Γιάννης Ξανθούλης, «Την Κυριακή έχουμε γάμο»

C
Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης

Γιάννης Ξανθούλης, «Την Κυριακή έχουμε γάμο»

Το πρώτο βιβλίο που αγόρασα μόνος μου ήταν ένας Ξανθούλης. Θυμάμαι, ήταν 1984, γυρνούσα από το σχολείο και, περνώντας από τον Προμηθέα στην Σταδίου, το μάτι μου έπεσε σε ένα βιβλίο που ο τίτλος του με έκανε να σταματήσω. Ήταν το «Το καλοκαίρι που χάθηκε στον χειμώνα» . Μπήκα σαν αυτόματο μέσα και το αγόρασα. Έτσι έγινα κοινωνός ενός πρωτόγνωρου κόσμου. Ενός γλυκόπικρου σουρεαλιστικού κόσμου, όπου υπήρχαν δασκάλες με ποιητικά ονόματα που γίνονταν αντικείμενα πόθου, όπως η Ντάλια Βεντάλια, και ξεκαρδιστικές σκηνές σαν της θείας Αλκιβιάδας με τον γαλατά, που θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη μου.

Φέτος ο Γιάννης Ξανθούλης κλείνει τριανταπέντε ενεργά χρόνια στην πεζογραφία και αποφάσισε να μας καλέσει σε ένα γάμο για να το γιορτάσουμε, ένα γάμο καλοκαιρινό. Ο τόπος είναι η Μακρινή —όνομα και πράγμα—, ένα χωριό μετά την Αλεξανδρούπολη κοντά στον Έβρο, ένας τόπος ευλογημένος με κρυσταλλένιες θάλασσες και περιβόλια γεμάτα καρπούς, τριγυρισμένος από φαράγγια γεμάτα επικίνδυνες κατακόκκινες παιώνιες. Μέσο για να φτάσουμε εκεί το τρένο, αγαπημένο όχημα του συγγραφέα: θα κάτσουμε αναπαυτικά στα καφετιά, στο χρώμα της σοκολάτας γάλακτος, βελούδινα καθίσματα της δεύτερης θέσης και θα ταξιδέψουμε μαζί του σε ένα ταξίδι όπου ο χρόνος δεν έχει γραμμική συνέχεια, ένα ταξίδι που το παρόν τού 2015 και το παρελθόν της δεκαετίας του 1950 χορεύουν αντάμα υπό τους ήχους του ξακουστού Τρίο Λος Πύργος (κιθάρα, βιολί, ακορντεόν) από τη Θεσσαλονίκη.

Συνταξιδιώτες μας είναι ο Ιορδάνης Λεοντίου, ένας εβδομηντατριάχρονος προς εβδομήντα πέντε, που οι δικοί του νομίζουν ότι πάσχει από άνοια, τον ποτίζουν χάπια και βιταμίνες και τον προμηθεύουν ταινίες πορνό κατόπιν ιατρικής συμβουλής, η μικρή εννιάχρονη εγγονή του, Βικτωρία Μελά, που μόνο αυτή δίνει σημασία στις ιστορίες που διηγείται ο παππούς της, ο Ιορδάνης Μακρής, ένα αγόρι στο μεταίχμιο παιδικότητας και εφηβείας, και η όμορφη νέα μητέρα του, Άννα, πάντα μαυροφορεμένη μια και τον άντρα της τον είχαν συλλάβει οι Γερμανοί στην Κατοχή και από τότε περιμένει την επιστροφή του. Μέσα από τα μάτια του μικρού Ιορδάνη θα γνωρίσουμε και τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές, ανθρώπους όπως η θεία Γαργαρίτσα, που φτιάχνει το ξακουστό ρυζόγαλο, τον θείο Λαλάκο, έναν παχουλό bon vivant και εραστή του ποδόγυρου, τη γιαγιά Σύρμω, αγέλαστη και αυστηρή, γεμάτη ειρωνεία και μαύρο χιούμορ, αλλά και ζώα όπως ο τράγος Πρίτσος, που τον είχαν ονομάσει έτσι γιατί τις αμολούσε συνεχώς, και η αιωρούμενη γάτα του γείτονα Φρίξου, Τρομπαρίδη ή Τρόμπα. Γύρω τους, συμπληρώνουν το κάδρο δεκάδες ήρωες, από τη μισότυφλη μοδίστρα μέχρι τον πρόεδρο Αντενάουερ, σε μικρό ή μεγαλύτερο ρόλο, που θα μπορούσαν να έχει ο καθένας το δικό του βιβλίο.

Μια αναπάντεχη εγκυμοσύνη και ένας εσπευσμένος γάμος θα ταράξουν τις διακοπές τους. Βλέποντας μέσα από τα μάτια του μικρού Ιορδάνη, θα γίνουμε μάρτυρες ιλαροτραγικών στιγμών, που πολλές φορές παραπέμπουν σε κινηματογραφικές σκηνές, όπως το ξήλωμα των λευκών voile κουρτινών που είχε στείλει δώρο μια ξαδέλφη από το Σικάγο για να γίνει το νυφικό. Ο γάμος θα γίνει ταξίδι ενηλικίωσης για τον μικρό Ιορδάνη, που με στιλ και τσαμπουκά θα πάρει την κατάσταση στα χέρια του και θα βοηθήσει τον εαυτό του και τη μητέρα του που υπεραγαπά, αποκαλύπτοντας το καλοκρυμμένο μυστικό και σκίζοντας το πέπλο της σιωπής. Η Άννα παίρνει μπρος στα μάτια μας τη μορφή της Σοφίας Λόρεν στο «Ηλιοτρόπιο» του Βιτόριο ντε Σίκα, και ο Ξανθούλης μάς κλείνει το μάτι με ένα τέλος αφάνταστα συγκινητικό σε ένα εγκαταλελειμμένο βαγόνι τρένου στο Ρουφ.

«Όλες οι λύπες αντέχονται αν τις βάλεις σε μια ιστορία»: έτσι ξεκινάει το βιβλίο του ο Γιάννης Ξανθούλης. Με το ξεχωριστό ύφος του, αυτό το μοναδικό μείγμα σουρεαλιστικού χιούμορ, ειρωνείας, μισοκρυμμένης τραγικότητας και συναισθήματος, αποφασίζει παίρνοντας υλικό από τις παιδικές του μνήμες να γράψει ένα βιβλίο απολαυστικό, με καθηλωτική πλοκή, όπου μπλέκονται το φανταστικό με το πραγματικό και το τότε και το τώρα, κάνοντάς μας δέσμιους της ιστορίας του, μιας ιστορίας από την οποία δεν θέλεις να απελευθερωθείς ποτέ.

Το βιβλίο αυτό το διαβάζεις μέρα σχόλης, γιατί δεν θα μπορέσεις να το αφήσεις από τα χέρια σου. Θα το πάρεις, θα βολευτείς στην πιο αγαπημένη σου πολυθρόνα, αυτή που είναι τόσο μεγάλη ώστε να σε χωράει ολόκληρο, που τα μαξιλάρια της έχουν πάρει μόνιμα πια το σχήμα του σώματός σου, και όταν το τελειώσεις μάλλον θα αρχίσεις να το διαβάζεις από την αρχή, ψάχνοντας για σημεία που ίσως δεν τους είχες δώσει σημασία για μια δεύτερη ανάγνωση, αλλά και για σημεία που σε μάγεψαν εξαρχής.

Ιδιαίτερη μνεία στο όμορφο εξώφυλλο του βιβλίου, που είναι έργο του συγγραφέα. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα.