Ένα πέπλο ηρωισμού και αγάπης
Τα Φώτα Πολέμου ήταν το τελευταίο βιβλίο που αγόρασα μπαίνοντας στην καραντίνα — μόλις είχα κλείσει το ιατρείο, έκλεινε και το βιβλιοπωλείο μου (τα σωστά βιβλιοπωλεία είναι πάντα «βιβλιοπωλεία μας») για εβδομάδες. Βρέθηκα έτσι ξανά με τον Michael Ondaatje συντροφιά σε μια ανήσυχη εποχή: ήταν φθινόπωρο του 1996, μόλις είχε κυκλοφορήσει ο Άγγλος Ασθενής, ακόμη δεν είχε προβληθεί η ταινία, ήμουν σε κάτι βάθη του Γράμμου με ομάδα ναρκαλιευτών, αξημέρωτα μέχρι αργά το βράδυ, κάθε μέρα (γιατρός γαρ, δεν είχα ευτυχώς και πολλά να κάνω εκτός από το να παίρνω θέση για έκρηξη σε τακτά χρονικά διαστήματα), μόνη συντροφιά ο λόγος του Οντάατζε· να σε σκλαβώνει.
Όπως και τώρα, με τα Φώτα Πολέμου, κι ας ήταν αλλιώτικος ο χώρος, αγάπης και οικογένειας, ήταν ίδιες συχνά οι ώρες ανησυχίας, ο φόβος μιας επερχόμενης κοσμικής έκρηξης που ενδέχεται να παρακολουθούσαμε ανήμποροι.
Αλλά η γραφή του Οντάατζε αποτελούσε μια ακόμη διέξοδο.
Από τις πρώτες του σελίδες, με τα δυο έφηβα αδέρφια που μεγαλώνουν στο μεταπολεμικό Λονδίνο, μακριά από γονείς: ο πατέρας απόμακρος κάπου στο εξωτερικό, η μητέρα σε μυστηριώδη μακρόχρονη απουσία. Ο Ναθάνιελ και η Ρέιτσελ μεγαλώνουν υπό την προστασία ενός παράξενου θιάσου. Ο Σκόρος με τις ιδιότυπες παρέες, ο Σαΐτας που γνωρίζει την ημιπαρανομία καλύτερα από κάθε άλλον, οι περαστικές του φιλενάδες σαν τη γεωγράφο Όλιβ Λόρενς. Αποδράσεις από το σχολείο, νυχτερινές διακινήσεις εισαγόμενων σκυλιών για κυνοδρομίες, οι παραπόταμοι και οι διακλαδώσεις του Τάμεση. Η αργή ενηλικίωση του Ναθάνιελ δίπλα σε ένα απλό κορίτσι που ονειρεύεται, την Άγκνες. Αποδράσεις των δυο τους σε ερημωμένα σκοτεινά σπίτια, αναπλάσεις ουρανών και αυριανών ελπίδων.
Μα ξαφνικά όλα αλλάζουν, και ο Ναθάνιελ καλείται χρόνια αργότερα να ανασυστήσει το παρελθόν της οικογένειάς του, να μάθει αν αυτό το παρελθόν είναι που έπλασε το παρόν και το ποιόν του ίδιου. Γυρνώντας σε αραχνιασμένους φακέλους μυστικών υπηρεσιών, σε ειδυλλιακά αγροτόσπιτα που ποτέ δεν είναι ασφαλή, σε μνήμες και συνθέσεις και υποθέσεις. Και γνωρίζει καινούργια πρόσωπα καθώς μαθαίνει τη μητέρα του, αλλά και μια Ευρώπη εμπόλεμη, σε μόνιμο συγκεχυμένο αναβρασμό. Και συνεχίζει να αναζητά ομοιότητες με την παράξενη παράτολμη γυναίκα που του έδωσε ζωή αλλά δεν τον μεγάλωσε, συνειδητοποιεί πόσο σπουδαίος ήταν αυτός ο θίασος που λειτούργησε ως οικογένειά του, μαθαίνει για άλλο ένα ονειροπόλο παιδί, πολύ μεγαλύτερό του, σύντροφο της μητέρας του σε αποστολές μα και σε αιφνίδιες, ατελείς, συγκλονιστικά φευγαλέες θεάσεις του άλλου.
Μα αυτή η πινακοθήκη παράξενων χαρακτήρων θα αποδειχθεί ένα τεράστιο πέπλο αγάπης και σιωπηλού ηρωισμού. Οι εκκεντρικοί και οι παράνομοι, οι σκιώδεις παρατηρητές και οι δήθεν αδαείς φυσιοδίφες, οι καλοκάγαθοι αγρότες, όλοι θα αποδειχθούν κάποιοι άλλοι, κάποιοι καλύτεροι. Θα αγαπήσουν άδολα, θα σώσουν, θα ξενυχτήσουν από αγωνία, θα αναλάβουν πατρικούς ρόλους ξανά και ξανά, θα συμπληρώσουν κενά. Αλλά πέρα από το ατομικό, σ’ εκείνη τη δύσκολη στιγμή της μάχης ενάντια στο έρεβος, θα αποδειχθούν και απλοί ήρωες, με μικρές φαινομενικά πράξεις και στιγμές που θα χτίσουν μια νίκη ζωής για την ανθρωπότητα, αλλά που δεν θα καταγραφούν πουθενά.
Κι όταν o ήρωας επιστρέψει στα πρόσωπα αυτά του παρελθόντος, θα συνειδητοποιήσει, σε μια στιγμή αναπάντεχου σπαραγμού, πως, όσο ο ίδιος αναζητούσε αυτά και αυτούς που τον έπλασαν, έκλεινε τα μάτια του στις πράξεις του ίδιου που έπλασαν τη μοίρα άλλων. Τα αντίο που δεν ειπώθηκαν και οι πράξεις που αποζητούσαν εκδίκηση. Σαν την Ευρώπη που βαριανασαίνει βγαίνοντας από τον πόλεμο. Και γύρω από όλα αυτά παράξενες ιστορίες, όπως του Paul Morphy, του σκακιστή που έπαιξε μια διαβόητη παρτίδα εναντίον δύο αντιπάλων ακούγοντας τη Νόρμα στην Όπερα του Παρισιού.
Οργανώνουμε τις ζωές μας μέσα από ιστορίες ασύνδετες, που μετά βίας τις ελέγχουμε. Λες κι έχουμε χαθεί σ’ ένα συγκεχυμένο τοπίο κι αποτολμάμε εικασίες για όσα είναι αόρατα κι ανείπωτα... συρράπτοντάς τα όπως-όπως για να επιβιώσουμε, όσο ατελή, όσο αγνοημένα κι αν είναι, όμοια με το μπιζέλι της θάλασσας σ’ εκείνες τις ναρκοθετημένες παραλίες του πολέμου.
Ευχαριστώ, Michael.
Κι ευχαριστώ, Κατερίνα Σχινά, για τη μετάφραση, που περιποιεί τιμή στον Οντάατζε αλλά και στην ελληνική γλώσσα.