οδηγήσουν σε μια άλλη, πιο ταιριαστή στις ανάγκες μου κατάσταση. Στις σχέσεις ενηλίκων, κανείς δεν είναι «αθώα περιστερά»: κάθε μέρος εξυπηρετεί τις ανάγκες του και φέρει ακέραιη ευθύνη.

Γλωσσικά, η λέξη «υπόσχομαι» συμπεριλαμβάνει την ανάληψη ευθύνης, τη δέσμευση. Στη ζωή, όμως, πρωταγωνιστής είναι πάντα το σημαινόμενο. Οι λέξεις είναι σύμβολα και τα σύμβολα απεικονίζουν κάτι καθολικό, χωρίς να αποφεύγουν το υποκειμενικό νόημα. Αυτό είναι εντέλει που τα καθιστά κομμάτι του εαυτού μας και της συλλογικής μνήμης.

Το προσωπικό νόημα είναι κάτι που δεν μπορεί να απαλειφθεί από καμιά ανθρώπινη συνθήκη.

[ Εικονογράφηση: M.C. Escher, Day and Night (1938) ].